ΔΕΝ ΘΑ ΔΩ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΟΥ ΦΕΤΟΣ.

Το γράφω για να το πιστέψω.

Κάποιος κάπου κάποτε μου είπε πως όταν γράφεις κάτι που σε πληγώνει το ξορκίζεις.

Είπα να το προσπαθήσω.

Λοιπόν.

Δεν θα δω τη μαμά μου φέτος.

Δεν θα δω τον μπαμπά μου να με περιμένει στο αεροδρόμιο με τον παγωμένο καφέ στο χέρι και το χαμόγελο της Crest που ξεκινά από το ένα αυτί μέχρι το άλλο περικλείοντας όλα όσα ένας πατέρας και μια μάνα αισθάνονται όταν δεν έχουν δει τα παιδιά και τα εγγόνια τους για καιρό.

Δεν θα δω την χαριτωμένη πεντάχρονη ανιψιά μου να τρέχει με ενθουσιασμό και χαρά στους διαδρόμους της αίθουσας αφίξεων του Ελ. Βενιζέλος, τραβώντας από το χέρι τον μικρό της αδελφό, για να φτάσουν και να αγκαλιάσουν μαζί τα «μεγάλα» ξαδελφάκια τους που έχουν να δουν για μήνες.

Δεν θα δω την αδελφή μου να μου χαμογελά με εκείνη την «συνωμοτική» βεβαιότητα πως για λίγες εβδομάδες θα έχουμε την ευκαιρία να «πούμε τα δικά μας». Όσα δεν είπαμε για μήνες.

«Πόσα χρόνια ζεις στην Αυστραλία», με ρώτησε μια κυρία προχθές.

«Δέκα» της είπα, χωρίς να το πολυσκεφθώ και αμέσως κοντοστάθηκα αφού θυμήθηκα πως εφόσον ο γιος μου πριν λίγες εβδομάδες «έκλεισε» τα δέκα αποκλείεται τα χρόνια της ξενιτιάς να είναι δέκα. Είναι 17.

17.

Και από αυτά τα 17 χρόνια, μόνο τα 2 δεν κατάφερα να πάω στην Ελλάδα.

Και τις δύο φορές είχα μόλις γεννήσει και δεν μπορούσα να ταξιδέψω.

Θα μου πεις, άλλοι δεν πάνε για χρόνια, και εσύ κλαίγεσαι για τις δυο φορές;

Και θα έχεις δίκιο.

Κακόμαθα φαίνεται.

Ήμουν αυτό που λένε, «από τις τυχερές», τις πολύ τυχερές να μπορώ να βλέπω τους δικούς μου μια φορά το χρόνο.

Για να είμαι ειλικρινής, ομολογώ πως το ταξίδι στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι το περίμενα με ανυπομονησία αλλά το θεωρούσα και λίγο δεδομένο.

Ήξερα πως, καλώς εχόντων των πραγμάτων, και στην Ελλάδα θα πάω, και τους δικούς μου θα αγκαλιάσω, και στα καταγάλανα νερά της πατρίδας μας θα βουτήξω και στα σοκάκια της θα σεργιανίσω.

Όμως, όπως συμβαίνει σχεδόν «μαθηματικά» με εμάς τους ανθρώπους, έρχεται εκείνη η ώρα που η ζωή αποφασίζει πως κάτι μας χρωστά και μας δίνει ένα μεγάλο «χαστούκι».

Ο κορονοϊός είναι για όλους μας ένα μεγάλο χαστούκι.

Κάπου διάβασα πως ενδεχομένως να ήταν ένας ευφυέστατος τρόπος να μας στείλει το σύμπαν εμάς τους κακομαθημένους ανθρώπους, στο δωμάτιο μας, σαν μικρά παιδάκια, τιμωρία να σκεφτούμε τι κάναμε.

Τί κάναμε;

Μεταξύ μας, μάλλον πολλά κάναμε. Και στην φύση, και στον πλανήτη, και στον διπλανό μας και δυστυχώς ακόμα και στον εαυτό μας τον ίδιο.

Πήραμε και την ζωή μας λάθος, που λέει και ο ποιητής.

Κι αν όχι τελείως λάθος, σίγουρα δεδομένη.

Και αυτούς που μας αγαπούν πραγματικά. Κι αυτούς δεδομένους.

Και τις λίγες στιγμές ευτυχίας, και αυτές δεδομένες.

Ο κορονοϊός μέσα σε όλα τα «κακά» μας δίδαξε και ένα καλό.

Να εκτιμούμε τα απλά πράγματα στη ζωή.

Όλα όσα μέχρι σήμερα θεωρούσαμε δεδομένα.

Το κυριακάτικο γεύμα με την μάνα και τον πατέρα μας.

Μια χαλαρή βόλτα στο πάρκο με τα παιδιά μας.

Γιορτές και γενέθλια με τους φίλους μας.

Μια αγκαλιά από τα εγγονάκια μας.

Ένα ταξίδι στην άλλη άκρη του κόσμου.

ΔΕΝ ΘΑ ΔΩ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΟΥ ΦΕΤΟΣ…

Και από ότι ακούω και διαβάζω, ίσως να μην μπορέσω να τους δω και του χρόνου.

Όχι μόνο εγώ. Και εσύ, και εμείς, και όλοι μας. Γιατί είμαστε πολλοί που δεν θα δούμε τους δικούς μας, τουλάχιστον φέτος.

Δεν θα γευτούμε την αρμύρα της θάλασσας, δεν θα βυθιστούμε στα γαλάζια νερά της πατρίδας μας. Δεν θα δούμε τον ήλιο της Ελλάδας.

Εγώ, δεν θα γευτώ το αγαπημένο μου φαγητό από τα χεράκια της μαμάς μου.

Και δεν θα την ακούσω να με «μαλώνει» επειδή δεν τρώω και να μουρμουράει με την γνωστή αυστηρή τρυφερότητα της κλασσικής ελληνίδας μάνας, πως αν συνεχίσω να μην τρώω θα μείνω μισή και έχω παιδιά να μεγαλώσω.

Δεν θα ακούσω το μπαμπά μου να μου παραπονιέται πως δεν κουβεντιάζουμε αρκετά και να μου λέει «άσε κάτω το τηλέφωνο να πούμε μια κουβέντα».

Δεν θα κοιμηθώ στο παιδικό μου δωμάτιο.

Δεν θα μυρίσω τα μοσχομυριστά, φρεσκοσιδερωμένα, σεντόνια στο κρεβάτι μου.

Δεν θα δω τα ανιψάκια μου που ήδη μέσα σε ένα χρόνο μεγάλωσαν τόσο και δεν καταλαβαίνουν «γιατί είναι τόσο μακριά αυτή η Αυστραλία».

Δεν θα δω τα παιδιά μου να παίζουν για ώρες με τα ξαδελφάκια, τον παππού και την γιαγιά, και να ξεκαρδίζονται στα γέλια με τα αστεία και τα πειράγματα του θείου και της θείας τους.

Δεν θα δω τους δικούς μου λιγοστούς αγαπημένους φίλους, τις θείες και τους θείους μου, και τα ξαδέλφια μου να πούμε τα «δικά» μας.

ΔΕΝ ΘΑ ΔΩ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΟΥ ΦΕΤΟΣ…

Γιατί η ζωή δεν παίζει πάντα δίκαια, άλλα έχει το δικό της τρόπο να μας σκουντάει και να μας δίνει το δικό της μάθημα όταν όλοι εμείς οι ανόητοι έχουμε το θράσος να την παίρνουμε δεδομένη.

Και αυτό τελικά κάναμε όλοι.

Πήραμε την ζωή και όλα όσα μας προσφέρει ως δεδομένα.