Μεγάλη είναι η ανακούφιση της Μαρίνας Μήλου που μετά από τα τραυματικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη «Βασιλειάδα» κατάφερε επιτέλους να πάρει τη μητέρα της από το νοσοκομείο στο σπίτι της την Τρίτη.

Στις 15 Ιουλίου, η 94χρονη μητέρα της, Μαρία Ράπτη, είχε διαγνωσθεί με κορονοϊό. Όσες φορές και αν της μίλησε, η κ. Μήλου, έβλεπε ότι η μητέρα της ήταν καλά και δεν παρουσίαζε κανένα σύμπτωμα του ιού, μέχρι που άρχισε να αναρωτιέται εάν πραγματικά είχε τον ιό.

Όπως είχαμε γράψει και σε προηγούμενο άρθρο, η Μαρίνα Μήλου δεν ήθελε να μεταφερθεί η μητέρα της στο νοσοκομείο και ανησυχούσε ότι θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία της.

Την κράτησαν στο νοσοκομείο 4-5 ημέρες. «Μίλησα εκατοντάδες φορές με ιατρούς, κοινωνικούς λειτουργούς και νοσοκόμες, οι οποίοι μου έλεγαν ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες των Υπηρεσιών Υγείας, έπρεπε να βγουν δύο τεστ αρνητικά μέσα σε διάστημα κάποιων ημερών, πριν της επιτραπεί η έξοδος από το νοσοκομείο».

Την πρώτη μέρα που μπήκε στο νοσοκομείο Austin, η μητέρα της ήταν φοβερά αναστατωμένη και οι νοσοκόμες δεν μπορούσαν να την ηρεμήσουν. Είχαν πάρει τηλέφωνο την Μαρίνα Μήλου, για να προσπαθήσει να την καθησυχάσει.

«Βλέπεις οι άνθρωποι που πάσχουν από άνοια αγχώνονται υπερβολικά όταν μεταφερθούν σε καινούργιο χώρο. Δεν γνωρίζουν τον χώρο και δεν μπορούν να καταλάβουν τι γίνεται» εξηγεί η κ. Μήλου.

«Όταν βγήκε και η δεύτερη εξέταση αρνητική, είπα μέσα μου, ‘ο Θεός μας φυλάει’. Την Τρίτη την μετέφεραν σπίτι μου με ασθενοφόρο».

Η μητέρα της, εκτός από την άνοια δεν έχει άλλα θέματα υγείας. Απλώς χρειάζεται να συνηθίσει ξανά το σπίτι μας και μετά θα είναι μια χαρά, μας λέει η κ. Μήλου. «Είναι σε πολύ καλή διάθεση τώρα και πολύ χαρούμενη που βρίσκεται μαζί μας. Όταν έφτασε σπίτι ευχαριστούσε ξανά και ξανά τον Θεό».

«Λυπάμαι από την καρδιά μου όλους τους ανθρώπους που έχασαν τους γονείς τους. Όλη αυτή η εμπειρία ήταν τραυματική. Είναι πραγματικά ανυπόφορο να μην μπορείς να δεις τον γονιό σου, να μην είσαι κοντά του όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και αποφάσισα να τη φέρω σπίτι. Γιατί εδώ έχω τον έλεγχο. Κανένας δεν μπορεί να μου απαγορέψει να δω τη μητέρα μου, ή πώς θα τη δώ, ή αν μπορώ να της μιλήσω και πότε».

Ακόμα και τώρα η μητέρα της μιλάει ακατάπαυστα γι’ αυτά που πέρασε και η ταραχή της είναι ακόμα έντονη, εξηγεί η κ. Μήλου. «Από τότε που σημειώθηκε έξαρση του κορονοϊού στη «Βασιλειάδα» πριν από 15-20 ημέρες, οι εμπειρίες ήταν τραυματικές. Όταν ανέλαβε η κυβέρνηση και χάσαμε την επικοινωνία μαζί της, ήταν μια πολύ άσχημη περίοδος».

Έβγαλαν τους ηλικιωμένους τόσο γρήγορα από τη μονάδα, που ακόμα και τα ρούχα που φορούσε η κ. Ράπτη δεν ήταν δικά της. «Δεν ξέρουμε ακόμα τι έχουν γίνει τα ρούχα της και, κυρίως, τα γυαλιά της που χρειάζεται για να μπορέσει να πλέξει ή να ζωγραφίσει. Δεν ξέρω αν τα πέταξαν ή αν βρίσκονται ακόμα μέσα στο κέντρο».

«Είμαι βέβαια ευγνώμων που κατάφερα να φέρω τη μητέρα μου εδώ» τονίζει η κ. Μήλου.

Η κ. Μήλου δεν έχει παράπονα από τη διεύθυνση της «Βασιλειάδας». «Ειλικρινά μπορώ να πω ότι όσες φορές επισκέφθηκα τη μητέρα μου στη “Βασιλειάδα” πριν το ξέσπασμα του κορονοϊού, οι χώροι ήταν πάντα καθαροί. Η μητέρα μου ήταν πάντα περιποιημένη και χαρούμενη. Ποτέ δεν εξέφρασε την επιθυμία να γυρίσει σπίτι. Φαινόταν πραγματικά ικανοποιημένη εκεί».