Με την επιβολή των ποινών την επόμενη εβδομάδα ολοκληρώνεται η δίκη των τριών αξιωματικών της Αστυνομίας της Βικτώριας οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι για επίθεση κατά του συνταξιούχου αναπηρίας Τζον Γκουντζούλα.

Η ζωή του Τζον άλλαξε για πάντα μετά από το μοιραίο απόγευμα της 19ης Σεπτεμβρίου 2017. Όπως αποκάλυψε στο δικαστήριο, τρία χρόνια μετά υποφέρει από διαταραχή μετατραυματικού στρες και η επίθεση που δέχτηκε τον στοιχειώνει.

«Μου φέρθηκαν σα να ήμουν σκυλί στην πιο αδύναμη στιγμή της ζωής μου», ανέφερε χαρακτηριστικά δήλωσή του που διαβάστηκε στη δικαστή Cathy Lamble.

Οι αξιωματικοί της Αστυνομίας John Edney, 30 ετών, Florian Hilgart, 42, και Brad McLeod, 35, μαζί με τρεις άλλους συναδέλφους τους μετέβησαν στο σπίτι του Τζον στο Preston για να ελέγξουν την κατάσταση της υγείας του καθώς δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα της ψυχολόγου που τον παρακολουθούσε κατά τη φάση της απεξάρτησής του από συνταγογραφημένα οπιοειδή φάρμακα τα οποία έπαιρνε για την αντιμετώπιση χρόνιων πόνων.

Κατά την ακροαματική διαδικασία αναφέρθηκε ότι η γιατρός τόνισε ότι ο Τζον έπρεπε να αντιμετωπιστεί με πολύ μεγάλη ευαισθησία.

Οι αξιωματικοί έφτασαν στις 5:50 το απόγευμα για να διασφαλίσουν ότι το πλήρωμα του ασθενοφόρου θα μπορούσε να αξιολογήσει με ασφάλεια τη σωματική και ψυχική του κατάσταση.

Όπως κατέθεσαν στο δικαστήριο οι αστυνομικοί, όταν του ζήτησαν να ανοίξει την πόρτα, ο Τζον – ο οποίος ήταν τότε 36 χρονών – άρχισε να συμπεριφέρεται με «απείθαρχο, επιθετικό, απειλητικό και απρόβλεπτο τρόπο».

Αφού αρνήθηκε να τους αφήσει να περάσουν μέσα, εκείνοι τον έσυραν ως την εξώπορτα.

ΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ, ΛΕΕΙ Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Την επίθεση κατέγραψαν οι δύο κάμερες ασφαλείας που υπήρχαν στο σπίτι.
Ο αξιωματικός Brad McLeod φαίνεται να ρίχνει σπρέι πιπεριού σε πολύ κοντινή απόσταση από τον Τζον, ενώ αργότερα, ένας άλλος αξιωματικός, ο Florian Hilgart, φαίνεται να ψεκάζει με νερό το πρόσωπό του.

Οι κάμερες ασφαλείας κατέγραψαν επίσης τον αξιωματικό John Edney να χτυπάει τον Τζον με το υπηρεσιακό του γκλομπ και να τον πατάει στο κεφάλι.

Η δικαστής Lamble σημείωσε ότι, παρά τους ισχυρισμούς των αξιωματικών ότι ανησυχούσαν μήπως ο Τζον προέβαινε σε «αυτοκτονία από αστυνομικό» – αναγκάζοντάς τους να τον πυροβολήσουν – δεν είχαν σχεδιάσει πώς να τον αντιμετωπίσουν στην περίπτωση που αυτός δεν συμμορφωνόταν με τις εντολές τους.

Κατά την ακροαματική διαδικασία ειπώθηκε ότι πρώτα στάλθηκε ο λιγότερο έμπειρος αστυνομικός για να αντιμετωπίσει τον άντρα.

Η μαρτυρία του McLeod και οι σημειώσεις του ημερολογίου του έδειξαν ότι ο Τζον δεν ήταν συνήθως επιθετικός και «κυρίως απλώς μιλούσε», είπε η δικαστής Lamble.

ΑΔΙΑΨΕΥΣΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΟΙ ΚΑΜΕΡΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Η δικαστής διαπίστωσε ότι ο Τζον δεν ήταν «αξιόπιστος μάρτυρας» και βασίστηκε σε βίντεο που καταγράφηκαν από τις κάμερες ασφαλείας του σπιτιού τα οποία έρχονταν σε αντίθεση με πολλά από αυτά που κατέθεσαν οι αξιωματικοί στο δικαστήριο κατά τις προηγούμενες ακροάσεις.

«Με στοιχειώνουν ακόμη τα γέλια τους», είπε ο Τζον με δήλωσή του ως θύμα η οποία διαβάστηκε στο δικαστήριο.
«Είναι μια μέρα που θα με στοιχειώνει για το υπόλοιπο της ζωής μου».

Ο Τζον αναφέρθηκε στα προβλήματα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει και στον εθισμό του στα συνταγογραφούμενα φάρμακα, μετά από τραυματισμό που υπέστη στην πλάτη όταν χτυπήθηκε από έναν μεθυσμένο οδηγό.
«Είμαι άνθρωπος. Αξίζω την αξιοπρέπεια και τον ανθρωπισμό» είπε.

«ΚΑΚΟΒΟΥΛΗ» ΧΡΗΣΗ ΒΙΑΣ

Ο Brad McLeod βρέθηκε ένοχος για τρεις κατηγορίες παράνομης επίθεσης: τα χτυπήματα στο στομάχι του Τζον, τον ψεκασμό πιπεριού σε κοντινή απόσταση και την ενθάρρυνση του αξιωματικού Hilgart να χρησιμοποιήσει τη μάνικα εναντίον του για τρίτη φορά προκειμένου να βιντεοσκοπήσει τη σκηνή.

Ο McLeod, ανώτερος αστυνομικός, «ενήργησε κατά τρόπο ενάντιο προς την ευημερία» του Τζον, ο οποίος ήταν «ράκος και σε άθλια κατάσταση, αλλά ικανός να επικοινωνήσει», ανέφερε η δικαστής Lamble στην ετυμηγορία της.
«Η χρήση βίας από πλευράς του ήταν κακόβουλη», είπε.

Ωστόσο ο δικηγόρος του, Rahmin de Kretser, είπε στο δικαστήριο ότι ο McLeod εμμένει στην αθωότητά του.
Αν και παραδέχτηκε ότι ο πελάτης του «έχασε την ψυχραιμία του», πάντως ενήργησε νόμιμα αφού δέχτηκε επίθεση από τον John σε «εξαιρετικά εχθρικές συνθήκες».

Είπε ότι δεν απαιτείται καταδίκη υπό το φως των «μοναδικών» περιστάσεων αυτής της υπόθεσης.
Ο John Edney βρέθηκε ένοχος επίθεσης με όπλο, καθώς χρησιμοποίησε το υπηρεσιακό του γκλομπ για να χτυπήσει τον Τζον στα πόδια έξι φορές χωρίς αυτό να κρίνεται απαραίτητο και επειδή τον πάτησε στο κεφάλι και πάλι χωρίς λόγο.

Ο δικηγόρος του Edney είπε στο δικαστήριο ότι ο πελάτης του ήταν κατώτερος αξιωματικός εκείνη την εποχή, είχε κάνει λάθος στην κρίση του, κι επισήμανε ότι στην πραγματικότητα είχε βοηθήσει τον Τζον μετά την επίθεση.
Προέτρεψε δε την δικαστή να μην προχωρήσει σε καταδίκη με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να παραμείνει αξιωματικός της Αστυνομίας της Βικτώριας.

Ο Florian Hilgart κρίθηκε ένοχος για επίθεση για τον ψεκασμό του John στο πρόσωπο με λάστιχο υψηλής πίεσης, την ώρα που ο McLeod τον βιντεοσκοπούσε.

Ο δικηγόρος του Hilgart, Malcolm Thomas, υπέβαλε μια σειρά από μαρτυρίες σχετικές με το χαρακτήρα του κατηγορούμενου οι οποίες αποδείκνυαν ότι οι συγκεκριμένες ενέργειές του ήταν «ασυμβίβαστες με τον ευγενικό, σεβάσμιο και συμπονετικό άνθρωπο που όλοι γνωρίζουν».

Η εισαγγελέας Diana Manova είπε ότι οι τρεις άντρες πρόδωσαν την εμπιστοσύνη της κοινότητας διαπράττοντας οι ίδιοι τα αδικήματα που τους «έχει ανατεθεί να εξαλείψουν» και ζήτησε την καταδίκη τους από το δικαστήριο.
Και οι τρεις αξιωματικοί βρίσκονται σε διαθεσιμότητα μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης.
Οι ποινές αναμένεται να τους επιβληθούν από το δικαστήριο την επόμενη εβδομάδα.