ΤΗΝ περασμένη βδομάδα, είχα γράψει, ότι στη σημερινή στήλη θα αναφερόμουν στην μαύρη ιστορία της λευκής Αμερικής.

ΣΤΟ “ζευγάρωμα” του καπιταλισμού, που μόλις σχεδόν είχε σταθεί στα πόδια του, στις αρχές του 17ου αιώνα, με την κανιβαλική απληστία των δουλεμπόρων.

ΤΟ δουλεμπόριο, βέβαια, είχε μια μαύρη προϊστορία αρκετές χιλιετίες πριν ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακαλύψει την Αμερική.

ΣΤΗΝ Αμερική, όμως, έκανε όνομα, τον ρατσισμό ιδεολογία, πλούτισε, γιγαντώθηκε, βιομηχανοποιήθηκε και έδειξε στον κόσμο τι πάει να πει πραγματική σκλαβιά, εκμετάλλευση μέχρι θανάτου και γενοκτονία.

ΜΕ την ιστορία της σκλαβιάς, λοιπόν, σχεδίαζα να ασχοληθώ, αλλά επειδή προέκυψε και ένα παροικιακό θεματάκι, από αυτά που αν δεν τα σχολιάσεις όσο ακόμα είναι ζεστά και επίκαιρα χάνουν τη νοστιμιά τους, για την ιστορία του δουλεμπορίου, θα γράψω μια άλλη φορά.

ΣΗΜΕΡΑ, λοιπόν, θα ασχοληθώ με μια ιστορία, που δεν είναι καν ιστορία, γιατί περί… ιερού και κοσμικού κουτσομπολιού πρόκειται.

ΜΕ άλλα λόγια, θα ασχοληθώ με ένα θέμα που κανονικά δεν θα έπρεπε να ασχοληθώ, ούτε εγώ ούτε ο “Νέος Κόσμος”, που το έφερε στην στην επιφάνεια πριν κάτι μήνες.

Η εφημερίδα, βέβαια, καλά έκανε και αναφέρθηκε σε αυτό αφού αυτή είναι η δουλειά της, αλλά δεν νομίζω ότι πίστευε (τότε) ότι θα έρχονταν μια μέρα τα πάνω κάτω στην παροικία μας και θα ασχολούνταν με το θέμα αυτό και οι σοβαρότερες ελληνικές εφημερίδες.

ΓΙΑ να μην χάσετε όμως και εσείς τον καιρό σας, όπως τον έχασα και εγώ, οφείλω να σας πω με δύο λέξεις, ότι θα σχολιάσω όσα διάβασα, για την αγορά ενός ακινήτου αξίας $6,5 εκατομμυρίων εκ μέρους της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, για το οποίο έγινε και συνεχίζει να γίνεται ντόρος, για το αν επρόκειτο να στεγαστεί εκεί ή όχι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

ΑΥΤΗ είναι η όλη ιστορία που, κατά τη γνώμη μου, δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί, που σημαίνει ότι αν δεν είσαστε περίεργοι, για τα όσα “κουτσομπολίστικα” θα γράψω και, μάλιστα, ελαφρά τη καρδία, μπορείτε να μην συνεχίσετε και να διαβάσετε κάτι πιο χρήσιμο, που θα πιάσει και τόπο.

ΓΙΑ να καταλάβετε πόσο γελοία και χρονοβόρα είναι η όλη κοσμική και εκκλησιαστική Αρχιεπισκοπομαχία, να υπογραμμίσω εδώ, ότι την περασμένη Πέμπτη, η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας θα μπορούσε να τερματίσει τον χαμό, που δεν έπρεπε να είχε αρχίσει, στη σχετική ανακοίνωση που έδωσε για το θέμα προς δημοσίευση.

ΔΕΝ το έκανε όμως. Δεν έκανε, δηλαδή, κάτι, που θα έπρεπε να είχε κάνει όταν έγινε η αγορά ή όταν άρχισαν τα πρώτα κουτσομπολιά- μιας και το διαμέρισμα, έτσι και αλλιώς, είναι ιδιοκτησία του Τραστ της Αρχιεπισκοπής και όχι του Μακαρίου, όπως ήταν και το προηγούμενο διαμέρισμα κοντά στην θάλασσα όπου έμενε ο Στυλιανός.

ΣΤΟ μεταξύ, αντί η ανακοίνωση να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, τα συσκότισε ακόμα περισσότερο, λες και αυτοί που σχεδίασαν και έγραψαν το κείμενο ήθελαν να ρίξουν περισσότερο λάδι στη φωτιά…

ΚΑΙ έριξαν, μην ξεκαθαρίζοντας γιατί έγινε η αγορά του διαμερίσματος στο λιμάνι του Σίδνεϊ. Αγοράστηκε ως μια καλή επένδυση για να ενοικιαστεί ή για κατοικία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, όπως λέγεται ότι δήλωσε ο Επίτιμος Γραμματέας του Consolidated Trust της Αρχιεπισκοπής Κ. Νικ. Πάππας;

Η ανακοίνωση, δεν ξεκαθάρισε επίσης το αν ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός γνώριζε για την “επένδυση” αυτή του Τραστ και τι είπε, γιατί ο ανιψιός του στις επιστολές του, που δημοσίευσε ο Νέος Κόσμος, γράφει, ότι όχι μόνο δεν ήξερε, αλλά ότι ποτέ δεν θα συμφωνούσε με κάτι τέτοιο.

ΣΥΝΕΠΩΣ: μετά απ’ όλα όσα είχαν δημοσιευθεί και πολλά άλλα που είχαν ειπωθεί και συνεχίζουν κάτι μήνες να λέγονται, η Αρχιεπισκοπή στην επίσημη ανακοίνωση της, αντί να μιλήσει έξω από τα δόντια και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, αρκέστηκε να τραγουδήσει το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι “τρία πουλάκια κάθονται…”.

ΑΛΛΑ, μιας και ο αοιδός της Αρχιεπισκοπής που το άρχισε, δεν το αποτελείωσε, θα το τελειώσω εγώ με δικά μου λόγια και ας μου συγχωρήστε την παράφραση:

Τρία πουλάκια κάθονταν στου Ρέντφερν το ταμπούρι /
το ‘να τηράει την Όπερα και τ’ άλλο το γεφύρι /
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει /
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε μαύρη σαν τα ράσα /
Μην ο γνωστός αρχιμανδρίτης έρχεται, μην ο Αγιορείτης διάκος; /
Ούτε ο αρχιμανδρίτης έρχεται μηδέ ο Αγιορείτης διάκος /
Ασκέρι μεγάλο πλάκωσε από λογιστές και δικηγόρους /
Και από τον τάφο μέσα σαν τ’ αγροίκησε του Στυλιανού του κακοφάνει…

ΤΟ υπόλοιπο ποίημα μπορεί ο καθένας από εσάς να το παραφράσει όπως θέλει. Εγώ απλά έγραψα τι μου ήλθε στο μυαλό όταν διάβασα (προσπαθώντας να καταλάβω…) την ανακοίνωση της Αρχιεπισκοπής.

ΚΑΙ τώρα, η μεγάλη ερώτηση που δεν τέθηκε, ούτε από καθηγητές πανεπιστημίων και, μάλιστα, με διδακτορικά, που σχολίασαν και είχαν και άποψη για τα όσα λέγονται και γράφονται για την φαιδρή αυτή ιστορία, ούτε απ’ όσους ενδιαφέρονται για το άδικο πετροβόλημα της Εκκλησίας και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που ενδεχομένως να μην φταίει σε τίποτα ή να φταίει λιγότερο απ’ όλους τους εμπλεκόμενους.

ΚΑΙ η ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί είναι: γιατί έγινε ρε παιδιά όλο αυτό το μπέρδεμα; Είναι δυνατόν, να κινδυνεύουμε να “πνιγούμε” σε μια κουταλιά νερό;

ΚΑΤΑ τη γνώμη μου, η αιτία του κακού ελλοχεύει στο κόμπλεξ της Εκκλησίας, απέναντι στην κοινωνία γενικά και στους πιστούς ειδικότερα. Λόγω πατροπαράδοτης φτώχειας, η Εκκλησία ήταν αυτή που είχε καλλιεργήσει το δόγμα ότι οι ιερείς, όχι μόνο πρέπει να είναι φτωχοί, άλλα και αν δεν είναι, επιβάλλεται να δείχνουν φτωχοί.

ΚΑΙ όσο πιο φτωχός και μίζερος ο ιερωμένος τόσο το καλύτερο για την Εκκλησία και για τους πιστούς, που είχαν γαλουχηθεί με το δόγμα της φτώχειας και της ζητιανιάς και έτσι θέλουν να βλέπουν τους θρησκευτικούς ποιμένες τους.

ΤΟ κόμπλεξ αυτό, του φτωχού ιερέα και, κατ’ επέκταση, Αρχιεποσκόπου, είναι αυτό που φόβισε την Αρχιεπισκοπή (και ενδεχομένως τον ίδιο το Μακάριο) και ντρέπονταν να ομολογήσουν ότι αγόρασαν ένα διαμέρισμα $6,5 εκατ. για τον Αρχιεπίσκοπο.

ΕΙΜΑΙ της γνώμης, ότι και το μικρό και απόμακρο διαμέρισμα του Στυλιανού κοντά στη θάλασσα (στο οποίο είχα πάει) ενδεχομένως να κάνει σήμερα δύο ή τρία εκατομμύρια. Δεν ξέρω, οι τιμές των ακινήτων στο Σίδνεϊ είναι εντελώς τρελές.

ΟΛΑ αυτά, βέβαια, θα έπρεπε να τα σκεφτούν πριν προβούν στην αγορά. Και εγώ να ήμουν στη θέση του Μακαρίου και με πήγαινε ο κτηματομεσίτης και οι άνθρωποι του τραστ στο διαμέρισμα και με ρωτούσαν αν μου αρέσει, τι θα έλεγα;

ΟΧΙ δεν το θέλω, γιατί δεν μου αρέσει η θέα του λιμανιού. Ας πάρουμε ένα πιο φτωχικό και αντί το καλύτερο λιμάνι του κόσμου ας βλέπω τοίχους. Γίνονται αυτά τα πράγματα;

ΑΠ’ ό,τι φαίνεται, θα πρέπει να γίνονται στην Εκκλησία μας, γιατί δεν είναι δυνατόν, από τη μια μεριά, να κάνεις εράνους και να βγάζεις δίσκους για την ενίσχυση της Εκκλησίας και, από την άλλη, να αγοράζεις για τον προκαθήμενό της ένα διαμέρισμα $6,5 εκατομμυρίων.

ΜΕ λίγα λόγια, δεν παγιδεύτηκαν από την αγορά, γιατί το διαμέρισμα θα πρέπει να είναι καλό και ως επένδυση. Παγιδεύτηκαν γιατί δεν είχαν τα κότσια να δικαιολογήσουν με επιχειρήματα την επιλογή τους στους πιστούς αν χρειαζόταν.

Ο Γραμματέας του Τραστ, την αλήθεια είπε ο χριστιανός. Μόνο ότι την είπε χωρίς να το σκεφτεί και έτσι άρχισαν τα κουτσομπολιά και αναζωπυρώθηκαν -και πάλι- τα όσα φαιδρά και κακόβουλα λένε κατά του Αρχιεπισκόπου, από την ημέρα που ανακοινώθηκε από το Πατριαρχείο ο διορισμός του στην Αυστραλία, με αποτέλεσμα να δέχεται καταιγιστικά πυρά από κάθε κατεύθυνση ο έρμος.

ΝΑ τονίσω, επίσης, ότι ο Στυλιανός δεν έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για παρά πολλούς από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Εκκλησίας και έλεγε ότι το μίσος και ο φθόνος πολλών ιερέων εναντίον άλλων ιερέων, είναι πολύ χειρότερος από τον φθόνο των κοσμικών.

ΣΕ μια από τις τελευταίες και σπάνιες συζητήσεις που είχα μαζί του για την ύπαρξη του Θεού, του είπα ότι δεν πιστεύω, μου απάντησε “αυτό νομίζεις εσύ, αλλά εγώ πιστεύω, ότι εσύ έχεις μέσα σου πολύ περισσότερο Θεό, από τους περισσότερους αρχιμανδρίτες, μητροπολίτες και Αρχιεπισκόπους που ξέρω”.

ΜΕΤΑΞΥ των καθηγητών και πανεπιστημιακών που έγραψαν πύρινα άρθρα για να υποστηρίξουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ήταν και ο Δρ. Βασίλης Αδραχτάς, το όνομα του οποίου μέχρι τώρα δεν γνώριζα.

Ο Δρ. Αδραχτάς έγραψε ένα άρθρο γεμάτο λογοτεχνικές δαντέλες, τερτίπια και βαρύγδουπες μεγαλοστομίες και αφορισμούς, που δεν κατάλαβα τι τελικά ήθελε να πει.

ΠΙΣΤΕΥΩ, ότι επειδή το άρθρο ξεχείλιζε από θρησκευτική λατρεία για τον Αρχιεπίσκοπο και “αναθέματα και κατάρες” για τους εχθρούς του, που υποκινούν τον “ανίερο και υποχθόνιο” πόλεμο εναντίον του, περισσότερη ζημιά προκάλεσε στον Μακάριο, παρά σε όσους τον πολεμούν.

ΚΑΙ το γράφω αυτό, γιατί πάνω που είχε αρχίσει να με κερδίζει στις πέντε-έξι πρώτες παραγράφους, με έχασε στη συνέχεια, γιατί δεν άντεχα την υβριστική καταιγίδα κατά των (αγνώστων) εχθρών του Μακαρίου.

ΣΕ κάποιο σημείο, μάλιστα, του άρθρου του, αναρωτιέται -ως καλόπιστος άνθρωπος που είναι, όπως γράφει- “αν είναι τόσος ο σάλος, τόσο το σκάνδαλο και τόση η αναστάτωση στους κόλπους της ελληνοορθόδοξης κοινότητας, πού είναι ένας φορέας αυτής της άμοιρης Ομογένειας, μια μεγάλη παραδοσιακή Κοινότητα, ένας Σύλλογος, μια Αδελφότητα, ένας οργανισμός, κάτι ή κάποιος, τέλος πάντων, που να βγήκε και να εξέφρασε τον καημό του και τον πόνο του”.

ΣΤΗ συνέχεια, αφού γράφει ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας από τον συντεταγμένο Ελληνισμό και να διατυπώσει ευθαρσώς το άχτι του μπροστά στις ανίερες αγορές, τις βίλες, και τις πολυτελείς βίο-πολιτείες, καταλήγει με κεφαλαία γράμματα: ΚΑΝΕΙΣ! ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ! Κι αυτό γιατί απλούστατα δεν υφίσταται σάλος, κανένα σκάνδαλο, τίποτα το ανίερο και καμιά πολυτέλεια.

ΓΙΑ τον Δόκτορα δεν έγινε απολύτως τίποτα. Και ό,τι γράφτηκε σε αυτή την εφημερίδα που διαβάζετε, κακώς γράφτηκε. Κακώς έγραψα και εγώ τα πιο πάνω, από το κεφάλι μου τα έβγαλα…

ΚΑΚΩΣ επίσης έγραψε η Αρχιεπισκοπή και την ανακοίνωση για τα… τρία πουλάκια που κάθονταν…

ΑΝ δεν έγινε, λοιπόν, τίποτα, αυτό σημαίνει, ότι είτε ο κύριος Αδραχτάς ζει στην καρακοσμάρα του είτε ότι ουδεμία σχέση έχει με την ελληνική παροικία και τι συμβαίνει γύρω του.

ΣΤΟ μόνο που θα συμφωνήσω μαζί του είναι η διαπίστωσή του, ότι στον ίδιο κόσμο που ζει αυτός ζουν οι ηγεσίες όλων των μεγάλων Κοινοτήτων της ομογένειας και βεβαίως όλοι οι Σύλλογοι, οι Αδελφότητες και οι υπόλοιποι Οργανισμοί που πίνουν νερό στο όνομα της επίσης ανύπαρκτης οργανωμένης (και συντεταγμένης όπως γράφει) παροικίας. Και επειδή και αυτοί δεν είδαν ή άκουσαν τίποτε πώς να διαμαρτυρηθούν;

Η Κοινότητα Μελβούρνης, για παράδειγμα, όπως και η Αρχιεπισκοπή, ζουν στο δικό τους κόσμο. Κουβέντα δεν είπαν για την Συμφωνία των Πρεσπών και ταυτίστηκαν ουσιαστικά με την εδώ Ακροδεξιά που ανέβαινε καθημερινά στα ερτζιανά του 3ΧΥ. Τελικά, νομίζω ότι η Αρχιεπισκοπή τάχθηκε κατά της Συμφωνίας, ενώ η Κοινότητα έκανε την πάπια.

ΚΑΝΕΙΣ ποτέ, επίσης, δεν μίλησε έξω από τα δόντια, για την ραδιο-φονική αυτή ντροπή της παροικίας. Όπως, βέβαια, κανείς δεν μιλούσε την μαύρη επταετία κατά της χούντας -πέρα από καμιά πενηνταριά όλους και όλους αριστερούς- ποτέ κανείς δεν μιλούσε για τα συνέδρια και τα τζάμπα ταξίδια για τα… Συνέδρια της Παμμακεδονικής και του ΣΑΕ που χρυσοπλήρωναν οι Έλληνες φορολογούμενοι.

ΑΥΤΑ και πολλά άλλα σαν αυτά, έχουν λάβει χώρα σε τούτη την παροικία χωρίς να μιλήσει κανείς. Μόνο για τις εθνικές γιορτές νοιάζονταν, για ζήτω, παρελάσεις, τσολιάδες και φωτογραφίες στον “Νέο Κόσμο”.

ΑΥΤΑ τα λίγα για σήμερα, για ένα πολύ μεγάλο θέμα, όπως είναι η εξόφθαλμη απουσία της παροικίας και της ηγεσίας της, από το κοινωνικούς και άλλους αγώνες…

Μπ. Στ.