ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, σε έναν από τους Δήμους της Αττικής που περιτριγύριζαν την Αθήνα, έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά ένα ποιητικό είδος που χρειάστηκε δεκαετίες για να εξελιχθεί και να φτάσει στην τελική του ολοκλήρωση.

Πρόκειται για το δράμα, το οποίο αποτελεί είδος της αρχαίας ελληνικής ποίησης, και το οποίο συνθέτει στοιχεία από τα δύο είδη που προηγήθηκαν χρονικά, το έπος και τη λυρική ποίηση, αλλά ξεχωρίζει από αυτά γιατί προοριζόταν για παράσταση. Το δράμα αναπαρίστανε και ζωντάνευε ένα γεγονός που εξελισσόταν μπροστά στους θεατές, όπως δηλώνει και το όνομά του δράμα.

Η λέξη δράμα στην εποχή μας σημαίνει ένα δυσάρεστο γεγονός ή μια ανεπιθύμητη κατάσταση, ενώ στην αρχαία Ελλάδα είχε εντελώς διαφορετική σημασία.

Ετυμολογικά η λέξη δράμα προέρχεται από το ρήμα δράω-ώ, επομένως σημαίνει το είδος της ποίησης που συνοδεύεται από αναπαράσταση των πράξεων που περιγράφει ο τραγικός ποιητής στην σκηνή, σε αντιδιαστολή με το έπος και τη λυρική ποίηση που απλώς απαγγέλλονται ή διαβάζονται.

Η τραγωδία, με την λογοτεχνική της έννοια, εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία του δράματος.

Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης είχε δώσει τον ακόλουθο ορισμό του όρου τραγωδία:
«Ἐστὶν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».

Ακολουθεί η μεταγλώττιση στην νεοελληνική του παραπάνω ορισμού του Αριστοτέλη:

«Η τραγωδία, λοιπόν, είναι μίμηση, ελεύθερη αναπαράσταση μίας αξιόλογης πράξης, η οποία έχει αρχή, μέση και τέλος, και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μελωδίας. Όλα όμως αυτά τα στοιχεία δεν είναι τυχαία και ανομοιόμορφα διασκορπισμένα, αλλά ακολουθούν μία συγκεκριμένη αλληλουχία. Κυρίαρχο γνώρισμα είναι η δράση, δηλαδή δεν περιορίζεται στην απλή απαγγελία, αλλά προχωρά στην μίμηση των ηρώων. Μέσα από τις καταστάσεις του ελέους και του φόβου, επέρχεται η κάθαρση, μία έννοια πολυσύνθετη και πολυδιάστατη».

Οι τραγωδίες πέρα από τον μύθο, απηχούσαν και την σκέψη και τους προβληματισμούς των αρχαίων τραγικών ποιητών, οι οποίοι ήταν προσωπικότητες χαρισματικές της εποχής τους, που ο λόγος τους μπορούσε να γοητεύσει, αλλά και να προβληματίσει και να καθοδηγήσει το ευρύτερο κοινό.

Παρακολουθώντας τις τραγωδίες, οι Αθηναίοι κατανοούσαν πως ήταν καθαρή αλλοφροσύνη να αποφασίζει κάποιος μόνος του για θέματα που αφορούσαν την πολιτεία, χωρίς να έχει προηγηθεί ένας διαφωτιστικός διάλογος. Αυτόν τον διαφωτιστικό διάλογο επιδίωκαν να παρουσιάσουν οι τραγικοί ποιητές, για να παγιώσουν στις συνειδήσεις των Αθηναίων τις υψηλές έννοιες της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης.

Όταν σήμερα μιλάμε για αρχαία ελληνική τραγωδία, αναφερόμαστε αποκλειστικά στα 32 σωζόμενα έργα των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών, 7 του Αισχύλου, 7 του Σοφοκλή και 18 του Ευριπίδη.

Δυστυχώς έχουν διασωθεί ελάχιστα έργα, και πιθανόν θα είχαν γραφτεί τραγωδίες ενδεχομένως ανώτερες από αυτές που διασώθηκαν. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές, Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, δεν ήταν πάντοτε οι νικητές στους ετήσιους δραματικούς αγώνες. Οπότε εικάζουμε ότι έπαιρναν μέρος και άλλοι τραγικοί ποιητές, έργα των οποίων δεν έχουν διασωθεί.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Όταν οι τραγικοί ποιητές είχαν ολοκληρώσει τις τραγωδίες τους, παρουσιάζονταν στον άρχοντα της Αττικής και ζητούσαν τη συμβολή του για τη δημόσια παρουσίασή τους. Ο άρχοντας, και μια επιτροπή αρμοδίων, διάβαζαν τα έργα και τελικά ενέκριναν εκείνα που θα παρουσιάζονταν στην συγκεκριμένη χρονιά.

Για τα έργα που εγκρίνονταν η πολιτεία αναλάμβανε τα έξοδα της παράστασης, την αμοιβή για τους τους τρεις υποκριτές, τα μέλη του χορού, και για τα άλλα απαραίτητα μέσα που θα εξασφάλιζαν μια καλή παράσταση. Τα έξοδα για κάθε έργο τα πλήρωναν τρεις πλούσιοι Αθηναίοι, που ονομάζονταν χορηγοί.

Οι παραστάσεις άρχιζαν το πρωί και τελείωναν λίγο πριν βραδιάσει. Χιλιάδες Αθηναίοι, μέτοικοι και ξένοι, κατέκλυζαν κάθε χρόνο το θέατρο του Διονύσου και ζούσαν επί τρεις ημέρες την ένταση των δραματικών αγώνων. Το κοινό χειροκροτούσε, επευφημούσε, αλλά μερικές φορές και αποδοκίμαζε.

H παροχή χρηματικού βοηθήματος, των θεωρικών, από τον Περικλή στους άπορους πολίτες, για να παρακολουθήσουν δωρεάν τις παραστάσεις, χωρίς εισιτήριο, διευκόλυνε την προσέλευση του κόσμου. Το όλο θέαμα είχε χαρακτήρα παλλαϊκής γιορτής και ήταν υπόθεση συλλογική.

Στο τέλος της τρίτης ημέρας οι κριτές κατέτασσαν τα έργα που παρουσιάσθηκαν σε πρώτο, δεύτερο και τρίτο, και δίνονταν τα βραβεία, που ήταν ένα στεφάνι από κισσό, το ιερό φυτό του Διόνυσου. Η απόφαση των κριτών χαραζόταν σε πλάκα που περιείχε το όνομα του ποιητή, του χορηγού, των πρωταγωνιστών, και τους τίτλους των έργων.

Στις εορτές για τον θεό Διόνυσο οι άντρες φορούσαν δέρματα τράγων, έβαζαν προσωπίδες με μεγάλα αυτιά, μύτες γαμψές, γένια και ουρές, στεφανώνονταν με κισσούς, και χόρευαν με ξέφρενο ενθουσιασμό γύρω από το βωμό του Διονύσου. Αρχικά τα εγκώμιά τους ήταν αυτοσχέδια τραγούδια, και ιστορούσαν τις ερωτικές και άλλες περιπέτειες του Διονύσου.

Ψέλνονταν με συνοδεία αυλού, και ονομάζονταν «Τράγων ωδαί». Από εκεί προήλθε ο όρος «τραγωδία». Οι ωδές των «τράγων» συχνά ήταν τόσο επιτυχημένες, που περνούσαν στα χείλη του λαού σαν καθημερινά τραγούδια.

Στο κέντρο του βωμού στεκόταν ο «προεξάρχων», πρωταγωνιστής του θιάσου, και έψαλλε τον «Διθύραμβο», ο οποίος υπήρξε η πρώτη μορφή της κατοπινής τραγωδίας. Ήταν ένας έπαινος στον θεό Διόνυσο, τον προστάτη των δυνάμεων της γονιμότητας, και απαριθμούσε τις περιπέτειές του, που είχαν και έναν συμβολικό χαρακτήρα.

H απαρχή της τραγωδίας ήταν στενά συνδεδεμένη με την οργάνωση της πολιτικής ζωής και την ανάπτυξη της δράσης των πολιτών. Οι διδασκαλίες των τραγωδιών στην Αθήνα, όπως και οι αθλητικοί αγώνες, είχαν αποκτήσει μεγάλη σημασία για τους θεατές, γιατί ήταν διαγωνισμοί κατορθωμάτων μπροστά στα μάτια της κοινότητας, και εξέφραζαν το αγωνιστικό πνεύμα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, καθώς και τον πολιτικό χαρακτήρα της δημοκρατικής πόλης των Αθηνών.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το είδος αυτό άνθισε ταυτόχρονα με τη δημοκρατική οργάνωση της πόλης-κράτους της Αθήνας, με την άμεση συμμετοχή των πολιτών στα κοινά ζητήματα.
Το δράμα είχε προέλθει από τις θρησκευτικές τελετές, τα δρώμενα (= ιερές συμβολικές πράξεις), και συνδέθηκε από την αρχή με τις τελετουργικές γιορτές για τη γονιμότητα και τη βλάστηση που γίνονταν στην αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. O Διόνυσος κατείχε κεντρική θέση στο αθηναϊκό εορτολόγιο. H λατρεία του ήταν εξαιρετικά δημοφιλής,