Όταν ήμουν μικρή και έβλεπα τη μητέρα μου λυπημένη έβγαινα έξω στην αυλή και μάζευα τα πιο όμορφα λουλούδια που είχαν ανθίσει, τα έκανα ένα μπουκέτο και της τα έδινα. Άλλες φορές πάλι ανέβαινα στο πιο ψηλό κλαδί της συκιάς για να μαζέψω τα ώριμα σύκα που δεν τολμούσε κανένα από τα αδέλφια μου να φτάσει εκεί και να της τα δώσω μέσα σ’ ένα πανεράκι.

Θυμάμαι με κοίταζε μ’ αυτό το ολόγλυκο βλέμμα της και έλεγε «δεν έχεις το ταίρι σου κοριτσάκι μου!»

Δεν ξέρω αλλά τα λόγια της έφταναν απευθείας στην καρδιά μου και θρονιάζονταν εκεί για να μείνουν για πάντα!

Τα θυμήθηκα αυτές τις μέρες, όταν τα ψιθύρισα για μια μεγάλη κυρία, έναν σπάνιο άνθρωπο που έφυγε ξαφνικά από ανάμεσά μας.

Για την Αικατερίνη Μπαλούκα (πειρακτικά την αποκαλούσα Αικατερίνη των Μεδίκων), που χωρίς να μας δώσει λογαριασμό (όπως έλεγε η γιαγιά μου), άνοιξε τα φτερά της και πέταξε το πρωί της περασμένης Πέμπτης.

Ένα είναι βέβαιο: για τους ουρανούς, για την καλύτερη θέση στον Παράδεισο!

ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΥΡΙΑ ΜΟΥ;

Μείναμε όλοι αποσβολωμένοι γιατί δεν το περιμέναμε.

Δεν πάει καιρός που έδωσες μια μεγάλη, τεράστια μάχη με την επάρατο και τη νίκησες.

«Βίβια (πάντα έτρωγες το ν), θα τα καταφέρω. Στο υπόσχομαι».

Πώς να έκανες κι αλλιώς που είχα τρομοκρατηθεί. Σε είχα συνηθίσει τις δεκαετίες που είμαστε «δικοί άνθρωποι», να είσαι άτρωτη! Να τρέχεις για τους άλλους που αρρώσταιναν, να τους δίνεις κουράγιο, να φροντίζεις για όσα δεν μπορούσαν οι άλλοι να περιμένουν και να φανταστούν, πάντα ψύχραιμη, χαμογελαστή μ’ αυτό το έξυπνο ζεστό σου βλέμμα και μια ενέργεια που δεν γνώριζε όρια.

Δεν θυμάμαι ποτέ να γινόταν κάτι μεγάλο, κάτι ξεχωριστό στην παροικία και να μην είχες συμμετοχή κατά κάποιο τρόπο. Πότε μπροστά στη σκηνή και πότε στα παρασκήνια, πάντα όμως παρούσα.

Την ώρα που οι άλλοι μετρούσαν το χρόνο τους και έβαζαν μέσα τον κατάλογο των προτεραιοτήτων τους, αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα και τους υπόλοιπους, εσύ κοίταζες και μπορούσες να τα προλάβεις όλα.

Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς τα κατάφερνες να συνδυάζεις τα μεγάλα, τα φανερά και γνωστά με όλα αυτά -και από εκεί έγερνε η ζυγαριά– που γνώριζε μόνο η δεξιά σου!

Θυμάμαι μια μέρα, περνώντας από την πόρτα σου, σε είδα να βγαίνεις φορτωμένη. Ήταν μια τυχαία συνάντηση.

Μας χώριζε από χρόνια τώρα ένας μεγάλος δρόμος και διασχίζοντάς τον, μου ερχόταν συχνά η επιθυμία να βγω στη θάλασσα. Μπορούσα να το είχα κάνει νωρίτερα αφού ήμουν ένα βήμα από το Ricketts Point, αλλά ίσως υποσυνείδητα ήθελα να σου έλεγα μια καλημέρα περνώντας μπροστά από την πόρτα σου.

Αυτή τη μέρα που δεν ξεχνώ, όταν σε ρώτησα «που πας μ’ όλα αυτά», με μεγάλη δυσκολία μου αποκάλυψες «σε μια ηλικιωμένη που είναι μόνη της και δεν είναι πολύ καλά αυτές τις μέρες». Τέτοιες εξορμήσεις έκανες συχνά προς διάφορες κατευθύνσεις.

ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΗ

Ήσουν φιλάνθρωπη μ’ όλη τη σημασία που μπορεί να δώσει κανείς σ’ αυτή τη λέξη.

Σε θαύμαζα πάντα για τον τρόπο που μπορούσες να είσαι παντού και να κάνεις πολλά πράγματα μαζί και, μάλιστα, τέλεια.

Λογοτέχνης, ηθοποιός, μοδίστρα, νοικοκυρά άριστη, μέχρι και τεχνίτης.

Θυμάμαι μια μέρα μου αποκάλυψες ότι ανακαίνισες με τα ίδια τα χέρια σου το σπίτι. Δεν είχα λόγους να μη σε πιστέψω, αφού τις θαυματουργικές σου ιδιότητες τις είχες ήδη επιδείξει με τις μετατροπές που σου ζητούσα να κάνεις στα ρούχα μου, συχνά απίστευτες.

ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Η αγάπη σου για τον άνθρωπο δε γνώριζε όρια. Σε έβλεπα να κάνεις πράγματα που άλλοι μόνο που τα σκέφτονται κουράζονται!

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Από τη νύχτα, αξημέρωτα, άρχιζες να κάνεις τις θεϊκές αυτές παραδοσιακές βασιλόπιτες με φύλλο που άνοιγες η ίδια. Αμέτρητες για όλους. Τους φίλους αλλά κι αυτούς που ήταν μόνοι και ήθελες να τους δώσεις χαρά, να τους πεις ότι τους νοιάζεσαι.

Ντυμένη άψογα μετά, τις πήγαινες προσωπικά εκεί που δεν μπορούσαν να ‘ρθουν να τις πάρουν, άλλους τους έκανες έκπληξη!

Ήσουν μοναδική για τον τρόπο που τη μια στιγμή έγραφες σκωπτικά κείμενα, ποιήματα ή διηγήματα και την άλλη έκανες πρόβα σε κυρίες κάθε ηλικίας και ιδιαίτερων αξιώσεων, πάντα με χαμόγελο, ακούραστη, πρόθυμη να ικανοποιήσεις και τους πιο απαιτητικούς.

Είχες προτερήματα που μέχρι σήμερα δεν έχω δει όλα μαζί συγκεντρωμένα σε έναν άνθρωπο.

Κατανόηση, ανωτερότητα και καλοσύνη, εχεμύθεια, ανεκτικότητα, ευφυΐα που σε εξόπλιζαν με την ικανότητα να βλέπεις και να διαβάζεις και πέρα από τα ορατά.
Στις ατελείωτες συζητήσεις που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια, ποτέ δεν θυμάμαι να σ’ άκουσα να πεις κάτι αρνητικό για κάποιον αλλά ούτε και να εξαφθείς. Έβρισκες τον τρόπο να δικαιολογείς ακόμη και τα –κατά τους άλλους– αδικαιολόγητα.

Το χιούμορ σου, η σπιρτάδα του μυαλού σου, μ’ άφηναν συχνά άναυδη.

Σεβόσουν τις απόψεις των άλλων και σε καμία περίπτωση δεν δοκίμαζες να τους μεταπείσεις.

Μπορούσες να είσαι άνετη σε οποιαδήποτε συντροφιά. Σε αριστοκρατικό σαλόνι ή στη γειτονιά του χωριού με τις ηλικιωμένες που κάθονταν στο κατώφλι… αλλάζοντας απόψεις για τους πάντες και τα πάντα ή ακόμη και στο καφενείο να λες ανέκδοτα και να τους έχεις όλους να κρέμονται από τα χείλη σου!

Λέγοντας αυτό, να ‘μαστε στον Αη Δημήτρη της Πιερίας, τόπο της καταγωγής σου που λάτρευες.

«Βίβια, είμαι απέναντι από τον Όλυμπο! Τι άλλο να ζητήσω από τη ζωή; Έφτιαξα το πατρικό όπως το ήθελα, η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή κι εγώ ζω και χαίρομαι όσα έχασα όλα αυτά τα χρόνια. Έχω σκοπό να μοιράζομαι το χρόνο ανάμεσα σε Ελλάδα και Αυστραλία.

Ένα έχω να σου πω.

Αισθάνομαι πλήρης. Δοξάζω το Θεό που μπόρεσα και έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα. Να έχω ξανά απέναντί μου τον Όλυμπο κάθε μέρα, όσο πιο πολύ γίνεται και όταν μου λείπουν τα παιδιά και τα εγγόνια να μπαίνω στο αεροπλάνο και να ‘μαι πάλι εκεί. Να σου τηλεφωνώ κι’ εσύ να μην έχεις πολλά τρεχάματα και να ‘ρχεσαι για καφέ. Να σου δείξω ξανά και πώς ν’ ανοίγεις φύλλο γιατί κάτι μου λέει ότι το αποφεύγεις. Σωστά;»

Κι εγώ να γελώ και να εισπράττω το πιο τρυφερό βλέμμα και χαμόγελο!

Καλό παράδεισο αξέχαστη, καρδιακή μου φίλη!