ΜΕ το γνωστό και το χιλιοειπωμένο ανέκδοτο του γρύλου άρχισε να μοιάζει η ιστορία του COVID-19, ιδιαίτερα μετά το νέο lockdown της Μελβούρνης.
ΠΟΙΟΣ να το περίμενε, επίσης, ότι για λόγους υγειονομικής ασφάλειας, για δεύτερη συνεχόμενη φορά, δεν θα μπορούσες να βγεις μια βόλτα στην καλύτερη πόλη του κόσμου να… ζει ένας άνθρωπος.

ΨΕΥΤΙΚΟΣ είναι τούτος ο κόσμος τη στιγμή που ένας ιός, μπορεί να ξεφτιλίσει τόσα παγκόσμια ρεκόρ, που αποτελούσαν για χρόνια καύχημά μας…
ΚΑΙ, όμως, σε λίγους μήνες, ήλθαν τα πάνω κάτω και η Μελβούρνη μας από καλύτερη πόλη του κόσμου κατάντησε πόλη αποφυγής για τους ανθρώπους. Άτιμε ντουνιά, τι παιχνίδια μας παίζεις…
ΤΟ μόνο που μπορώ να κάνω, από τα ψηλά ελληνικά βουνά που βρίσκομαι, είναι να σας σκέφτομαι και να κάνω παρέα σε όσους σπαταλούν το χρόνο τους για να διαβάζουν αυτά που γράφω.

Εγώ το 1970, πριν φύγω για Αυστραλία και γίνω όπως είμαι στην άλλη φωτογραφία…

ΚΑΙ αρχίζω, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησα την περασμένη βδομάδα. Αντικαθιστώντας σε ένα δίωρο, την θεά του Χελμού με αυτή του Μαινάλου, βρέθηκα από τα Καλάβρυτα στην Τρίπολη και από εκεί σε ένα δεκάλεπτο στα Αγιωργίτικα.
ΕΦΤΑΣΑ στο χωριό με έναν κόμπο στο λαιμό, ο οποίος και μεγάλωνε όσο πλησίαζα το σπίτι…
ΑΥΤΗ ήταν η πρώτη φόρα, από τότε που θυμάμαι τη ζωή μου εκεί, που θα άνοιγα την εξώπορτα, χωρίς να με καλωσορίσει το πλατύ χαμόγελο και η αγκαλιά της θείας Ρεβέκκας.

ΚΑΤΙ, δηλαδή, που συνέβαινε για έξι και πλέον δεκαετίες που θυμάμαι, δεν συνέβη την περασμένη Κυριακή…
ΑΥΤΟ δεν σημαίνει μόνο ότι η θεία πέθανε τον περασμένο Φεβρουάριο, σε ηλικία 98 χρόνων, αλλά ότι τίποτα πια δεν θα παρέμενε ίδιο σε αυτό το σπίτι, στο οποίο είχε πάει νύφη μια πενταετία πριν γεννηθώ εγώ…

ΤΟ σπίτι, που είχε γεννηθεί η θεία Ρεβέκκα, στο διπλανό χωριό (το Στενό) δεν απέχει από τα Αγιωργίτικα, πάνω από ένα χιλιόμετρο. Από το μπαλκόνι, που έβγαινε κάθε πρωί να ποτίσει τις γλάστρες το έβλεπε…
ΣΕ αυτόν τον τόπο, πέρασε ολάκερη τη ζωή της, τα μισά δηλαδή χρόνια από τότε που η Ελλάδα έγινε κράτος. Δεν είναι λίγα…
ΤΗ μισή ιστορία της χώρας είχε ζήσει. Σημείο αναφοράς του χωριού, δεν ήταν μόνο για την καλοσύνη της, αλλά και για την μνήμη της και τις ιστορίες που είχε ζήσει και διηγιόταν.

Ο πατέρας μου το 1942, μόλις 20 χρόνων, πριν καταταγεί στον ΕΛΑΣ και σκοτωθεί στον εμφύλιο μετά έξι χρόνια…

ΤΑ πάντα θυμόταν, μέχρι που πέθανε. Κάθε φορά, την τελευταία εικοσαετία, που έφευγα για να επιστρέψω στην Αυστραλία, με φιλούσε σταυρωτά και μου έλεγε, «άντε ρε Μπάμπη, άντε στο καλό, θα ζω άραγε όταν θα ξανάρθεις…».
ΤΟΝ περασμένο Νοέμβρη, όμως, επειδή σκόπευα να γυρίσω σε τρεις μήνες, μου είπε, «άντε στο καλό Μπάμπη και μην αργήσεις. Θα σε περιμένω…». Και περίμενε, αλλά όχι αρκετά…
ΕΝΑΣ από τους μεγάλους καημούς της θείας, την τελευταία δεκαετία, που την έπαιρνε ο γιος της ο Λεωνίδας στην Τρίπολη, ήταν να κάνει έναν ολόκληρο χειμώνα στο χωριό, για να δει τις αμυγδαλιές να ανθίζουν…

ΠΕΡΥΣΙ τον χειμώνα, που ζήσαμε μαζί στο χωριό, δεν ήξερε πώς να με ευχαριστήσει, που άναβε πάλι το τζάκι της, που μαγείρευε, που έβλεπε το χωριό χιονισμένο και μετά 10 χρόνια τις γύρω αμυγδαλιές να ανθίζουν. Και αυτή ήταν η τελευταία φορά…
ΤΩΡΑ, το σπίτι ήταν άδειο και μια βαριά καταθλιπτική ατμόσφαιρα σκέπαζε τα πάντα. Από τους τοίχους, τα κρεβάτια, τα τραπέζια και τα έπιπλα, μέχρι το εικονοστάσιο, το σβηστό καντήλι και τις φωτογραφίες…

Εγώ, λίγο… ταραχημένος, δεξιά όπως βλέπετε τη φωτογραφία, με τη γιαγιά την Παναγιώτα, και τα τρία ξαδέλφια μου, τον Γιώργο που «έφυγε» νέος πριν 33 χρόνια, τον Λεωνίδα δεξιά και την Φωτεινή που την κρατά η γιαγιά

ΕΚΑΝΑ μια βόλτα γύρω στο σπίτι, για να εξοικειωθώ με την απειλητική σιωπή του και άρχισα να κοιτάζω μια-μια της φωτογραφίες.
ΑΝ και τις είχα ξαναδεί εκατοντάδες φορές, σταματούσα μπρος από κάθε μια και τις ξανακοίταζα προσεκτικά, αισθανόμενος ότι κάτι ήθελαν να μου πουν…
ΝΑ μου πουν ένα μυστικό, πουν δεν είχαν την ευκαιρία να μου αποκαλύψουν νωρίτερα. Λες και η σιωπή, συνοδευόμενη με την απουσία της θείας Ρεβέκκας, τις όπλισε με περισσότερο θάρρος να μιλήσουν επιτέλους…

ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ πάλι, να κατάλαβαν, ότι αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία που τους δίνεται, να μιλήσουν για την μοναξιά τους και τη λησμονιά που τις απειλεί, σε κάποιον που θέλει και έχει το χρόνο να τους ακούσει…
ΣΕ έναν άνθρωπο δικό τους. Με κάποιον, που έχει ζήσει μαζί τους και τους ξέρει καλά. Ή σε κάποιον τέλος πάντων, που για επτά δεκαετίες βλέπει αυτές τις φωτογραφίες και έχει ακούσει τόσα και τόσα να λέγονται για τους ανθρώπους που απεικονίζουν…

ΓΙΑΤΙ στους τοίχους, του υπεραιωνόβιου αυτού σπιτιού, υπάρχουν και φωτογραφίες ανθρώπων, που δεν είχα προλάβει να γνωρίσω…
ΟΠΩΣ αυτή του πατέρα μου για παράδειγμα, που σκοτώθηκε όταν ακόμα ήμουν μωρό, ή του παππού μου του Γιώργη, που αρρώστησε στην Αμερική, που είχε μεταναστεύσει και γύρισε, πριν τον πόλεμο του 1940, για να πεθάνει στην Ελλάδα.
ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ τις φωτογραφίες και αναπολώντας, τα όσα γνώριζα για τους νεκρούς που δεν είχα γνωρίσει και τις αναμνήσεις που είχα από τους ζώντες και τους νεκρούς που έζησα μαζί τους αξέχαστες στιγμές, ο κόμπος που είχα στο λαιμό μεγάλωνε…

Ο παππούς ο Γιώργης στο Σικάγο, το 1916 ντυμένος άψογα. Πέθανε στα Αγιωργίτικα, όταν επέστρεψε άρρωστος, πριν τον πόλεμο του 1940…

ΚΑΙ όσο μεγάλωνε ο κόμπος, τόσο βούρκωναν τα μάτια μου και θόλωνε η όρασή μου. Οπότε και σταμάτησα την φωτογραφική περιήγηση και βγήκα στο μπαλκόνι με τις γλάστρες, να πάρω αέρα χαζεύοντας τον κάμπο και τον Πάρνωνα απέναντι…
ΜΕΤΑΞΥ των άλλων, σκέφτηκα, ότι εκτός από εμένα και τον Λεωνίδα, δεν υπάρχει άλλος, που να ξέρει την ιστορία του σπιτιού και όλων των φωτογραφιών…
ΘΕΜΑ λίγων χρόνων είναι, δηλαδή, μέχρι να κυριαρχήσει η απόλυτη λησμονιά, να καταρρεύσει και το σπίτι και να μην θυμάται κανείς τίποτα. Έτσι είναι η ζωή.

..
Μπ. Στ.
..