ΑΥΤΟ το κομμάτι το γράφω αγναντεύοντας τον Χελμό και ένα μικρότερο βουνό γεμάτο έλατα, ακριβώς απέναντι από το υπνοδωμάτιό μου, στους Ρωγούς των Καλαβρύτων.

ΔΕΝ μπορώ να σας περιγράψω τι αισθάνθηκα, όταν μπαίνοντας στο δωμάτιό μου, αντίκρισα το πρώτο κρεβάτι που θα κοιμόμουν, μετά από τρία συνεχόμενα ξενύχτια.

ΕΝΑ στην Μελβούρνη, πριν φύγω, και δύο, είτε ταξιδεύοντας είτε περιμένοντας την επόμενη πτήση…

ΚΑΙ επειδή απ’ ό,τι φαίνεται, είχα καταληφθεί από το σύνδρομο, που θέλει τους πεινασμένους να ονειρεύονται καρβέλια και τους ξενύχτηδες κρεβάτια, με το που μπήκα στο δωμάτιο και είδα το κρεβάτι, ξάπλωσα και δεν ήθελα να σηκωθώ.

ΜΙΑΣ και, όπως έγραφα, περίμενα με αγωνία ένα τρίμηνο, να έλθει η ώρα να φύγω, ξεκίνησα μια ώρα νωρίτερα από το σπίτι για το αεροδρόμιο, για να μην με βρει κανένα μποτιλιάρισμα και χάσω το αεροπλάνο της μεγάλης απόδρασης.

ΤΟ μυαλό μου δηλαδή, καθόρισε την αναχώρηση, ανακαλώντας ακόμα εικόνες μιας άλλης εποχής. Τότε που, ακόμα στο φρίγουεϊ για το αεροδρόμιο, τα μποτιλιαρίσματα αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας. Όχι πια…

ΤΟ φρίγουεϊ, γύρω στις 5.30, την περασμένη Τετάρτη το απόγευμα, ήταν άδειο. Τόσο άδειο δεν το είχα δει ποτέ μου. Ούτε τότε που πήγαινα τα ξημερώματα να πάρω κάποιον που ερχόταν από την Ελλάδα.

ΚΑΙ δεν ήταν μόνο οι δρόμοι της Μελβούρνης, το φρίγουεϊ και οι γύρω χώροι στάθμευσης άδειοι. Άδειο και σκοτεινό ήταν και ίδιο το αεροδρόμιο. Με μουσείο αναμνήσεων και σκιών αλλοτινών χρόνων έμοιαζε…

ΝΑΙ, το αεροδρόμιο που τα χρόνια τα παλιά, όταν ακόμα η Μελβούρνη ήταν μισοάδεια, πηγαίναμε καμιά βόλτα αργά τα βράδια, να πιούμε καφέ και να δούμε κανένα άνθρωπο.

ΕΚΕΙΝΟ το βράδυ, δεν υπήρχε άνθρωπος. Υπήρχε μόνο ένα μαγαζί ανοιχτό, να πάρεις έναν καφέ στο χέρι και να τον πιεις όρθιος και δυο-τρεις σεκιουριτάδες όλοι κι όλοι, που περπατούσαν σιγά-σιγά και αθόρυβα να μην ταράξουν τη γαλήνη των φαντασμάτων.

ΤΟ κύριο χαρακτηριστικό του χώρου των διεθνών πτήσεων -δηλαδή του μόνου λειτουργικού χώρου σε ολόκληρο το αεροδρόμιο- ήταν η απόλυτη σιωπή που εξέπεμπε το άδειο του χώρου. Ο απόλυτος εγκλεισμός στο κενό…

ΜΙΑ νεκρική σιωπή, που λες ότι είχε προμελετηθεί και σχεδιαστεί κατά τέτοιο τρόπο, που να σε αναγκάζει, αν είναι δυνατόν, να μην αναπνέεις, για να μην ακούγεσαι…

ΘΕΣ δεν θες, έχοντας υπόψη σου, ό,τι ήταν κάποτε οι χώροι των αεροδρομίων, η εικόνα αυτή, σου προκαλούσε έναν απροσδιόριστο εσωτερικό φόβο.

ΕΝΑ συναίσθημα, ότι “κάτι” που δεν μπορούσες να προσδιορίσεις σε απειλεί. Αυτό το απροσδιόριστο και απρόσωπο “κάτι”, ο… αόρατος εχθρός, ίσως είναι ο άγνωστος καινούργιος κόσμος που έρχεται…

Ο… online ψηφιακός κόσμος, που μισεί την συναισθηματική ζεστασιά της σωματικής επαφής και μάχεται την ανθρώπινη παρουσία…

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ, ο κορονοϊός λειτούργησε και ως επιταχυντής αυτού του νέου κόσμου. Σαν τούρμπο του αυτοματισμού της τεχνητής νοημοσύνης, που άρχισε να κυριαρχεί στις μεγάλες δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις.

ΣΤΑ αεροδρόμια, σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχουν πια άνθρωποι στο τσεκ-ιν και ελεγκτές διαβατηρίων. Θα αντικατασταθούν από μηχανές. Από αυτόματους πωλητές θα παίρνουμε τους καφέδες μας. Πάνε αυτά που ξέραμε…

ΠΑΝΩ από δέκα λεπτά και τη βοήθεια δύο υπολογιστών, πήρε στον άνθρωπο της Emirates να ελέγξει το διαβατήριό μου και να ρωτήσει ηλεκτρονικά την αρμόδια Αρχή να του πει αν μπορούσα να ταξιδέψω.

ΜΕΤΑ από διπλούς και τριπλούς, ηλεκτρονικούς και φυσικούς ελέγχους και φωτογραφίες, καμιά τριανταριά επιβάτες όλοι και όλοι, μπήκαμε στο άδειο αεροσκάφος, που τους παλιούς καλούς καιρούς θα μετέφερε πάνω από 350 επιβάτες.

ΙΣΩΣ, λίγο περισσότερους επιβάτες από την Emirates, να είχε το ίδιο βράδυ η Qatar. Αυτοί είμαστε όλοι και όλοι, οι επιβάτες από Μελβούρνη. Ενώ, την ίδια εποχή πέρσι, οι εταιρίες αυτές, γέμιζαν δύο πτήσεις η κάθε μια την ημέρα και δεν έβρισκες εισιτήριο.

ΑΔΕΙΟ από κόσμο και πτήσεις και γεμάτο αυτόματες μηχανές που μπορούσες να προμηθευτείς από κάθετες μέχρι νερό και 100 είδη σοκολατιών, ήταν και τεράστιο αεροδρόμιο στο Ντουμπάϊ, που άλλες εποχές δεν χώραγε να πέσει ούτε καρφίτσα. Καμιά σχέση με το αεροδρόμιο που θυμόμουν τον Νοέμβριο που ερχόμουν Αυστραλία.

ΚΑΙ στο αεροδρόμιο αυτό, βασίλευε η ερημιά και το σκοτάδι και κυριαρχούσε η σιωπή του φόβου. Σκηνές, από τη δυστοπική ταινία επιστημονικής φαντασίας “Blade Runner” του Ρίντλεϊ Σκοτ, μου θύμισαν ορισμένες διαφημίσεις του αεροδρομίου του Ντουμπάϊ.

ΜΕΤΑ από τέσσερις ώρες, και μετά από ένα ακόμα μπαράζ ελέγχων και συμπλήρωση φορμών με πληροφορίες των στοιχείων μας και ελέγχων, ένα άλλο μικρότερο αεροπλάνο της εταιρίας, ανέλαβε να μας μεταφέρει στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας.

ΑΛΛΟ ένα επτάωρο κουραστικό ταξίδι, μέχρι να φτάσουμε στη Φρανκφούρτη και άλλες επτά ώρες αναμονής μέχρι η Λουφτχάνσα να ξεκινήσει για Αθήνα.

Η κατάσταση στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης ήταν καλύτερη, ο κόσμος λίγο περισσότερος και οι Γερμανοί, που φημίζονται για την πειθαρχία τους, πολύ πιο χαλαροί και ήρεμοι από τους Αυστραλούς, που φοβούνται και την σκιά τους, και τους Άραβες που έδειχναν σαν να τα είχαν χαμένα.

ΜΕΤΑ τον έλεγχο των διαβατηρίων, που διήρκησε λίγα λεπτά, μπορούσα να πάω όπου ήθελα. Πήρα το μετρό και πήγα στο κέντρο της πόλης, μιας και είχα ένα εξάωρο στη διάθεσή μου.

Η Φρανκφούρτη, δεν είναι μόνο το οικονομικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και μια πολύ όμορφη πόλη, που συνδυάζει την μοντέρνα αρχιτεκτονική των μετρημένων και καλοσχεδιασμένων ουρανοξυστών, με την παραδοσιακή γερμανική αρχιτεκτονική των κτιρίων του 19ου και 20ού αιώνα.

ΜΕ μάγεψε το ιστορικό της κέντρο, το καταπληκτικό και επιβλητικό, συνάμα, σε γραμμές και λιτότητα κτίριο της εθνικής τους τράπεζας. Είναι άπαιχτη η αισθητική της γερμανικής αρχιτεκτονικής.

ΜΕΧΡΙ και τα δύο σάντουιτς, που έφαγα στο κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Φρανκφούρτης έμοιαζαν με έργα τέχνης και ήταν από τα καλύτερα των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων και δεν είχαν καμιά σχέση, βέβαια, με αυτά της Αυστραλίας, που μόνο που τα βλέπω ανατριχιάζω.

ΕΝΤΕΛΩΣ σκοτεινό και έρημο, ήταν και το αεροδρόμιο της Αθήνας όταν φτάσαμε γύρω στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα, μετά την ταλαιπωρία στη Φρανκφούρτη, περιμένοντας μέσα στο αεροσκάφος, πάνω από μία ώρα τους επιβάτες ενός άλλου αεροπλάνου από το Βερολίνο που είχε αργήσει.

ΜΙΑ σχεδόν ώρα, περιμέναμε να ξαναπάρουμε τις φόρμες που μας είχε δώσει η Λουφτχάνσα να συμπληρώσουμε, με τις πληροφορίες που ζητούσε η ελληνική Πολιτεία και να βάλουμε τον αριθμό του διαβατηρίου μας, που είχαν ξεχάσει να μας το ζητήσουν.

ΜΕ λίγες κουβέντες, ένα μπάχαλο έκανε, ακόμα και τις πιο οργανωμένες χώρες του πλανήτη, ο κορονοϊός. Και αν στόχευε σε κάτι -όπως έχω ξαναγράψει- δεν ήταν το αναπνευστικό μας σύστημα, αλλά η οικονομία του πλανήτη και, ιδιαίτερα, ο τουρισμός και οι αεροπορικές εταιρίες, τις οποίες στην κυριολεξία τις κατέστρεψε.

ΕΠΕΙΔΗ ενδεχομένως, να συγκαταλέγεσθε και εσείς μεταξύ αυτών που αναρωτιούνται, πώς αποφάσισα να κάνω, αυτή τη δύσκολη και απρόβλεπτη εποχή, ένα τέτοιο ταξίδι, θα επαναλάβω ό,τι έλεγα στην οικογένειά μου και σε άλλους συγγενείς, φίλους, που με ρωτούσαν και με συμβούλευαν να μην το κάνω.

ΤΗΝ απόφαση την πήρα, παρά το γεγονός ότι ανήκω στην ευπαθή ομάδα, λόγω «πειραγμένων» πνευμόνων, από το πολύ κάπνισμα και άλλες καταχρήσεις.

ΚΑΙ πήρα την απόφαση, γιατί είμαι 72 χρόνων και δεν έχω μπροστά μου την πολυτέλεια να αναβάλω ταξίδια με τη μηχανή μου, σε τόπους που χρόνια τώρα σχεδιάζω να επισκεφθώ.

ΟΣΟ, λοιπόν, η φυσική μου κατάσταση μου επιτρέπει, να κάνω ό,τι έκανα τα τελευταία 55 χρόνια, θα συνεχίσω να το κάνω «και ό,τι είναι να ‘ρθει θέλει ‘ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει», που έλεγε και ο παππούς μου.

ΚΑΙ όταν, μάλιστα, φτάσει κανείς στην ηλικία που είμαι εγώ, ο κάθε χρόνος μετράει για πέντε, που σημαίνει ότι μέχρι να ανοίξουν ξανά τα σύνορα της Αυστραλίας, θα έχω χάσει την πιο κρίσιμη δεκαετία της ζωής μου.

ΠΟΛΛΑ από αυτά που έζησα, γνώρισα, αγάπησα και έμαθα, στα ταξίδια που έχω κάνει και στους τόπους που έχω επισκεφθεί τα οφείλω. Αυτά ήταν και παραμένουν το μεγάλο σχολείο και οι… διδακτορικές μου διατριβές.

Η δια βίου μάθηση για μένα, είναι τα ταξίδια, τα βουνά και τα καφενεία, στα ορεινά κυρίως, χωριά της πατρίδας μας και οι μικροσυζητήσεις με ορισμένους γέροντες, που για 80 και πλέον χρόνια, βρέχει χιονίσει, αγναντεύουν τον κόσμο από ψηλά και χαίρονται και αγαπούν με τον τρόπο τους τη φύση.

ΘΕΛΩ τα τελευταία χρόνια της ζωής μου και όσο ακόμα είμαι καλά, να ζήσω στη χώρα που είδα για πρώτη φορά τον ήλιο και αισθάνθηκα την πρωινή δροσιά, εισπνέοντας το άρωμα των ελάτων.

ΣΤΟΝ τόπο που πρωτοδιάβασα την Ιλιάδα και Οδύσσεια του Ομήρου, πριν 60 χρόνια και συνεχίζω να διαβάζω, ακούγοντας τα κοτσύφια το πρωί και τον γκιώνη αργά τις νύχτες με φεγγάρι.

ΤΟ ότι πήρα αυτό το δρόμο, το οφείλω, έως ένα βαθμό, στη συνάντηση που είχα πριν 40 χρόνια, στην Κουνανάρα της Βόρειας Αυστραλίας, με έναν οδηγό λεωφορείου, που πήγαινε τρισεβδομαδιαία ταξίδια υπερήλικες να δουν την Αυστραλία.

ΤΗ δουλειά του, την αποκαλούσε SAD business, δηλαδή: See Australia and Die. Την Αυστραλία και τον κόσμο φίλε, μου λέει, αξίζει να την δεις όταν ακόμα είσαι νέος και λειτουργούν όλες οι αισθήσεις σου.

ΤΟ να δεις τον κόσμο, λίγο πριν πεθάνεις σαν αυτούς, καλύτερα να μην τον δεις, γιατί θα ταλαιπωρηθείς χωρίς λόγο. Άσε που ούτε να θυμάσαι τι είδες δεν θα μπορείς, μετά από λίγο. Γι’ αυτό συνέχισε να ταξιδεύεις όσο είσαι ακόμα νέος. Και αυτό έκανα, τα τελευταία 40 χρόνια…

ΚΑΙ αυτό θα συνεχίσω να κάνω, σε έναν τόπο που μεγάλωσα και αγαπώ, όσο μπορώ…

Μπ. Στ.

ΥΓ: Επειδή πήρα πέντε-έξι μηνύματα και τηλεφωνήματα για το κομμάτι που έγραψα την περασμένη βδομάδα, ίσως γράψω δυο κουβέντες την ερχόμενη Πέμπτη, αν έχω διάθεση και το θέμα συνεχίσει να συζητείται. Γιατί το πολύ «το κύριε ελέησον», από Οργανισμούς, Κοινότητες και Αδελφότητες, δεν το θέλει ούτε ο ίδιος ο Θεός, αλλά ούτε και ο Αρχιεπίσκοπος, θέλω να πιστεύω…