Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί πάλι στην Αυστραλία σε ψηφιακή μορφή το βιβλίο της Susanna de Vries με τίτλο «Blue Ribbons Bitter Bread» που αναφέρεται στη ζωή της “πιο ηρωικής Αυστραλής”, της Joice Loch.

Την ιστορία του ζεύγους Σίδνεϊ και Τζόις Λοκ Νάκιβελ, ενός Λονδρέζου μεγαλωμένου στη Σκωτία και μιας Αυστραλής από το Κουίνσλαντ, που βοήθησαν χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία το 1922, δεν την γνωρίζουν πολλοί Έλληνες και Αυστραλοί. Οι Λοκ αφιέρωσαν τη ζωή τους στους πρόσφυγες, βοηθώντας, μεταξύ άλλων, Πολωνούς, Εβραίους και Έλληνες, μετά τον Α’ αλλά και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα ζευγάρι που για δεκαετίες βοηθούσε να σωθούν χιλιάδες πρόσφυγες στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο Ευρώπη, που έσωσε χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες σε μια απομακρυσμένη γωνιά της Ελλάδας.

Για το ζεύγος αυτό, που πρέπει να το ξέρουν όλοι οι Έλληνες, έχει γράψει αρκετές φορές ο “Νέος Κόσμος:.

Mε αφορμή το ψηφιακό βιβλίο, καταχωρούμε ένα άρθρο της Ελένης Στούμπου-Κατσαμούρη που γράφει:

Η Τζόις Λοκ Νάκιβελ, ήταν μια Αυστραλή δημοσιογράφος και συγγραφέας που μαζί με τον σύζυγό της Σίντνεϊ, συνδέθηκαν με τους Κουάκερους και συμμετείχαν σε διάφορες ανθρωπιστικές αποστολές στην Ευρώπη μετά το Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στάλθηκαν στη Θεσσαλονίκη για να βοηθήσουν στην περίθαλψη των προσφύγων. Η δουλειά της Τζόις, που ήταν τότε μόλις 26 ετών, ήταν η διδασκαλία γραφής και ανάγνωσης και δεξιοτήτων όπως η υφαντική. Ήταν επίσης βοηθός ιατρού. Μετά από ένα ταξίδι στον Άθω οι Λοκ εγκαταστάθηκαν στην Ουρανούπολη μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επέστρεψαν ξανά, οριστικά πλέον, μετά το τέλος του. Στη διάρκεια του πολέμου, από τα σημαντικότερα κατορθώματα της Τζόις Λοκ ήταν η ασφαλής μετάβαση πενήντα ορφανών εβραιόπουλων από τη Ρουμανία στην Παλαιστίνη μέσω της αγγλοκρατούμενης Κύπρου. Πέθανε στην Ουρανούπολη το 1982. Θεωρείται σήμερα η πιο παρασημοφορεμένη γυναίκα της Αυστραλίας για το ανθρωπιστικό της έργο.

Στην αυτοβιογραφία της “Α finge of blue”, που δημοσιεύτηκε το 1968, περιγράφει τη Θεσσαλονίκη μετά τη μικρασιατική καταστροφή, την πόλη που επρόκειτο σύντομα να γίνει “η πρωτεύουσα των προσφύγων”. Κεντρικό ρόλο στη διανομή της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας έπαιξε η Αμερικανική Γεωργική Σχολή, η οποία ήταν κέντρο της διεθνούς κοινότητας της Θεσσαλονίκης και είχε ήδη καθιερωθεί ως ένας παράγοντας προόδου στη ζωή της πόλης.

Η Τζόις Λοκ έφθασε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης μια ζεστή νύχτα του Μαΐου 1923. Ψωραλέες άμαξες περίμεναν στη σειρά, ενώ εδώ και κει κοιμόντουσαν ο ένας δίπλα στον άλλο ομάδες από ανταλλάξιμους πρόσφυγες που περίμεναν το τρένο για την Αθήνα απ’ όπου θα έπαιρναν το πλοίο για τον τελικό τους προορισμό στην Τουρκία. (σ. 101)

Μετά από μια νύχτα στο ξενοδοχείο “Ματζέστικ”, η Λοκ ξεκινάει με την άμαξα για την Αμερικανική Γεωργική Σχολή, που λειτουργούσε τότε υπό την αιγίδα του Αμερικανικού Συμβουλίου Αποστολών. Σύμφωνα με την περιγραφή της η ομάδα των κτιρίων πρόβαλε μέσα από τη σκόνη το καλοκαίρι και τη λάσπη το χειμώνα. Έφτανε κανείς από ένα χωματόδρομο από το προάστιο του Χαριλάου, πίσω από το στρατόπεδο των ρώσων προσφύγων και πίσω από την πύλη του Νοσοκομείου των Σκωτσέζων Γυναικών, πέρα από την κεραμοποιία Αλλατίνη, μέσα από ερημιές με λατομεία και τρύπες, όπου πετούσαν τα πτώματα των ανεπιθύμητων της πόλης τη νύχτα. Ένας κακός δρόμος για όσους γύρευαν το κακό, σημειώνει. Ένας σπαρακτικός δρόμος στη χωρίς σκιά ζέστη του καλοκαιριού, ή το χειμώνα, όταν οι ρόδες των αμαξιών δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από τη λάσπη. Ήταν ο κύριος δρόμος για τη Σχολή και συνέχιζε προς το χωριό Σέδες. (σ. 101-102)

Η πρώτη εικόνα της συγγραφέως από το δρόμο ήταν στη σειρά τα πτώματα των προσφύγων που είχαν πέσει στις άκρες του δρόμου από την ελονοσία ή το μαύρο πυρετό. “‘Εύρισκα μια παράξενη ομορφιά στο δρόμο αυτό της εξαντλημένης φύσης, γυμνό κάτω από τον ήλιο, την εποχή που τεράστια αγκάθια υψώνονταν σαν δάση και τα άνθη της κάπαρης έπιαναν τις άκρες των χωραφιών. Άγρια ομορφιά είχαν και οι χωρικές από το χωριό Καπουτζήδα που τραγουδούσαν το πρωί πηγαίνοντας στο χωράφι: “όταν τη φας την κάπαρη τα λόγια σου είναι ζάχαρη”

Όταν έφτασε στο χωριό τους φημολογείται ότι ο απόστολος Παύλος τίναξε από πάνω του τη σκόνη της Θεσσαλονίκης.

Πίνακας της Joice Nankivell Loch από τον Πολωνό ζωγράφο Kordian Zamorski

Η συγγραφέας βρήκε λίγα δέντρα όταν έφτασε στη Γεωργική Σχολή. Mουριές και μια σειρά αμυγδαλιές που ήταν εντυπωσιακές ανθισμένες την άνοιξη. Στο βάθος ξεχώριζε το ηλιοβασίλεμα η σκιά του Ολύμπου.

Τα πρώτα κτίρια που βρήκε ήταν στάβλοι για τις αγελάδες, ένα δυό αγροτόσπιτα από πλιθιά κι ένα μακρόστενο στρατώνα που ήταν κουζίνα του σχολείου και τραπεζαρία. Μετά εμφανίστηκαν πιο επίσημα κτίρια. Υπήρχε το κεντρικό κτίριο, το Τζέημς Χωλ, το σπίτι του Διευθυντή, δρ. Χάους, ένα κεντρικό ιατρείο πάνω από μια πηγή και πιο κάτω το πλυσταριό.

Την προηγούμενη χρονιά η Bible lands aid to Missions society είχε χτίσει ένα μεγάλο κατάστημα με κελάρια όπου αποθηκεύονταν ο ρουχισμός και οι προμήθειες που στέλνονταν στη χώρα για τις αποστολές που ασχολούνταν με τα προβλήματα των εισερχόμενων προσφύγων. Ήταν ένα αχανές κατάστημα με μικροσκοπικά ζεστά γραφεία, χτισμένο από τσιμέντο. (σ. 101-103)

Το έργο περίθαλψης των προσφύγων στη Γεωργική Σχολή, αντίθετα με τη μονάδα στην Πολωνία, όπου ήταν προηγουμένως η Λοκ, το διηύθυναν, όπως τονίζει, άγιοι. Ο αρχι-άγιος ήταν ο Άρθουρ Μπέρτοφ, δάσκαλος στη σχολή που ο δρ. Χάους είχε αποσπάσει για το έργο περίθαλψης.

Η συγγραφέας κρίνει το κυβερνητικό σχήμα της εποχής υγιές, γιατί δεν παρεμποδίζονταν από “συμβούλους”. Οι πρόσφυγες έφταναν σε αριθμούς που θα ζάλιζαν ένα λαό λιγότερο οξύνου από τους έλληνες. Έφταναν με πλοία και αποβιβάζονταν εκεί όπου σήμερα είναι η ιχθυόσκαλα (πιθανώς τη Μηχανιώνα) και στην Καλαμαριά.

Έμεναν δεκαπέντε μέρες στην καραντίνα, όπου μια συνάδελφος της συγγραφέως, η Νάνσυ Λώντερ-Μπρύντον αντιμετώπιζε την ασθένεια των ματιών που έφερναν μαζί τους ή εκπαίδευε άλλους να το κάνουν. Αργότερα οι άνθρωποι αυτοί περίμεναν σε αντίσκηνα έξω από το λοιμοκαθαρτήριο μέχρι να τους στείλουν στα χωριά τους.

Στο μεταξύ, γίνονταν γεωτρήσεις για ανεύρεση νερού σε ορισμένα σημεία και μόλις βρίσκονταν το νερό, ομάδες ομάδες οι άνθρωποι φορτώνονταν τα υπάρχοντά τους ή έσπρωχναν φορτωμένα κάρα για να εγκατασταθούν στις περιοχές αυτές και να βοηθήσουν στο χτίσιμο των σπιτιών τους. Για τη δουλειά αυτή πληρώνονταν από τους εργολάβους που έχτιζαν τα χωριά τους. Για αρχή, ο καθένας λάμβανε ξηρά τροφή για δύο εβδομάδες. Και υπήρχε δωρεάν ιατρική φροντίδα για δέκα χρόνια. H Nάνσυ οδηγούσε από τόπο σε τόπο κουβαλώντας κινίνο και ενέσεις, και τόσο δεν γνώριζαν τις ενέσεις οι άνθρωποι τότε, που έκανε η ίδια ένεση στον εαυτό της με αποσταγμένο νερό για να πειστούν ότι δεν ήθελε να τους δηλητηριάσει. Οι μαθητές κουβαλούσαν το κινίνο. Κι επίσης κατασκεύαζαν με οποιοδήποτε υπόλοιπο λαμαρίνας κάποιο εργαλείο, ακόμη και μικρές εστίες για τους πρόσφυγες, δουλεύοντας μετά το σχολείο στα εργαστήρια.

O Πωλ Φάβρους και άλλοι πραματευτάδες πήγαιναν το ρουχισμό στα χωριά με τα γαϊδουράκια και χειράμαξες. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν. Όλος ο μηχανισμός ήταν θαυμάσιος. Kανένας δεν ένιωθε φτωχός. Οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να αγοράσουν ρουχισμό από τους πραματευτάδες σε πολύ συμβολικές τιμές που μπορούσαν να πληρωθούν με α) εργασία, β) είδος γ) χρήματα. Όλα τιμολογούνταν, και τα ποσά που συγκεντρώνονταν επιστρέφονταν για την ανέγερση του κεντρικού νοσοκομείου.

Όλοι ήταν ικανοποιημένοι, σε κανέναν δεν φέρονταν σαν να ήταν επαίτης. Υπήρχε αυστηρός έλεγχος μέσω ενός συστήματος με κάρτες, όπου σημειώνονταν όσοι είχαν δικαίωμα να αγοράσουν, γιατί φυσικά, οι ίδιοι άνθρωποι δεν μπορούσαν κάθε φορά να αγοράσουν όταν εμφανιζόταν ο πραματευτής. Η επιτροπή του χωριού κρατούσε μια κάρτα, ο πραματευτής είχε μια κάρτα και η Γεωργική Σχολή άλλη μία. Ήταν το πιο αδιάβλητο σύστημα που μπήκε ποτέ σε εφαρμογή για τη διανομή δωρεάν ρουχισμού κι ακολουθούσε τις ίδιες γραμμές που ακολουθούσαν στην Πολωνία.

O δρ Χάους άρχισε αυτή τη σχολή όταν ήταν σχεδόν εξήντα, μια ηλικία που οι περισσότεροι άνδρες σκέφτονται να αποσυρθούν. Το μότο του ήταν ΕΙΔΙΚΟΤΗΣ ΜΑΣ ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ. Αγόρασε μια ερημιά που έγινε η Σχολή, γιατί δεν μπορούσε να μαζέψει λεφτά για γόνιμη γη με νερό. Τον είπαν τρελό που την αγόρασε, αλλά είπε ότι υπήρχε μεγαλύτερη ικανοποίηση στο να κάνει κανείς την έρημο εύφορη κοιλάδα από το να αρχίσει με τον εύκολο τρόπο. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που είδε η συγγραφέας που ικανοποίησε με το παραπάνω τη φιλοδοξία του. Πάντα υποστήριζε ότι αν και βρίσκονταν εκεί για να διδάξει, έπαιρνε πολύ περισσότερα απ΄όσα έδινε. “Γιατί ακόμα δεν συνάντησα αμερικανό, ή πολίτη άλλης χώρας, που μπορεί να πάρει δέκα στρέμματα με πέτρα όπως κάνει ένας Έλληνας και να ζήσει μ’ αυτά οικογένεια με έξι ή εφτά παιδιά”. Και είχε δίκιο, σημειώνει. “Όταν τον πρωτογνώρισα ήταν ευθυτενής και ζωηρός. Τα ασημένια του μαλλιά έλαμπαν και ακτινοβολούσε ολόκληρος. Ήταν ειλικρινής και γρήγορος και είχε θαυμάσια αίσθηση του χιούμορ. Ήταν απλός κι είχε τη σοφία των πολύ ευγενικών ανθρώπων, που είναι ικανοί να δουν τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα ο γείτονάς τους”. (σ. 103-105)

Πιό κάτω γίνεται αναφορά και στους ρώσους πρόσφυγες της ρωσικής επανάστασης. “Υπήρχαν χιλιάδες ρώσοι πρόσφυγες. Ο τόπος είχε γεμίσει στρατηγούς, συνταγματάρχες, κυβερνήτες επαρχιών. Ο Τσάρλυ Χάους πάντα κατάφερνε να βρει δουλειά γι αυτούς. Είχαν ένα εστιατόριο στου Χαριλάου. Ήταν πολύ σικ να τρως και να χορεύεις εκεί. Υπήρχε εξωτικό φαγητό και καλή μουσική. Ο Τσάρλυ είχε ρώσους στον ηλεκτρικό σταθμό, ένας συνταγματάρχης διηύθυνε το πλυσταριό. Ήταν φύλακες και κηπουροί. Ένας εντομολόγος μάζευε τα έντομα και τα πουλιά και τα ζώα σε ακτίνα δέκα μιλίων από τη Σχολή και ξεκίνησε το υπάρχον μουσείο. Ο συνταγματάρχης που παρέδωσε το Πορτ Άρθουρ στους γιαπωνέζους σφουγγάριζε τις τουαλέτες του σχολείου.” (σ. 110)

Και μια αποτίμηση της κοινωνικής ζωής στη Γεωργική Σχολή που ολοκληρώνει την αφήγηση της εποχής αυτής για την Τζόις Λοκ.

H οικογένεια Χάους έδινε το υπόδειγμα της κοινωνικής ζωής εκείνες τις μέρες. Έστεκαν μια στέρεη ραχοκοκαλιά βαθιάς φιλίας και ανθρώπινης κατανόησης. Ήταν θερμοί άνθρωποι που αγαπούσαν το γέλιο και ποτέ δεν δημιουργούσαν παρεξηγήσεις όπως άλλοι άνθρωποι. Ζούσαν στ΄αλήθεια και αγαπούσαν τη θρησκεία στην οποία πίστευαν. Δεν είναι παράξενο που η Σχολή απέκτησε σημασία. Πολλές φορές νοσταλγώ όταν σκέφτομαι τα Σαββατιάτικα τσάγια τους. Πώς προσέλκυαν τους πάντες από κοντά ή μακριά. Και το κουτσομπολιό ήταν φιλικό κουτσομπολιό, και η Θεσσαλονίκη είχε τη φήμη ότι διέθετε την πιο φιλική, λιγότερη σκανδαλώδη ξένη κοινότητα στα Βαλκάνια. Πράγματι, κάθε μέλος της οικογένειας Χάους είχε τη σοφία που προκύπτει από την ευγένεια. Η Αν Χάους, πάντα όμορφη να τη βλέπεις, γίνονταν όλο και πιο όμορφη καθώς περνούσαν τα χρόνια. Εξέπεμπε μια θερμή λάμψη που τραβούσε όλα τα βλέμματα πάνω της ακόμη κι όταν υπήρχε πολυκοσμία. Της ήταν αδύνατο να δει κακή πρόθεση στον οποιονδήποτε. (σ. 112)

Οι υποχρεώσεις των Λοκ με τους Κουάκερους τελείωσαν, αλλά οι θερμές σχέσεις με τη Γεωργική Σχολή παραμένουν.

Εκείνο το χειμώνα (του 1935) έγραφα τη βιογραφία του Δρ. Χάους και πήγαμε στη Γεωργική Σχολή ώστε να κάνουμε έναν έλεγχο με την κυρία Χάους και να μελετήσω τα αρχεία των παλιών αμερικανών αποστολών στα Βαλκάνια…

Ο Δρ. Χάους πέθανε ακριβώς πριν τα ενενηκοστά πρώτα γενέθλιά του και τάφηκε στη Γεωργική Σχολή. Μας ξεπροβόδισε με το πρώτο πρωινό φως και μας χαιρέτισε. Επρόκειτο να γυρίσουμε σε λίγες μέρες και είπαμε: όχι αντίο. Στην ηλικία μου, απάντησε, είναι πάντα αντίο και τα μάτια του σπινθηροβόλησαν. Λοιπόν, ήταν αντίο.

Κι ενώ η μοίρα της Τζόις και του Σίντνει Λοκ τους είχε οδηγήσει στο προσφυγικό χωριό της Ουρανούπολης, που θα γίνονταν ο τόπος τους, οι ιατρικές γνώσεις της Τζόις και το οργανωτικό πνεύμα των δύο από την εποχή των ανθρωπιστικών αποστολών θα άλλαζαν προς το φωτεινότερο τη γεμάτη κακουχίες ζωή πολλών ανθρώπων.

Και να μια ωραία ιστορία που ξεκίνησε από τα μαθήματα υφαντικής στη Γεωργική Σχολή.

Το μισό χωριό είχε έρθει από τα Πριγκηπόνησα στη θάλασσα του Μαρμαρά και ήταν ψαράδες, όχι αγρότες και το άλλο μισό από την Καισάρεια. Οι Καππαδόκες ήταν δεινοί υφαντές χαλιών. Είχαν το δικό τους κόμπο κι ήταν διάσημοι στο κόσμο της υφαντουργίας. Καθώς μιλούσαμε στον (άρρωστο) άνδρα, η γυναίκα του έτρεξε στο δωμάτιο μ’ ένα μεγάλο ψαλίδι.

Μουρμούριζε στα τούρκικα και ψαλίδιζε και ξήλωνε μαξιλάρια και στρώματα, ανοίγοντάς τα μέχρι που γέμισε το πάτωμα μ’ ένα σωρό γυαλιστερό μετάξι.

Να, είπε, κοίτα, και έβγαζε κι άλλο. Τους δώσαμε παραγγελία για ένα μεταξωτό κιλίμι που δεν θέλαμε.

Ο άνδρας κάθισε, κίτρινος και τεράστιος πάνω στο κρεβάτι του, τυλίγοντας καπνό με κοκκαλιάρικα δάχτυλά του… Δεν έζησε για να δει τελειωμένο το κιλίμι που είχαμε παραγγείλει, αλλά η οικογένειά του το δούλεψε κι ήταν το πρώτο κιλίμι από τη μετέπειτα Οικοτεχνία του Πύργου. Ένα μεταξωτό κιλίμι όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και με τούρκικο σχέδιο.

Οι χωρικοί δεν είχαν ελπίδα να ανταγωνιστούν τις βιομηχανίες, αλλά όλοι έρχονταν στο σπίτι λέγοντας ότι και κείνοι μπορούσαν να φτιάξουν χαλιά. Τι να κάναμε; O Σίντνεϊ σκέφτηκε ότι ίσως θα μπορούσαν να αναπτύξουν κάτι που θα συγκινούσε τους εραστές της ελληνικής τέχνης αν πείθονταν να χρησιμοποιήσουν σχέδια του Άθω.

Αλλά ήταν προσδεμένοι στην Τουρκία. Mελαγχολούσαν στην ιδέα να προσπαθήσουν να κάνουν ο,τιδήποτε ελληνικό. Ήμασταν βέβαιοι ότι αν προσπαθούσαν να φτιάξουν μερικά από τα εκπληκτικά βυζαντινά σχέδια από τον Άθω θα μπορούσαν να αναπτύξουν μια μοναδική βιομηχανία και θα ήταν κάτι που κανένα εργοστάσιο δεν θα μπορούσε να τους πάρει. Η μεγαλύτερη αντίδραση ήταν από τους ίδιους τους χωρικούς. Όσο μεγαλύτερη η αντίδραση, τόσο μεγαλύτερη και η πίστη μας στο σχέδιο και τελικά δουλέψαμε και οι δύο νυχθημερόν πάω από χαρτί μιλιμετρέ που δεν γνωρίζαμε καθόλου. Στο τέλος βγάλαμε τρία σχέδια για κιλίμια, που μας ικανοποίησαν, και τα οποία είναι ακόμα πρώτα σε προτιμήσεις: To Δέντρο της ζωής, από τη μονή Εσφιγμένου, την τοιχογραφία του Βατοπεδίου και τη Φιάλη της Λαύρας. Η επόμενη μάχη μας ήταν η βαφή. Ήμασταν αποφασισμένοι να βάψουμε από τα αγριόχορτα της περιοχής. Οι χωρικοί ήταν αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν συνθετικές βαφές. Έλεγαν ότι ό,τιδήποτε άλλο ήταν ανόητο. Τα πρώτα μας χαλιά ήταν ένας συνδυασμός των δύο και άβαφου μαλλιού προβάτου.

Η κυρία Μελά, Πρόεδρος της επιτροπής της Λαϊκής Τέχνης στην Αθήνα ήταν φίλη και της έγραψα τα βάσανά μας. Προθυμοποιήθηκε, χωρίς να δει τα κιλίμια, να τα εκθέσει για μας στην πρώτη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης.

Το χωριό ξεσηκώθηκε και είπαν ότι ήμασταν τρελοί κι έστειλαν κατάσκοπο στην έκθεση. Εξαπλάγησαν από τα νέα που έφερε. Μόνο τα δικά μας κιλίμια τράβηξαν την προσοχή και πήραν το Μεγάλο Βραβείο! Αυτά τα φριχτά ασπρόμαυρα βδελύγματα. Οι παραγγελίες έπεφταν βροχή και από τότε μέχρι το Β’ παγκόσμιο πόλεμο δεν πρόφταιναν να τα βγάζουν πέρα με τις παραγγελίες.

Παρά την επιτυχία στην Έκθεση οι χωρικοί ήταν ξεροκέφαλοι με τα χρώματα, αλλά ήμασταν κι εμείς. Η μαμή του χωριού μπήκε μπροστά και μέχρι το θάνατό της ήταν ο μόνος μας βοηθός.

Η συμβολή της στον ιερό σκοπό ήταν η απόσταξη του χρώματος από τα κρεμμυδόφλουδα και τα φύλλα αμυγδαλιάς. Με τη βάση αυτή πειραματιστήκαμε με κάθε ρίζα, φύλλο, κλαράκι και φλούδα από τα φυτά σε απόσταση δέκα μιλίων από το χωριό, μέχρι που φτιάξαμε μια λεπτή γκάμα στέρεων χρωμάτων και ανακαλύψαμε το ενδιαφέρον γεγονός ότι όχι μόνο κάθε φυτό έχει ένα χρώμα, αλλά κάθε φυτό πολλά. Τελικά κατάφερα να πετύχω μια εξαιρετική μέθοδο ψυχρής βαφής με ζύμωση και εξάτμιση.

Μετά από δύο ή τρία χρόνια παραδώσαμε την οικοτεχνία στο χωριό ως μόνιμη απασχόληση. Η Αγροτική Τράπεζα ήταν έτοιμη να δανείσει χρήματα για αργαλειούς και εξοπλισμό σε κάθε κορίτσι με χέρια υφάντρας, ενώ η Λαϊκή Τέχνη έπαιρνε όλη την παραγωγή, πληρώνοντας και προκαταβολικά όταν χρειαζόταν. Φτιάχναμε τα σχέδια, τους καθοδηγούσαμε με τα χρώματα και επιβλέπαμε να κρατούν τις εποχές την προέλευση των σχεδίων από τα σωστά μοναστήρια. Τους δίναμε πολλές επιπλέον ιδιωτικές παραγγελίες από φίλους μας που ενδιαφέρονταν για τον ιερό σκοπό, και μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Αλλά μόλις φύγαμε, άρχισε η σήψη. Οι φυτικές βαφές αναμίχθηκαν με τις συνθετικές, τα σχέδια μπερδεύτηκαν μέχρι που υφαίνονταν κιλίμια με κέντρο αθωνίτικο και μπορντούρα τούρκικη ή το αντίστροφο. Aλλά γι’ αυτά σε λίγο.

Το παραμύθι των χαλιών του Πύργου, τα Pirgos rugs, τελείωσε άδοξα, από την ελληνική έλλειψη στρατηγικής, αλλά και από την επένδυση στον εύκολο τουρισμό και την εύκολη ζωή που ακολούθησε η ελληνική κοινωνία όταν πέρασαν τα δύσκολα χρόνια. Παρεμπιπτόντως, σήμερα βρίσκονται σε μερικά από τα καλύτερα μουσεία του κόσμου.

Νομίζω ότι η ανάγνωση αυτών των εποχών, πέρα από τις γεωστρατηγικές παραμέτρους, είναι σημαντική γιατί μας γνωρίζει μια Ελλάδα που παρά τη μαύρη δυστυχία είχε πολιτισμό και αξιοπρέπεια και το πνεύμα σημαντικών ανθρώπων της διεθνούς κοινότητας που ήθελαν να συνεισφέρουν, σ΄αυτή τη γωνιά της γης, σ’ ένα καλύτερο κόσμο. Θα ήθελα να σας χαιρετίσω με την ωραία φράση του Δρ. Χάους που διέσωσε η Τζόις Λοκ, “ειδικότης μας το αδύνατο” με την ευχή πολλοί σύγχρονοι Έλληνες να έχουν τη φιλοδοξία να καθαρίσουν τον τόπο μας από την πέτρα και να έχουν την ικανοποίηση ότι το κατάφεραν.

*Η κ. Ελένη Στούμπου-Κατσαμούρη είναι αρχαιολόγος-σκηνοθέτρια στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Μακεδονικών και Θρακικών Σπουδών του Υπουργείου Παιδείας και Αθλητισμού.