Σήμερα θα κλείσω τη σειρά για τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές της Αθήνας με αναφορά στη ζωή και στο έργο του Ευριπίδη.

Ο Ευριπίδης, γιος του Μνησάρχου, γεννήθηκε στην Σαλαμίνα το 485 π.Χ. Στα νεανικά του χρόνια επιδόθηκε στον αθλητισμό και στη μουσική, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη Ζωγραφική και τη Φιλοσοφία.

Έζησε σε μια εποχή που στην Αθήνα είχαν κάνει την εμφάνισή τους τα έργα των σοφιστών, και γενικότερα οι νέες ιδέες και οι καινούριοι προβληματισμοί, που αντανακλώνται στο έργο του.

Τύπος εσωστρεφής και μελαγχολικός, ο Ευριπίδης απείχε από τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής του, συμμετέχοντας ενεργά μόνο στην πνευματική κίνηση, και έχοντας στενές σχέσεις με τους σοφιστές, καθώς και με τον Σωκράτη.

Σύμφωνα με κάποιες πηγές ο Ευριπίδης για ένα διάστημα είχε ζήσει αποτραβηγμένος από τον κόσμο στην Σαλαμίνα, σ’ ένα απόμερο παραλιακό σπήλαιο, το οποίο είχε μετατρέψει σε κατοικία και σπουδαστήριο, όπου μελετούσε και έγραφε τις τραγωδίες του.

Η λογοτεχνική του σταδιοδρομία ήταν έντονη, αν και δεν είχε τύχει της επιδοκιμασίας πολλών συμπατριωτών του. H πρώτη παράσταση τραγωδίας του, με την οποία είχε κερδίσει το τρίτο βραβείο, πραγματοποιήθηκε το 455 π.Χ.

Κέρδισε μόνο τέσσερις φορές το πρώτο βραβείο στους δραματικούς αγώνες, και μία φορά μετά τον θάνατό του, ενώ ο Αισχύλος είχε κερδίσει 28 φορές και ο Σοφοκλής 25.

Ο Ευριπίδης υπήρξε μία προσωπικότητα που προκαλούσε μεγάλο ενδιαφέρον, τόσο στους ανθρώπους της εποχής του, όσο και στις επόμενες γενιές, όπως διαφαίνεται από το πλήθος των πηγών που ασχολούνται με το έργο του.

Στα έργα του ο Ευριπίδης παρουσιάζεται σαν ένας φιλόσοφος, όταν π.χ. καυτηριάζει τις κοινωνικές προλήψεις, όταν μεταθέτει την ευγένεια στον λαό, και όταν δίνει στους δούλους αισθήματα ελεύθερου ανθρώπου.

Ποιητής και στοχαστής, ο Ευριπίδης εξέτασε θρησκευτικά, ηθικά, κοινωνικά και βιοτικά ζητήματα, και πάσχισε να μεταδώσει τους φιλοσοφικούς του στοχασμούς στο αθηναϊκό κοινό. Τον είχαν αποκαλέσει σκηνικό φιλόσοφο, αφού τις ιδέες του τις παρουσίαζε στα δραματικά του έργα.

Η συναναστροφή του Ευριπίδη με σοφούς άνδρες της εποχής του άσκησε αναμφισβήτητη επίδραση στον ίδιο, υποβοηθώντας σημαντικά την ανάπτυξη της πολυδιάστατης διάνοιάς του. Η παράδοση τον περιγράφει ως άνθρωπο εσωστρεφή, μελαγχολικό, σκυθρωπό και δυσπρόσιτο.

Από τα 90 περίπου έργα του Ευριπίδη έχουν διασωθεί 19, ενώ από τα έργα του Αισχύλου διασώθηκαν 7, καθώς και από του Σοφοκλή 7. Αυτό ίσως είναι ενδεικτικό του γεγονότος ότι, σύμφωνα με τις πηγές, οι επόμενες γενιές είχαν εκτιμήσει πολύ το έργο του Ευριπίδη.

Όπως ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής, και ο Ευριπίδης εισήγαγε καινοτομίες στα έργα του. Χαρακτηριστικός είναι ο Πρόλογος στις τραγωδίες του σε μορφή μονολόγου, ο οποίος χρησίμευε για να κατατοπίσει τους θεατές στην προϊστορία του μύθου, και να δείξει τις επεμβάσεις του ιδίου στην εξέλιξή του.

Τα έργα του έχουν πολύ ρεαλισμό, γεγονός που ο Σοφοκλής το διατύπωσε με την εύστοχη παρατήρηση πως ο Ευριπίδης παρουσίαζε τους ανθρώπους όπως είναι.

Ο Ευριπίδης μείωσε ακόμα περισσότερο την έκταση των χορικών τραγουδιών, καθώς το περιεχόμενό τους μόνο έμμεσα συνδεόταν με την υπόθεση της τραγωδίας.

Mία βασική καινοτομία του Ευριπίδη ήταν η χρησιμοποίηση του από μηχανής θεού, ο οποίος εμφανιζόταν από ψηλά για να δώσει τη λύση σε κρίσιμα σημεία της τραγωδίας.

Ο από μηχανής θεός τερμάτιζε απότομα κι απροσδόκητα την πλοκή των γεγονότων, και άφηνε να εννοηθεί το μέλλον των ηρώων της τραγωδίας. Έτσι, ικανοποιώντας και την κοινή απαίτηση, παρέδιδε κατά το τέλος της τραγωδίας τη μοίρα των θνητών στη βουλή και στα χέρια των θεών.

Ευριπίδης στον Πρόλογο των έργων του έδινε χρήσιμες για τους θεατές πληροφορίες, επειδή προτιμούσε να εργάζεται με όχι πολύ γνωστούς μύθους ή με όχι πολύ γνωστές παραλλαγές τους, καθώς και γιατί πολλές φορές πραγματευόταν τους θρύλους με μεγάλη ελευθερία, και τους τροποποιούσε σε κάποια σημεία για να δεθούν με την υπόθεση των τραγωδιών του.

Ο Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης, στο βιβλίο του «Εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία», Αθήνα 1964, μεταξύ άλλων αναφέρει και τα ακόλουθα για το έργο του Ευριπίδη:

«Η ευριπίδεια τραγωδία συχνάζεται από θεούς, αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει, και οι θεοί δεν έχουν πια, όπως στον Αισχύλο, τον πρώτο λόγο στην εξέλιξη της ανθρώπινης ζωής. Οι θεοί αφθονούν στο έργο του Ευριπίδη, αλλά τους λείπει η θεότητα. Ο άνθρωπος δρα και πάσχει ή είναι ευτυχής εξ εαυτού.

Και η παρουσία των θεών είναι σχεδόν παρουσία ανθρώπων, και δεν φέρνει πια το ιερό δέος, που μόνο η ιδέα τους το διήγειρε άλλοτε. Τις περισσότερες φορές ο θεός είναι ένα πρόσωπο μετατεθειμένο στον Πρόλογο, ή ένας από μηχανής θεός. Αποτελεί μάλλον ένα τεχνικό μέσον να υπακούει στην ανάγκη της παραδόσεως. Όχι σπάνια, οι θεοί, όχι μόνο δεν τιμωρούν τις κακίες και τις ατέλειες των ανθρώπων, αλλά είναι εμφορημένοι από κακίες και ατέλειες ανθρώπινες».

Ο ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Το 408 π.Χ. ο Ευριπίδης είχε πάει στην Μακεδονία, καλεσμένος από τον βασιλιά Αρχέλαο. Ο Αρχέλαος, που τότε θεμελίωνε κράτος που θα έδειχνε όλη τη μεγαλοσύνη του λίγες δεκαετηρίδες αργότερα, είχε φιλοδοξήσει να ανυψώσει την πρωτεύουσα Πέλλα σε κέντρο πνευματικό, και γι’ αυτό καλούσε στην Αυλή του φημισμένους ανθρώπους των γραμμάτων και καλλιτέχνες.

Στην Πέλλα ο Ευριπίδης συνάντησε τον ποιητή Αγάθωνα, τον μουσικό Τιμόθεο, και τον ζωγράφο Ζεύξη. Πολύ τιμητικά τον δέχτηκε ο βασιλιάς, αλλά και ο Ευριπίδης έκανε στον Αρχέλαο ένα μεγάλο δώρο: έγραψε στην Πέλλα, για να παιχθεί στο θέατρό της, τον «Αρχέλαο», τραγωδία εμπνευσμένη από τη ζωή και τις περιπέτειες του παλιού Αρχέλαου, μακρινού απογόνου του Ηρακλή. Για το θέατρο της Πέλλας έγραψε επίσης και την τραγωδία «Βάκχες».

Στην πατρίδα του ο Ευριπίδης δεν θέλησε, ή δεν πρόφτασε, να ξαναγυρίσει. Πέθανε στην Πέλλα, πιθανότατα το 407 π.Χ. Θάφτηκε στην Μακεδονία, στην κοιλάδα της Αρέθουσας κοντά στην Αμφίπολη, κι ο μεγαλοπρεπής του τάφος, κατασκεύασμα του Αρχέλαου, έγινε τόπος προσκυνήματος των θαυμαστών του.

Όταν στην Αθήνα είχε φθάσει η αναγγελία του θανάτου του Ευριπίδη, λίγο πριν από τα Μεγάλα Διονύσια, λέγεται ότι ο Σοφοκλής εμφανίστηκε στον ναό ντυμένος με πένθιμη στολή, παρουσίασε δε το χορό και τους ηθοποιούς χωρίς στεφάνια.

Οι Αθηναίοι τίμησαν τον Ευριπίδη με κενοτάφιο, με το ακόλουθο επίγραμμα, μεταγλωττισμένο στην νεοελληνική:
«Τάφος του Ευριπίδη είναι όλη η Ελλάδα. Τα οστά του τα κρατάει η Μακεδονία, όπου δέχτηκε τον θάνατο. Πατρίδα του είναι η Αθήνα, η Ελλάδα της Ελλάδας. Πολλές είναι οι χαρές που έδωσε με τις τραγωδίες του, και γι’ αυτό πολλοί είναι κι εκείνοι που τον τιμούν».

Τον επόμενο αιώνα οι Αθηναίοι του έστησαν χάλκινο ανδριάντα, μαζί με τους ανδριάντες του Αισχύλου και του Σοφοκλή, στο θέατρο του Διονύσου, κατά πρόταση του ρήτορα Λυκούργου, που έκανε και την πρώτη επίσημη έκδοση των τριών τραγικών.

Από τα τουλάχιστον 88 έργα, που σύμφωνα με έγκυρες πηγές έγραψε ο Ευριπίδης, σώθηκαν οι ακόλουθες 18 τραγωδίες και ένα σατυρικό του δράμα:

*Άλκηστις
*Μήδεια
*Ηρακλείδαι
*Ιππόλυτος στεφανηφόρος
*Ανδρομάχη
*Εκάβη
*Ηρακλής Μαινόμενος
*Ικέτιδες
*Ίων
*Τρωάδες
*Ιφιγένεια η εν Ταύροις
*Ηλέκτρα
*Ελένη
*Φοίνισσαι
*Ορέστης
*Ιφιγένεια εν Αυλίδι
*Βάκχαι
*Ρήσος

Σώθηκε επίσης και το σατυρικό του δράμα «Κύκλωψ».

Με τον Ευριπίδη κλείνει η σειρά για τους αρχαίους τραγικούς ποιητές και τα έργα τους.