Αυτή την εβδομάδα, οι σχολικές τάξεις της Βικτώριας υποδέχτηκαν το πρώτο κύμα μαθητών. Για τα Κοινοτικά Σχολεία Γλωσσών, η οδηγία ήταν να επιστρέψουν μόνο οι μαθητές των Unit 3/4 του VCE.

Για τις υπόλοιπες τάξεις αναμένονται οδηγίες την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου. Ωστόσο, τα περισσότερα σχολεία Ελληνικών δεν προτίθενται να επαναλειτουργήσουν στις σχολικές εγκαταστάσεις πριν την έναρξη του επόμενου τριμήνου.

Πόσο ασφαλής είναι η επιστροφή στα θρανία; Πώς τα πάνε τα απογευματινά σχολεία Ελληνικών με την εξ αποστάσεως μάθηση; Τι θα μείνει στην εκπαιδευτική κοινότητα από όλη αυτή την εμπειρία; Ποια θα είναι η επόμενη μέρα για τα σχολεία γλώσσας;

Αυτά είναι τα ερωτήματα που απασχολούν την ευρύτερη σχολική κοινότητα της παροικίας μας και στα οποία επιχειρούμε να απαντήσουμε μέσα από αυτό το άρθρο σε μια προσπάθεια να ξεκαθαριστεί το τοπίο.

«Περιμένουμε τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης για το τι πρόκειται να γίνει με τα Κοινοτικά Σχολεία Γλωσσών την ερχόμενη εβδομάδα. Από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, μέχρι στιγμής, κάποια από τα Ελληνικά σχολεία προσανατολίζονται να ξαναρχίσουν μαθήματα στις τάξεις στο τρίτο τρίμηνο» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο προεδρεύων του οργανισμού Community Languages Australia και πρόεδρος του οργανισμού Community Languages Victoria, κ. Τάσος Δουβαρτζίδης, εξηγώντας γιατί το ζήτημα της επιστροφής των μαθητών των απογευματινών σχολείων είναι περίπλοκο.

«Υπάρχουν πολλά διαδικαστικά και πρακτικά ζητήματα που θα πρέπει να ξεπεραστούν για να μιλάμε για μια ασφαλή επιστροφή στις σχολικές τάξεις. Το βασικότερο προκύπτει από το γεγονός ότι ο μαθητικός πληθυσμός των απογευματινών σχολείων προέρχεται από διαφορετικά σχολικά περιβάλλοντα και είναι δύσκολο να ελεγχθούν οι επαφές τους, κάτι που περιπλέκει πολύ τα πράγματα».

Τα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης πήραν το βάπτισμα του πυρός, καθώς αυτή τη βδομάδα επέστρεψαν στα θρανία οι μαθητές της τελευταίας τάξης του VCE. Για τους μαθητές των υπόλοιπων τάξεων, όμως, το κουδούνι θα χτυπήσει ξανά μάλλον την πρώτη εβδομάδα του τρίτου τριμήνου.

«Ελπίζω να μας αφήσουν να ολοκληρώσουμε το δεύτερο τρίμηνο εξ αποστάσεως γιατί είναι πολύ σημαντικό να μην διαταράξουμε ξανά για δυο–τρεις εβδομάδες τη ροή και τον ειρμό των μαθημάτων και επίσης γιατί είναι πιο ασφαλές. Δεν έχει εκλείψει ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο διευθυντής των Σχολείων Γλώσσας και Πολιτισμού της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, κ. Μάνος Τζιμπραγός, ο οποίος φοβάται ότι για τον λόγο αυτό είναι πολύ πιθανό τα πρωινά σχολεία που φιλοξενούν τα απογευματινά να μην επιτρέψουν τη λειτουργία τους.

«Είμαι σίγουρος ότι αρκετά σχολεία θα μας ζητήσουν να καθυστερήσουμε την επιστροφή μας στις τάξεις όσο γίνεται, με το σκεπτικό ότι μια εξωσχολική δραστηριότητα, όπως θεωρείται το απογευματινό πρόγραμμα το οποίο συγκεντρώνει μαθητές από διαφορετικά σχολικά περιβάλλοντα, είναι εν δυνάμει πιο επικίνδυνη για τη διασπορά του ιού».

Τις ανακοινώσεις του Community Languages Victoria σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι για τα κοινοτικά σχολεία περιμένει και η διευθύντρια του Ελληνικού Σχολείου ΑΧΕΠΑ κ. Στέλλα Λάμπρου.

«Δεν γνωρίζουμε τίποτα ακόμα και μας έχουν ζητήσει να περιμένουμε οδηγίες πριν πάρουμε αποφάσεις σχετικά με την επιστροφή των μαθητών στις τάξεις. Από την άλλη, πρέπει να έρθουμε σε επικοινωνία με το πρωινό σχολείο στις αίθουσες του οποίου φιλοξενούμαστε για να ενημερωθούμε τι έχουν κανονίσει για εμάς» λέει στον «Νέο Κόσμο» η κ. Λάμπρου.

«Οι αίθουσες, όταν επσιτρέψουμε, θα θέλουν απολύμανση πριν μπούμε σε αυτές και όταν φεύγουμε. Εκεί θα είναι λίγο πρόβλημα, γιατί συνήθως οι καθαριστές έρχονται πριν σχολάσουμε και ίσως τα σχολεία να επιβαρυνθούν να πληρώσουν τις επιπλέον ώρες τους».

Ένα άλλο πρακτικό πρόβλημα που επισημαίνει η κ. Λάμπρου, σχετίζεται με την τήρηση της φυσικής απόστασης μεταξύ των μαθητών, η οποία, αν απαιτηθεί, «θα είναι δύσκολο να εφαρμοστεί λόγω του μεγέθους των τάξεων».

Κι ενώ αυτό μπορεί να μην είναι πρόβλημα για το σχολείο της Ελληνικής Κοινότητας Geelong, που διαθέτει μεγάλες αίθουσες, ωστόσο, όπως μας ενημερώνει η διευθύντρια του σχολείου, κ. Τζίνα Μίνη–Γρίβα, «η σχολική επιτροπή αποφάσισε το δεύτερο τρίμηνο να ολοκληρωθεί μέσω διαδικτύου».

Πάντως και για την κ. Γρίβα η απολύμανση των χώρων πριν την έλευση και μετά την αποχώρηση των μαθητών είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιστροφή στις αίθουσες ενώ η ίδια δεν είναι καθόλου σίγουρη «κατά πόσο οι γονείς θα συμφωνήσουν να φέρουν τα παιδιά τους στο σχολείο».

Η διευθύντρια του ελληνικού σχολείου ΑΧΕΠΑ, κ. Στέλλα Λάμπρου. Φώτο: Supplied

ΠΩΣ ΤΑ ΠΗΓΑΝ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΣΤΟ CRASH TEST ΤΗΣ ΤΗΛΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

«Σε γενικές γραμμές πήγαμε πάρα πολύ καλά και αξίζουν συγχαρητήρια και στους εκπαιδευτικούς και τους γονείς και σε όλα τα ελληνικά σχολεία μας» λέει ο κ. Δουβαρτζίδης.

Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει ο έμπειρος εκπαιδευτικός, λόγω του ρόλου του στον οργανισμό Community Languages Victoria, «το μεγαλύτερο ποσοστό μαθητών και γονέων τόσο των ελληνικών όσο και των σχολείων των άλλων γλωσσών ανταποκρίθηκαν θετικά στην εξ αποστάσεως μάθηση. Μάλιστα, πολλές είναι οι οικογένειες που εξυπηρετούνται από αυτή την κατάσταση και παιδιά που αλλιώς δεν θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα τώρα το κάνουν».

Συντριπτική είναι και η πλειοψηφία των μαθητών που παρακολουθούν το εξ αποστάσεως πρόγραμμα των σχολείων της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης.

«Συγχαρητήρια μέσα από την ψυχή μου στις οικογένειες για την υποστήριξη και τη συμμετοχή τους -μιλάμε για ένα ποσοστό συμμετοχής 98 με 98,5%- κι επίσης σε όλη μας την εκπαιδευτική ομάδα γιατί δούλεψαν με αυτοθυσία για να μπορέσουν να κάνουν αυτή τη μετάβαση μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Όλοι το αγκάλιασαν με ιδιαίτερο ζήλο και ενθουσιασμό και το αποτέλεσμα είναι παραπάνω από εξαιρετικό» λέει με ενθουσιασμό ο κ. Τζιμπραγός.

Μάλιστα, η δημοσκόπηση–αξιολόγηση της μετάβασης στην ψηφιακή τάξη ολοκληρώνεται αυτή την εβδομάδα και τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα είναι παραπάνω από ενθαρρυντικά, κάτι που κάνει τον δραστήριο διευθυντή των σχολείων καθ’ ομολογία του «πολύ χαρούμενο».

«Σίγουρα, δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικό όσο είναι η λειτουργία και η αλληλεπίδραση που έχουν και τα παιδιά μεταξύ τους και ο εκπαιδευτικός με τα παιδιά στη φυσική τάξη αλλά σε ένα μεγάλο βαθμό πιστεύω ότι καταφέραμε να κρατήσουμε το σχολείο ζωντανό», καταλήγει ο κ. Τζιμπραγός.

Και για τη σχολική κοινότητα του ελληνικού σχολείου ΑΧΕΠΑ η εξ αποστάσεως εκπαίδευση ήταν μια πολύ θετική εμπειρία.

«Όλες οι τάξεις μας δουλεύουν πάρα πολύ καλά. Οι γονείς ανταποκρίθηκαν πολύ θετικά και η ανατροφοδότηση που μας δίνουν μετά από κάθε μάθημα είναι πολύ ενθαρρυντική» λέει η κ. Λάμπρου.

Μπορεί να μην υπάρχει η επαφή πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η επικοινωνία έχει χαθεί. Η έμπειρη εκπαιδευτικός κ. Λάμπρου, φωτίζει μια ακόμα πτυχή των πλεονεκτημάτων της εξ αποστάσεως διδασκαλίας.

«Μετά από κάθε μάθημα ο σύλλογος εκπαιδευτικών του σχολείου μας έχει διαδικτυακή συνάντηση όπου ο κάθε ένας μοιράζεται με τους άλλους τυχόν προβλήματα που αντιμετώπισε και γενικά τι συνέβη στο μάθημα».

Αυτό σε κανονικές συνθήκες, λόγω της πίεσης του χρόνου δεν γινόταν ή αν γινόταν ήταν «στα πεταχτά», λέει η κ. Λάμπρου.

Η συμμετοχή των μαθητών στο εξ αποστάσεως πρόγραμμα εκπαίδευσης είναι πολύ μεγάλη και στο σχολείο της Ελληνικής Κοινότητας Geelong.

Αυτό που διαπιστώνει η διευθύντρια του σχολείου, κ. Τζίνα Μίνη–Γρίβα, είναι ότι τα μαθήματα από το σπίτι είναι πιο ξεκούραστα για τα παιδιά.

«Οι μαθητές, ειδικότερα των μικρότερων ηλικιών, γλιτώνουν την ταλαιπωρία της μετακίνησης, είναι στο δικό τους περιβάλλον, τους είναι πιο ξεκούραστο και για το λόγο αυτό τους αρέσει καλύτερα».

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο το εξ αποστάσεως ελληνικό σχολείο φαίνεται να «κερδίζει» στα σημεία το παραδοσιακό είναι για την κ. Μίνη-Γρίβα το γεγονός ότι «τα παιδιά καθώς προέρχονται από διαφορετικά σχολεία, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και δεν έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με αποτέλεσμα να αισθάνονται πιο άνετα στο δικό τους χώρο».

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Αν, λοιπόν, η εξ αποστάσεως διδασκαλία κατάφερε να κερδίσει τη σχολική μας κοινότητα, μήπως πρόκειται να αποτελέσει και τη νέα κανονικότητα όσον αφορά τη διδασκαλία των γλωσσών;

«Το μάθημα πρόσωπο με πρόσωπο κατά την άποψη των περισσοτέρων εκπαιδευτικών είναι αναντικατάστατο. Δεν θα είναι αυτή η επόμενη ημέρα» υπογραμμίζει ο κ. Δουβαρτζίδης, ο οποίος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η τηλεκπαίδευση να παραμείνει στον εκπαιδευτικό χάρτη ως μια παράλληλη κατάσταση αλλά χωρίς να επηρεάσει τη μάθηση «πρόσωπο με πρόσωπο».

Για τον διευθυντή των σχολείων της Ελληνικής Κοινότητας, η επόμενη μέρα θα «είναι μια ευκαιρία να κρατήσουμε τις δεξιότητες που αποκτήσαμε όλοι, εκπαιδευτικοί, μαθητές αλλά και οι οικογένειές τους μέσα από αυτή τη μετάβαση και στη συνέχεια. Πλέον, η εκπαιδευτική κοινότητα αντιμετωπίζει την τεχνολογία με άλλο μάτι, έφυγαν οι αναστολές και οι φοβίες».

«Μας έδωσε την ευκαιρία ως σχολεία και ως εκπαιδευτικοί να αναθεωρήσουμε τις μεθόδους και την προσέγγισή μας, ήταν μια πολύ ωραία αφορμή να ανακαλύψουμε νέους τρόπους διδασκαλίας και απέδειξε ότι η εκπαιδευτική κοινότητα (υπό ευρεία έννοια) είναι ευέλικτη κι έχει την ικανότητα να προσαρμοστεί γρήγορα σε νέα δεδομένα».

«Πάντα είχα στο νου μου και στην πρόθεσή μου πώς θα βρούμε τρόπους να προεκτείνουμε την τάξη έξω από τις τάξεις. Τώρα παρουσιάστηκε η ευκαιρία» λέει ο κ. Τζιμπραγός.

«Μερικοί γονείς εξυπηρετούνται πολύ από την τηλεκπαίδευση, αν και τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το μάθημα πρόσωπο με πρόσωπο», σχολιάζει η κ. Λάμπρου η οποία ελπίζει η εξ αποστάσεως μάθηση να μην αποτελέσει τη νέα κανονικότητα για τα σχολεία γλώσσας.

Η αξία της αμεσότητας που προσφέρει η διδασκαλία «πρόσωπο με πρόσωπο» είναι ανεκτίμητη και για την κ. Μίνη-Γρίβα.

«Με εξυπηρετεί από άποψη οικονομίας χρόνου αλλά δεν μου αρέσει ως τρόπος μάθησης. Ειδικά στις μικρότερες ηλικίες η επικοινωνία δασκάλου μαθητή πρόσωπο με πρόσωπο είναι αναντικατάστατη».

Πρόθεση του διευθυντή των Σχολείων Γλώσσας και Πολιτισμού της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, κ. Μάνου Τζιμπραγού, είναι η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας να αποτελέσει και στο μέλλον αναπόσπαστο κομμάτι των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα εφαρμοστούν. Φώτο: Supplied

ΜΙΚΡΕΣ ΟΙ «ΑΠΩΛΕΙΕΣ» ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ

Ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών και των οικογενειών τους είδαν με πολύ καλό μάτι τη νέα κατάσταση που επέβαλε στην εκπαίδευση η πανδημία δεν πρέπει να παραβλέψουμε και εκείνους οι οποίοι δυσαρεστήθηκαν με την εξ αποστάσεως μάθηση και μη θεωρώντας την ως μέθοδο εφάμιλλη αυτής που εφαρμόζεται στο σχολείο, επέλεξαν να διακόψουν τη φοίτηση των παιδιών τους για όσο διάστημα διαρκεί η τηλεκπαίδευση και ενδεχομένως δεν προτίθενται να επιστρέψουν ξανά στο ελληνικό σχολείο.

«Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που εξέφρασαν παράπονα για τη διάρκεια του μαθήματος η οποία εκ των πραγμάτων είναι μικρότερη χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η δουλειά που καταβάλλεται είναι λιγότερη. Υπάρχει και το κομμάτι της δουλειάς που είναι ασύγχρονο και σχετίζεται με τις εργασίες που οι μαθητές έχουν να κάνουν στο σπίτι αλλά και την αξιολόγηση αυτής της δουλειάς. Οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να αφιερώσουν πολύ περισσότερο χρόνο στην προετοιμασία του διαδικτυακού μαθήματος, οπότε αυτή η άποψη δεν ευσταθεί. Συζητώντας με τους γονείς που προβληματίζονταν γι΄αυτό, τους αλλάξαμε γνώμη» λέει ο κ. Τζιμπραγός.

Ένας πολύ μικρός αριθμός μαθητών δεν δέχτηκε να παρακολουθήσει το πρόγραμμα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στο σχολείο ΑΧΕΠΑ και μάλιστα «χωρίς δικαιολογία» λέει η κ. Λάμπρου, αλλά η απώλεια είναι «αμελητέα» σε σχέση με τη συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών που συνεχίζουν κανονικά τη φοίτησή τους χωρίς πρόβλημα.

Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις οικογενειών που αδυνατούν να παρακολουθήσουν μαθήματα από το σπίτι για διάφορους πρακτικούς λόγους, αλλά, όπως λέει η κ. Λάμπρου θα επιστρέψουν κανονικά στο σχολείο μόλις ανοίξει και πάλι.

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΕΙ

Η συνομιλία μας με τους εκπροσώπους της ελληνικής εκπαιδευτικής κοινότητας μας γέμισε περηφάνια και αισιοδοξία.

Περηφάνια γιατί παρά τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες Κι συχνά τα πενιχρά μέσα που είχαν στη διάθεσή τους, οι εκπαιδευτικοί μας κατάφεραν να υπερισχύσουν της κατάστασης και να συνεχίσουν να προσφέρουν ποιοτική και ουσιαστική εκπαίδευση στα ελληνόπουλα της παροικίας μας.

Κι αισιοδοξία γιατί η εμπειρία όλης αυτής της δραματικής αλλαγής που τόσο απότομα λόγω των έκτακτων συνθηκών συνέβη στα μέχρι σήμερα γνωστά εκπαιδευτικά δεδομένα φαίνεται ότι θα αποτελέσει πλούσια παρακαταθήκη και θα ενισχύσει τη φαρέτρα των εκπαιδευτικών μας ανεβάζοντας ακόμα πιο ψηλά τον πήχη για την ελληνομάθεια την επόμενη μέρα.