Είναι μια φωνή που ακούγεται σχεδόν υπόκωφα, γι’ αυτό και απορείς πώς γίνεται να μπει τόσο βαθιά μέσα σου και να σε μουδιάσει.
Στην πραγματικότητα, είναι το απόσταγμα μιας κουβέντας που έχει κρατήσει ώρες τώρα και κάποιος αναλαμβάνει να βγάλει την κεντρική ιδέα. Να δώσει την ουσία με επτά λέξεις όλες κι όλες, και να ξεμπερδεύει.

Είναι ο 42χρονος Κώστας, ο βιοτεχνικός που έχασε τη δουλειά του στην εταιρία που δούλευε στη Θεσσαλονίκη, γιατί βούλιαξε πνιγμένη στο τσουνάμι που σάρωσε τα πάντα εκεί.

«Φέτος έχουν φύγει 110.000 νέοι, οι περισσότεροι στη Γερμανία. Μιλούν για ανάπτυξη που θα σώσει τη χώρα. Ποιος θα κάνει, όμως, την ανάπτυξη, οι εξηντάρηδες; Μα και να θέλουν, δεν μπορούν».

Ο ίδιος θα δώσει μια οικτρή εικόνα, προειδοποιώντας με, όμως, ότι δεν την είδε με τα μάτια του, του την μετέδωσαν: «Στη Θεσσαλονίκη μοιράζουν τους κάδους των σκουπιδιών, άκουσα. Ο ένας λέει ‘αυτόν μην τον αγγίζεις, είναι δικός μου. Αν θέλεις πάρε τον παρακάτω’. Μιλάμε για ανθρώπους μορφωμένους που τα είχαν όλα και τώρα δεν έχουν τίποτε».

ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΝ ΑΙΘΡΙΑ

Λέγοντας αυτό, θυμάται, ότι και η δική του κατάσταση μοιάζει με ‘καταιγίδα εν αιθρία’. «Είχα τα πάντα και τώρα δεν έχω τίποτε. Κοιμάμαι σ’ ένα νοικιασμένο δωμάτιο που δεν είναι καν υπνοδωμάτιο. Είναι τραπεζαρία. Κι όμως νιώθω ευγνώμων γιατί είναι καλύτερα από εκεί που ήμουν πριν και είχα εντολή να γυρίζω σπίτι πριν κοιμηθεί η σπιτονοικοκυρά που πήγαινε στο κρεβάτι στις 9.17’ ακριβώς και μου απαγόρευε να κάνω ντους το βράδυ την ώρα που κοιμόταν».
Στη συνέχεια επιχειρεί μια σύγκριση με τον μετανάστη του ’50 και ’60.
«Στην ουσία δεν γίνεται σύγκριση, για το λόγο ότι ο μετανάστης τότε ερχόταν χωρίς τίποτε και τώρα τα έχει αποκτήσει όλα. Πολλοί από μας, όμως, είχαμε τα πάντα εκεί και τώρα είμαστε εδώ χωρίς τίποτε. Απλώς επενδύσαμε σε μια χώρα που μας πρόδωσε».
Ο Κώστας, είναι ίσως ο μεθοδικότερος όλων. Το έδαφος, στην Αυστραλία το εξερεύνησε πριν τρία χρόνια, το 2009, όταν έμεινε άνεργος. «Μου φάνηκε πολύ οργανωμένη χώρα και αυτό μου άρεσε. Ήξερα ακριβώς από πού έπρεπε να φύγω και πού ακριβώς πήγαινα. Δεν περίμενα το δρόμο να είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με εμπόδια και αγκάθια. Δεν περίμενα τίποτε.

Ζητούσα, όμως, έναν τρόπο να ζήσω αξιοπρεπώς. Δουλεύω από τα 18 και είναι η τρίτη φορά στη ζωή μου που αρχίζω από το μηδέν. Δεν με φοβίζει, όμως, αυτό, γιατί πάντα στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις και μόνο».
Προγραμματιστής υπολογιστών, εργάστηκε τα περισσότερα χρόνια της επαγγελματικής του ζωής, ως ειδικός επισκέπτης, σε προώθηση δηλαδή ιατρικών προϊόντων και μηχανημάτων.

Είναι εδώ ενάμισι μήνα, με φοιτητική βίζα, μελετά αγγλικά και έχει κάνει τις απαραίτητες εξετάσεις για να εργαστεί ως οδηγός ταξί τις 20 ώρες που δικαιούται να εργάζεται την εβδομάδα.

«Έπεσα σε καλό Έλληνα εργοδότη και μετά από 10 μέρες εκπαίδευσης, αρχίζω δουλειά στις 3 Ιανουαρίου. Δανείστηκα για να έλθω στην Αυστραλία και αν τα καταφέρω να αυτοχρηματοδοτούμαι θα ήθελα να σπουδάσω ηλεκτρολόγος και να μείνω εδώ. Είναι ένα από τα επαγγέλματα που ζητούν. Μ’ αρέσει η Αυστραλία γιατί έχει αρκετά θετικά. Στην Ελλάδα όλα είναι στο ΄περίπου’, ενώ εδώ είναι απλά και ξεκάθαρα. Μ’ αρέσει το ξεκάθαρο αυτής της χώρας».

ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

Πνοή αισιοδοξίας που «κόβεται» από την Τάνια που είναι δίπλα του, τη συνάδελφό του στη Θεσσαλονίκη, που, επίσης, ήλθε με φοιτητική βίζα και σπουδάζει Διοίκηση Επιχειρήσεων.

Είναι εδώ λίγες εβδομάδες, μόνο και με το που πάτησε το πόδι της στη νέα γη, δέχτηκε, όπως θα πει, ‘κρύο ντους’: Απευθύνθηκε σε μικροεπιχειρήσεις για δουλειά και βρέθηκε αντιμέτωπη με την ωμή εκμετάλλευση. «Απογοητεύτηκα, γιατί δεν το περίμενα. Άλλα πράγματα είχα ακούσει για την Αυστραλία και άλλα βρήκα. Ευτυχώς, ήμουν τυχερή με το θέμα της διαμονής. Βρήκα ένα φοιτητικό δωμάτιο σε ελληνικό σπίτι, όπου μου φέρονται άψογα. Πρόκειται, επίσης, να αρχίσω δουλειά σε μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ, βραδινές ώρες. Θα γεμίζω ράφια. Όπως τα υπολογίζω, θα βγαίνω οριακά».

Ο Ηλίας, 45 χρόνων, ήλθε με φοιτητική βίζα και μαζί του έφερε τη σύζυγό του, Κωνσταντίνα, και την 16χρονη κόρη του, Ελευθερία.
Πρώην στρατιωτικός, ζήτησε, λέει, να συνταξιοδοτηθεί, πριν τρία χρόνια, «για ν’ αποφύγει τα χειρότερα».
«Όσοι έμειναν κλαίνε» θα πει και θα κάνει μια παύση για να συλλάβουμε, ίσως, την εικόνα.
 Η Αυστραλία ήταν η μόνη λύση για να μπορέσει να επιβιώσει, ομολογεί, η απογοήτευση, όμως, που ένιωσε είναι εκεί, παρούσα, μαζί μ’ εκείνη όλων των άλλων σχεδόν, που είναι γύρω στο τραπέζι. Στη Μελβούρνη είναι 7 μήνες.

 «Αν ήξερα, δεν θα ερχόμουν. Έφυγα απογοητευμένος και όταν ήλθα εδώ ένιωσα πνιγμένος. Οι Έλληνες, δυστυχώς, όπου κι αν είναι δεν μπορούν να αποβάλλουν το ελληνικό. Στη χώρα μου τα είχα όλα και τα έχασα. Εδώ είμαι χειρότερα από Αλβανός. Δεν βρίσκεις εύκολα δουλειά πουθενά. Σου λένε ‘τόσα δίνω, αν θέλεις. Έχω άλλους 100 που περιμένουν’.

Και τώρα; «Μετά από μεγάλες περιπέτειες, βρήκα δουλειά στην ειδικότητά μου, μηχανικός αυτοκινήτων, σ’ ένα ελληνικό μηχανουργείο. Έπεσα σ’ έναν άνθρωπο έντιμο, που προτίθεται, μάλιστα, να γίνει σπόνσορ για να μετατραπεί η βίζα μου στην 457 και να μπορέσω να μείνω εδώ».
Η κόρη του θα φοιτήσει σε ημερήσιο ελληνικό κολλέγιο, η δε γυναίκα του, επαγγελματίας κομμώτρια, ζητά να εργαστεί εδώ οπουδήποτε.
Άλλο ένα γλυκόπικρο ποτήρι λοιπόν.

ΝΑ ΜΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΗΣΟΥΜΕ

Πάμε παρακάτω.
Βρισκόμαστε στην πίσω αυλή της στέγης του «Νικοτσάρα» (Κεντρική Ένωση Ελασσόνας και Περιχώρων) στο Clayton. Καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι. Τη συνάντηση συντόνισε ο κ. Χρήστος Σαρρής, γνωστός κτηματομεσίτης, που βοηθά τους νεοφερμένους με όποιον τρόπο μπορεί.
«Οφείλουμε να τους βοηθήσουμε. Εμείς, του ΄50 και του ’60, ήλθαμε εδώ με μια βαλίτσα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Δεν είχαμε κανέναν να μας στηρίξει. Εδώ, όμως, σήμερα, τα πράγματα αλλάζουν. Είμαστε μια εύρωστη, προοδευτική ομογένεια, που δεν δικαιολογείται να αδιαφορήσουμε. Αυτοί οι άνθρωποι είναι το νέο αίμα που θα βοηθήσει για τη διατήρηση της ελληνικής συνείδησης και ελληνικότητας σ’ αυτή τη χώρα. Είναι, οι περισσότεροι, μορφωμένοι, με προσόντα και όρεξη για δουλειά. Ακόμη και ωμά, ρεαλιστικά, να το δούμε, μάς συμφέρει να μείνουν εδώ».

Ο ίδιος, βέβαια, ούτε ωμά ούτε ρεαλιστικά το βλέπει, αλλά, πάνω απ’ όλα, ανθρώπινα.
«Βίβιαν, ξέρω ότι σ’ αγγίζουν αυτά τα θέματα. Έλα, σε παρακαλώ, να μιλήσεις με τα παιδιά» μου είπε την περασμένη Παρασκευή και το Σάββατο στις 12 το μεσημέρι ήμασταν όλοι εκεί.

«Πρέπει να βοηθήσουμε, να μπει κάποια τάξη στα πράγματα. Ν’ αλλάξει ο τρόπος που πολλοί αντιμετωπίζουν τους νεοφερμένους. Θα πρέπει, πάνω απ’ όλα να δούμε την περίπτωσή τους ανθρώπινα. Δεν φταίνε αυτοί οι άνθρωποι για το χάλι της Ελλάδας σήμερα. Αυτοί είναι τα θύματα. Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να τους πετιέται κατάμουτρα η λάσπη «εσείς φέρατε την Ελλάδα στο χάλι που είναι σήμερα». Δυστυχώς, λέγεται από πολλούς. Το έχω ακούσει και λυπάμαι γι’ αυτό».

ΘΕΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΕΣ

«Ας είμαστε θετικοί και ανθρωπιστές». Θα καταλήξει ο κ. Σαρρής, δίνοντας πρώτος εκείνος το παράδειγμα, με το να «ξεχάσει» τις δουλειές που μου είπε ότι είχε και να μείνει εκεί μαζί μας για πάνω από τέσσερις ώρες.
Σκιαγραφικά να δώσω το προφίλ και μερικών άλλων της παρέας που ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που έχουν μεν αυστραλιανή υπηκοότητα, ποτέ, όμως, δεν φαντάστηκαν ότι θα έλθει η στιγμή να τους φανεί χρήσιμη.

Ο Σταύρος, για παράδειγμα, 34 χρόνων, ήταν πέντε χρόνων, όταν πήραν οι γονείς του την απόφαση να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα. Μεγάλωσε στο Πέραμα του Πειραιά, όπου και τελείωσε το Λύκειο. Στην Αυστραλία αποφάσισε να έλθει όταν μετά από ενάμισι χρόνο που έμεινε άνεργος, πείστηκε ότι «δεν υπάρχει φως στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Μόνο το απόλυτο σκοτάδι». Θέλει να σπουδάσει υδραυλικός και να ανοίξει αργότερα τη δική του δουλειά.
Από την εδώ κατάσταση, από πλευράς στήριξης και σωστής πληροφόρησης…  μία από τα ίδια. «Τι να σας πω. Απογοητεύτηκα». Να μη μου πει τίποτε. Αυτό, τα λέει όλα.

ΜΕ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Η Ειρήνη, 22 χρόνων, αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με χαμόγελο. Οι γονείς της αναγκάστηκαν να γυρίσουν στην Ελλάδα, για λόγους υγείας, όταν ήταν 8 χρόνων. Έχει, φυσικά, την αυστραλιανή υπηκοότητα και ένα πτυχίο Ωδείου. Θέλει να σπουδάσει Βιολογία και φαίνεται προσαρμοσμένη στην ιδέα ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα, αλλά υπάρχει φως. Τουλάχιστον πολύ περισσότερο από όσο στον ελλαδικό χώρο. Χαμογελά και το πρόσωπό της φωτίζεται. Μένει με δύο άλλα κορίτσια σε διαμέρισμα που επίπλωσαν με τα απολύτως απαραίτητα και μοιράζονται το χώρο και τα έξοδα. Στην πορεία, θα ήθελε να επιστρέψουν και οι γονείς της στην Αυστραλία.
Στη συζήτηση φαίνεται ότι συνάντησε κι εκείνη τα ίδια προβλήματα με τους προηγούμενους στην προσπάθειά της να βρει εργασία παρτ τάιμ. «Όλοι θέλουν να πληρώνουν μαύρα λεφτά. Εννοώ οι ελληνικές επιχειρήσεις βέβαια. Είναι απογοητευτικό».

Η Άννα, γεννημένη στη Μελβούρνη, πήγε οικογενειακώς το 1991 στην Ελλάδα και επέστρεψε με τους γονείς της, το 2009, όταν ο πατέρας της, οικοδόμος το επάγγελμα, είχε μείνει για ένα χρόνο άνεργος. «Ήταν ο πρώτος κλάδος που χτυπήθηκε με το που άρχισε η κρίση το 2008. Βρίσκομαι εδώ, χωρίς τη θέλησή μου βασικά. Εργάζομαι σε σουπερμάρκετ, αλλά μου λείπει η Ελλάδα. Ήλθα εδώ, επειδή δεν είχα άλλη επιλογή. Ήταν κάτι που δεν περίμενα. Βρίσκω ότι τα ελληνόπουλα στην Αυστραλία έχουν εντελώς διαφορετική νοοτροπία από μας. Η κουλτούρα τους διαφέρει όσο η ανατολή από τη δύση. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μένω εδώ και να κάνω οικογένεια. Θα είμαι μια ξεριζωμένη. Είναι δύσκολο ν’ αλλάξω κουλτούρα, τώρα πλέον».

Η παρέμβαση της Τάνιας «τι, προτιμάς να μεγαλώσεις παιδιά μέσα στην αβεβαιότητα στην Ελλάδα;», δεν φαίνεται να την κλονίζει. «Είμαι στο ψάξιμο», θα πει, πιο πολύ για να δώσει διέξοδο σε μια κατάσταση, από τη φύση της αδιέξοδη!

Εκείνο που προκύπτει, εδώ και καιρό, είναι η ανάγκη ενός κέντρου πληροφόρησης στη Μελβούρνη. Η Κοινότητα Μελβούρνης και η Αυστραλο-Ελληνική Κοινωνική Πρόνοια, προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να προσφέρουν στήριξη, δεν έχουν, όμως, όπως φάνηκε επανειλημμένα, τη σύμπραξη της οργανωμένης παροικίας. Όπως θα πει ο γενικός γραμματέας της Κοινότητας, Κώστας Μάρκος, «δεν ανταποκρίνονται στο κάλεσμά μας. Μπορούμε να εξυπηρετήσουμε, αν έχουμε τα απαραίτητα για τη μισθοδοσία ενός ή δύο ατόμων που θα απασχολούνται ειδικά μ’ αυτό το θέμα. Θα επιμείνουμε, όμως, γιατί είναι μια υπόθεση που μας αφορά όλους».

Ο ίδιος θα πει ότι «υπάρχουν ευαισθητοποιημένοι συμπάροικοι, όπως ο Στέλιος και Νίκος Κουκουβιτάκης, ο Βασίλης Παπαστεργιάδης και άλλοι που έχουν προσλάβει στις εταιρίες τους νεοφερμένους Έλληνες για να βοηθήσουν, όσο μπορούν, την κατάσταση».

Επειδή, όμως, το ρεύμα των νεοαφιχθέντων, όπως λένε οι γνωρίζοντες, στο εγγύς μέλλον θα γίνει ακόμη πιο ορμητικό, θα πρέπει να γίνει κάτι άμεσα.

ΠΡΟΤΑΣΗ

Προτείνουμε η Κεντρική Κοινότητα Μελβούρνης να καλέσει εκ νέου τους οργανισμούς της παροικίας σε ένα από τις εκατοντάδες των οικημάτων των οργανισμών, όπως γίνεται -καλή ώρα- με το Χριστουγεννιάτικο πάρτι τώρα, και να δεσμευτούν εκεί επιτόπου να κάνουν κάτι συγκεκριμένο. Πριν έλθουν εκεί, δε, οι εκπρόσωποι, να έχουν συνεννοηθεί με τα Διοικητικά τους Συμβούλια, για το τι θα προσφέρουν και όχι να παρουσιάζουν, ως υπεκφυγή, το τετριμμένο δικαιολογητικό «θα ρωτήσουμε τα μέλη μας». Τέλος αυτό. Δεν «πιάνει» πλέον!