«Μακράν εγώ – μακράν εσύ

Μακράν και η φιλία

Αλλ’ ας διατητήσουμε την αλληλογραφία»

Νίκος Καχτίτσης (1)

Ο συγγραφέας Νίκος Καχτίτσης θεωρείται απ’ τους κριτικούς ως ένας εκ των κορυφαίων Ελλήνων μεταπολεμικών πεζογράφων και επιστολογράφων, καθώς και ο σπουδαιότερος λογοτέχνης της ελληνικής διασποράς. Επ’ ευκαιρία μισού αιώνα απ’ τον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία 42 ετών, το ένθετο «Επιλογές» της εφημερίδας «Πελοπόννησος» (απ’ τις αρχαιότερες εφημερίδες της Ελλάδας που εκδίδεται στην Πάτρα) έκανε ένα πλούσιο αφιέρωμα που δημοσιεύθηκε την Κυριακή, 24 Μαΐου, με τίτλο «Νίκος Καχτίτσης: 50 χρόνια μετά το τέλος ενός πολιτογραφημένου πατρινού λογοτέχνη». Σε αυτό συμμετέχουν οι: Γιάννης Βασιλακάκος (πανεπιστημιακός, συγγραφέας, ο πρώτος μελετητής και βιογράφος του Καχτίτση), Δημήτρης Δασκαλόπουλος (ποιητής, βιβλιογράφος, κριτικός), Διονύσης Καρατζάς (ποιητής), Γιώτα Κριτσέλη (υπεύθυνη της «Κίχλης», εκδότριας του Καχτίτση), Βασίλης Λαδάς (συγγραφέας-ποιητής) και Ανδρονίκη Χρυσάφη (αρχαιολόγος).

Πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του (1970) το παραπάνω ερώτημα (όπως είχε τεθεί από τον κριτικό Κώστα Σταματίου, (2) σχετικά με την «ιδιότυπη περίπτωση Καχτίτση») παραμένει αναπάντητο. Διότι ενώ το αμιγώς πεζογραφικό του έργο είναι προ πολλού επαρκώς αξιολογημένο και καθιερωμένο, το ίδιο δεν συμβαίνει και με την αντίστοιχη επιστολογραφία του. Οι βασικοί λόγοι γι’ αυτό είναι οι εξής: (α) Επειδή μόνο ένα μικρό μέρος της «μυθικών διαστάσεων αλληλογραφίας του» (3) έχει δει το φως της δημοσιότητας. (β) Επειδή δεν έχουν γίνει σχετικές συγκριτικές έρευνες-μελέτες αναφορικά με το λογοτεχνικό και επιστολογραφικό έργο του Καχτίτση. (γ) Επειδή «συχνά, το επιστολογραφικό με το λογοτεχνικό έργο του Καχτίτση συγχέονται αδιάκριτα, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για ένα και το αυτό.

Κι όμως πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα…» (4) Εξηγούμαι: Η «μεγαλύτερη επιθυμία του Καχτίτση ήταν να γίνει πετυχημένος λογοτέχνης κι όχι πετυχημένος… αλληλογράφος» (ό.π., σ. 62). (5) Γιατί όμως αυτή η πολυθρύλητη επιστολογραφία ήταν τόσο σημαντική για τον ίδιο τον Καχτίτση, και γιατί παραμένει ενδιαφέρουσα και σημαντική και για τους σημερινούς μελετητές και αναγνώστες του;

Πρώτον, η αλληλογραφία τού ήταν αναγκαία& κυρίως όμως ως εξάσκηση και προετοιμασία για το καθαυτό λογοτεχνικό του έργο. Εμμέσως, βέβαια, έκανε και λογοτεχνία, παρόλο που ουσιαστικά επρόκειτο για μια προπαρασκευαστική διαδικασία στην «κουζίνα του συγγραφέα». Κατά τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, ήταν «σαν να προγυμνάζεται πυρετικά για το λογοτεχνικό του γράψιμο, σα να δοκιμάζει τις ικανότητές του για τα βιβλία που ετοιμάζει…» (6) Επίσης, «μέσω της αλληλογραφίας και των αντιδράσεων (feedback) των ατόμων, τη γνώμη των οποίων εκτιμούσε, επεδίωκε να ανιχνεύσει το έδαφος, να σφυγμομετρήσει τα πράγματα, να κάνει μια δοκιμή». (7)

Δεύτερον, η αλληλογραφία τού ήταν απαραίτητη και σημαντική, διότι μολονότι ουδέποτε την εξέλαβε ως υποκατάστατο της λογοτεχνικής του πρακτικής, αποτελούσε συνέχεια, προέκταση/συμπλήρωμα και προώθηση του ιδιόρρυθμου λογοτεχνικού του έργου, (8) και αντικατοπτρισμό του συγγραφικού του ειδώλου.

Τρίτον, η επιστολογραφία αποτελούσε, παράλληλα, ένα είδος ημερολογιακών κι εξομολογητικών καταγραφών, αναφορικά με το λογοτεχνικό και γενικότερα συγγραφικό του σύμπαν (προβληματισμούς, ανησυχίες, αναζητήσεις, πειραματισμούς, feedback, κτλ).

Το εξώφυλλο του βιβλίο του Γιάννη Βασιλακάκου. Φώτο: Politeia.net

Τέταρτον, η επιστολογραφική του ενασχόληση συγκροτούσε ένα είδος αυτοψυχογραφήματος, καθώς αντικατόπτριζε αλάνθαστα τα άγχη, τις ιδεοληψίες και το πάθος του για αυτοανάλυση και δημιουργική έκφραση.

Πέμπτον, αν και επρόκειτο για μια επώδυνη διαδικασία (αφού βασανιζόταν νυχθημερόν), η αλληλογραφία του αποτελούσε, ταυτόχρονα, και μια ηδονική λύτρωση, καθώς του επέτρεπε να εκτονώνεται, να δραπετεύει και να απελευθερώνεται από την ασφυκτικά σκληρή πραγματικότητα.

Έκτον, μέσω στης επιστολογραφίας του, συνειδητά ή ασυνείδητα, καλλιεργεί με υποδειγματικό τρόπο ένα λογοτεχνικό genre, όχι ιδιαίτερα γνωστό και/ή δημοφιλές στην Ελλάδα του ’50 κι ’60 – αυτό της επιστολικής μυθοπλασίας (epistolary novel).

Εν κατακλείδι: Πενήντα χρόνια από τον πρόωρο θάνατό του, ο Καχτίτσης έχει, ούτως ή άλλως, αποτιμηθεί ομόφωνα από την ελληνική κριτική, (9) αλλά και από ομοτέχνους και φιλολογούντες, ως ένας σημαντικότατος (10) πεζογράφος ο οποίος άφησε ανεξίτηλα το στίγμα του στη μεταπολεμική μας πεζογραφία, (11) έστω κι αν λόγω της ιδιομορφίας και απαιτητικής φύσης του έργου του, έμελλε να μείνει ως ένας συγγραφέας «για λίγους», (12) εκλεκτούς και φανατικούς αναγνώστες». (13)

Όσο για το αρχικό ερώτημα («σημαντικότερος λογοτέχνης ή αλληλογράφος;»), είναι μάλλον επουσιώδους σημασίας, αφού ο Καχτίτσης έχει ήδη καθιερωθεί για το σύνολο του επιλεγμένου κι εγκεκριμένου από τον ίδιο δημοσιευμένου έργου του, και όχι για την επί μέρους άγνωστη επιστολογραφία του! Άλλωστε, θα θεωρούσε ανοσιούργημα το ενδεχόμενο ότι, μεταθανατίως, η ιδιότητά του ως αλληλογράφου θα επεσκίαζε αυτήν του λογοτέχνη. Ωστόσο, επιβάλλεται να δει επιτέλους το φως της δημοσιότητας η πολλάκις προαναγγελθείσα αλλά μηδέποτε υλοποιηθείσα δημοσίευση του corpus αυτής της πολύκροτης επιστολογραφίας. Όχι μόνο διότι θα εμπλουτιζόταν κι αντισταθμιζόταν η κατά τα άλλα ισχνή λογοτεχνική παραγωγή του αλλά και διότι, μέσω της «εξόρυξης» των αμιγώς λογοτεχνικών «ευγενών μετάλλων» που εμπεριέχονται σ’ αυτήν, θα αναδύονταν άγνωστα και πολύτιμα «διαμαντάκια» (14) μεγάλης λογοτεχνικής αξίας και απαράμιλλης ομορφιάς.

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας και κριτικός. Ήταν ο πρώτος διεθνώς που εκπόνησε διδακτορική διατριβή για το πεζογραφικό έργο του Καχτίτση (Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, 1994) και ο πρώτος που δημοσίευσε τη βιογραφία-μελέτη του: «Νίκος Καχτίτσης: Ένας κυκλοθυμικός ήρωας του Κάφκα», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα, 2019. Προσεχώς θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα μια συντομευμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής του για τον Καχτίτση.

1) Ποίημα στον Γιώργη Παυλόπουλο (Μάρτης ή Απρίλης 1995), Τα γράμματα του Νίκου Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο (1952-1967), φιλολογική επιμέλεια Αυγή-Άννα Μάγγελ, εκδ. Σοκόλης, Αθήνα, 2001.

2) Βλ. Κώστας Σταματίου, «Η «περίπτωση» Καχτίτση: Σημαντικότερος λογοτέχνης ή αλληλογράφος; – «Σύνδρομο Ρεμπό» στα ελληνικά γράμματα;», εφ. Τα Νέα, 15.6.1985.

3) Βλ. Γιάννης Βασιλακάκος, «Η διηνεκής επιστολή», Νίκος Καχτίτσης: Ένας κυκλοθυμικός ήρωας του Κάφκα, εκδ. Οδός Πανός, 2019, σσ. 58-59.

4) Ό.π., σσ. 60-61).

5) Ό.π., σσ. 93, 108, 194.

6) Ό.π., σ. 70.

7) Ό.π., σσ. 69-70.

8) Κατά τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, «υπό τον μανδύα της επιστολογραφίας ο Καχτίτσης επεξεργάζεται και προωθεί το πεζογραφικό του έργο», «Ο τελευταίος επιστολογράφος της σύγχρονης γραμματείας μας», περ. Βιβλιοθήκη, 10.5.2002.

9) Όπως καταδεικνύουν τα πορίσματα της πρώτης διδακτορικής διατριβής του Γιάννη Βασιλακάκου που εκπονήθηκε διεθνώς για τον Καχτίτση με τίτλο: Αφηγηματικές τεχνικές στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Καχτίτση (Melbourne University, 1994), η οποία θα κυκλοφορήσει προσεχώς στην Ελλάδα.

10) Βλ. Ελισάβετ Κοτζιά, εφ. Η Καθημερινή, 23.5.1985.

11) Βλ. εφ. Το Βήμα, 2.6.1970.

12) Βλ. Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφ. Το Βήμα, 19.5.2002.

13) Βλ. Βασιλακάκος, 2019, ό.π., σ. 204.

14) Βλ. Μικέλα Χαρτουλάρη, «Ο ήρωας των επιστολών», εφ. Τα Νέα, 20.4.2002.