Τα όσα είπε στο «Νέο Κόσμο» με δυο μακροσκελείς ανακοινώσεις του ο κ. Κώστας Κόντης, πρόεδρος του ΔΣ του Οίκου Ευγηρίας «Βασιλειάδα» στην Βικτώρια τα επανέλαβε και σε  συνέντευξή του στις εφημερίδες «The Age» και «The Sydney Morning Herald»,  όπου δηλώνει ότι είχε προειδοποιήσει τον  επικεφαλής των υγειονομικών υπηρεσιών της Βικτώριας, Brett Sutton, ότι το σχέδιο για αλλαγή όλου του προσωπικού στις εγκαταστάσεις θα έθετε σε κίνδυνο τη φροντίδα των τροφίμων.

Την εκδοχή του όμως την αμφισβητούν παράγοντες της πολιτειακής κυβέρνησης οι οποίοι λένε πως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η οποία ανέλαβε την διαχείριση της «Βασιλειάδας» είχε πέντε με έξι μέρες  στην διάθεσή της να βρει προσωπικό και όχι μόνο 24 ώρες.

α πρέπει να σημειωθεί ότι το ενδεχόμενο αυτό το είχαν κάνει γνωστό στην εφημερίδα μας  παράγοντες της πολιτειακής κυβέρνησης από τότε.

Ειδικότερα, ο κ. Κόντης, μιλώντας στο δημοσιογράφο, Chip Le Grand – όπως και στις τοποθετήσεις του στο «Νέο Κόσμο», αλλά και την εκτενή ανακοίνωσή του που δημοσίευσε η εφημερίδα μας – απαντά στις επικρίσεις για τη διαχείριση της κατάστασης στη «Βασιλειάδα».

Η μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων που εδρεύει στο Fawkner έχει βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής λόγω των πολλών νέων κρουσμάτων και θανάτων που καταγράφονται κατά τη νέα έξαρση της πανδημίας, με τις ευθύνες να παραμένουν επίσημα ακαταλόγιστες, ενώ η και η ομογένεια θρηνεί δικούς τους ανθρώπους.

Ο κ. Κόντης δηλώνει ότι ένα από τα πιο θλιβερά επεισόδια που εκτυλίχθηκαν στη «Βασιλειάδα» – η παραμέληση των τροφίμων μετά την εντολή του καθηγητή Sutton το προσωπικό να μείνει στο σπίτι – θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί.

«Έκαναν λάθη επειδή ήταν απροετοίμαστοι», ανέφερε για την αντικατάσταση του προσωπικού στην οποία προχώρησε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, σε τόσο σύντομο χρονικό περιθώριο για να λειτουργήσει ο οίκος ευγηρίας.

«Δυστυχώς, κανείς στην κυβέρνηση δεν εκτιμά το έργο που προσφέρουν αυτές οι μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων», υποστήριξε ο πρόεδρος της «Βασιλειάδας».

Σύμφωνα με την εφημερίδα, σε επιστολή του προς τον κ. Κόντη, ο καθηγητής Sutton, ανέφερε ότι η απόφαση για άμεση εφαρμογή καραντίνας σε όλο το προσωπικό απαιτούνταν από τους κανόνες ασφάλειας εργασιακού χώρου και για να διασφαλιστεί η υγεία των τροφίμων.

Σημειώνεται δε ότι ο πρωθυπουργός, Daniel Andrews και ο ομοσπονδιακός υπουργός Φροντίδας Ηλικιωμένων, Richard Colbeck, υπερασπίστηκαν την απόφαση του αρχίατρου Sutton, τις προηγούμενες ημέρες.

Το άρθρο αναφέρει ότι η κατάσταση στη «Βασιλειάδα» προβάλλεται ως παράδειγμα κακοδιαχείρισης και μη περιορισμού μολύνσεων «σε μία βιομηχανία γνωστή για τη μείωση του κόστους λειτουργίας και παραμέληση».

Ο κ. Κόντης, ωστόσο, επεσήμανε ότι ιός παρουσιάστηκε σε μία μονάδα που λειτουργούσε σωστά, με ασυμπτωματικό προσωπικό και ότι οι τρόφιμοι ξεχάστηκαν κατά την μη λανθασμένη «απάντηση» του υπουργείου Υγείας.

«Τους είπα ότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που θα φέρετε (σ.σ. στη ‘Βασιλειάδα’). Μπορείτε να φανταστείτε να φέρνετε ανθρώπους που δεν έχουν βρεθεί ποτέ εκεί πριν να κάνουν μία απογευματινή ή μία βραδινή βάρδια φροντίζοντας ανθρώπους; Θα έπρεπε να έχει βρεθεί άλλη λύση», τόνισε.

Σε σχέση με την έξαρση, ο πρόεδρος της «Βασιλειάδας», είπε ότι αφού το προσωπικό μόλυνε τροφίμους, οι προσπάθειες για περιορισμό επλήγησαν από καθυστερήσεις στα αποτελέσματα εξετάσεων για κορονοϊό που εστάλησαν στον οίκο.

Σύμφωνα με έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους οι εφημερίδες «The Age» και «The Sydney Morning Herald» δείχνουν ότι κατά την κλιμάκωση της έξαρσης στη «Βασιλειάδα», στις 15 Ιουλίου, όλοι οι τρόφιμοι και  το 90% του προσωπικού είχε εξεταστεί.

«Πώς μπορείς να δουλέψεις με αποτελέσματα εξετάσεων που χρειάζονται τρεις μέρες για να τα πάρεις;» είπε ο κ. Κόντης.

Η κρίσιμη απόφαση για τη «Βασιλειάδα» ελήφθη στις 3 μ.μ. της 21ης Ιουλίου μεταξύ του κ. Κόντη, της ομάδας διοίκησής του, ανώτερους αξιωματούχους των υπουργείων Υγείας της Πολιτείας και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και της Επιτρόπου για τη Φροντίδα Ηλικιωμένων και Ασφάλειας, Janet Anderson.

Σε εκείνη τη συγκυρία, 18 μέλη του προσωπικού και 40 τρόφιμοι, ορισμένοι εκ των οποίων στη μονάδα άνοιας, είχαν βρεθεί θετικοί στον κορονοϊό.

Ο καθηγήτης Sutton σε επιστολή του στον κ. Κόντη (δημοσιεύθηκε ολόκληρη στην αγγλική γλώσσα στο «Νέο Κόσμο») έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για «σημαντική και σοβαρή απειλή» για τη δημόσια υγεία και ζητούσε τρόφιμοι και προσωπικό, που ήταν στον οίκο τις προηγούμενες δύο εβδομάδες, έπρεπε να μπουν σε καραντίνα.

Δεν άφηνε πολλές επιλογές, προειδοποιώντας: «Αποτελεί αδίκημα η άρνηση ή αποτυχία συμμόρφωσης με αυτή την εντολή, χωρίς λογική δικαιολογία». Το προσωπικό είχε μέχρι τις 12 μ.μ. στις 22 Ιουλίου να εκκενώσει τη «Βασιλειάδα».

Ο κ. Κόντης απάντησε στον αρχίατρο, αναφέροντας ότι η εντολή σήμαινε ότι όλη η ομάδα διαχείρισης του οίκου θα ήταν εκτός και οι τρόφιμοι θα αφήνονταν στη φροντίδα άγνωστου προσωπικού εταιρείες, υπό τις οδηγίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

«Δε γνωρίζουμε ποιος είναι οποιοσδήποτε από αυτό το προσωπικό αντικατάστασης και αν είναι ικανοί και έμπιστοι να παρέχουν φροντίδα στους τροφίμους μας…», έγραψε, μεταξύ άλλων.Παρουσίασε την κατάσταση ως «παρόμοια με αυτό που έγινε με την καραντίνα στα ξενοδοχεία», με την ανάθεση της δουλειάς σε εταιρείες. «Δυστυχώς, ο τομέας μας έχει πληγεί από εργαζόμενους part-time και casual, contractors και subcontractors», είπε.

Ο κ. Κόντης περιέγραψε την περίπτωση μίας τροφίμου, η οποία βρέθηκε από την κόρη της να κείτεται σε λερωμένα σεντόνια και ένα δίσκο με party pies και sausage rolls δίπλα στο κρεβάτι της. Ήταν σε προχωρημένο στάδιο άνοιας και είχε χάσει την ικανότητά της κατάποσης.

Ο πρόεδρος της «Βασιλειάδας» επεσήμανε ότι προσπάθησε να πείσει τους αξιωματούχους του υπουργείου Υγείας να αφήσουν όσους τροφίμους είχαν κορονοϊό στον οίκο, υπό τη φροντίδα του προσωπικού του και να μεταφερθούν όσοι δε νοσούσαν.

«Τους είπα, αφήστε με να τους φροντίσω, αφήστε τους να πεθάνουν με αξιοπρέπεια, αν πρόκειται να πεθάνουν από αυτή την ασθένεια», δήλωσε.