Το καλοκαίρι του 1940 το σπίτι του Νικολού Ζάχου σε ένα χωριό έξω από την Καρδίτσα έσφυζε από χαρά, θυμάται ο τετράχρονος τότε ομογενής, Θωμάς Κούρτης, εγγονός του Νικολού, από την κόρη του τη Λαμπρινή.

Γύρισε το ξενιτεμένο πουλί της οικογένειας, ο Γιώργος, για να παντρευτεί την όμορφη Γλυκερία και να την πάρει πίσω μαζί του στην Αμερική.

Ο γάμος έγινε και το ζευγάρι πήρε τα χαρμόσυνα νέα ότι θα αποκτούσαν και το πρώτο τους παιδάκι. Τίποτα δεν θα μπορούσε να πάει καλύτερα. Όμως, όπως λέει ο σοφός λαός μας, «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει».

Έτσι, ενώ οι νεόνυμφοι ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για την Αμερική όπου γεμάτοι αδημονία ετοιμάζονταν να στήσουν μια όμορφη ζωή γι’ αυτούς και το παιδί τους, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο.

Έγινε επιστράτευση και ο Γιώργος, αντί για την Αμερική, βρέθηκε στα αλβανικά σύνορα να πολεμάει για την πατρίδα του, αφήνοντας πίσω την έγκυο γυναίκα του και τα όνειρά τους.

Η ζωή κυλούσε με τον πόλεμο να μαίνεται και την οικογένεια Ζάχου να αγωνιά για τον Γιώργο.

Τα παιδιά αθώα κι έχοντας άγνοια κινδύνου απολάμβαναν την καθημερινότητα του χωριού και τη ζεστασιά της οικογένειας μοιράζοντας τις μέρες τους πότε στο πατρικό και πότε λίγο παρακάτω στο σπίτι των παππούδων.

Ο μικρός Θωμάς, θυμάται πως ήταν μια με δυο βδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα του ’40 όταν βρισκόταν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς όπου έμενε και η θεία του η Γλυκερία και όλοι μαζί κάθονταν γύρω από τη φωτιά κι έψηναν κάστανα.

Ήταν λίγο πριν από το μεσημέρι όταν έξαφνα χτύπησε η πόρτα. Οι απρόσμενοι επισκέπτες ήταν ο πρόεδρος του χωριού, ο παπάς και ο δάσκαλος. «Εκείνη την εποχή ήταν εκείνοι που έφερναν τα καλά ή τα κακά νέα στους κατοίκους του χωριού», λέει ο κ. Θωμάς.

«Μόλις τους αντίκρυσε ο παππούς αναστατώθηκε και σα να κατάλαβε ότι δεν είχαν έρθει για καλό απευθυνόμενος στον πρόεδρο τον ρώτησε: ‘Μολόγα μου, πρόεδρε, τι κακά μαντάτα φέρνεις;’, θυμάται ο κ. Θωμάς.

Η κουστωδία των τριών έκατσε αμίλητη κι έπιασε άσχετη κουβέντα ίσως σε μια προσπάθεια να απαλύνουν την ατμόσφαιρα ή απλά μην ξέροντας πώς να ανακοινώσουν ένα τόσο τραγικό νέο.

Ο Νικολός, όμως, με πρόσωπο αλλοιωμένο από την αγωνία που τον έκανε να μοιάζει ότι είχε γεράσει εκατό χρόνια στα μάτια του τετράχρονου Θωμά, διέκοψε την κουβέντα, κάρφωσε τα μάτια του στα μάτια του προέδρου και σχεδόν τον διέταξε: «Μολόγα με, πρόεδρε, τι κακά μαντάτα φέρνεις;»

Παραιτημένος, θαρρείς, ο πρόεδρος, σιώπησε, πήρε μια βαθιά ανάσα και με θλίψη, όπως απαιτούσε μια τέτοια περίσταση, ψέλλισε: «Πράγματι, έχουμε κακά μαντάτα, Νικολό, ο Γιώργος σκοτώθηκε».

«Ο παππούς αντέδρασε πιο ψύχραιμα, αλλά στο άκουσμα του μαντάτου η γιαγιά και η θεία λιποθύμησαν», θυμάται ο κ. Θωμάς.

«Έτρεξα σαν τρελός στη μητέρα μου, όρμηξα μέσα στο σπίτι ουρλιάζοντας τα νέα. Εκείνη πετάχτηκε λες και την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα, άρπαξε τη μαντήλα της κι αρχίσαμε να τρέχουμε μαζί πίσω στο σπίτι του παππού.

Ξωπίσω μας και ο πατέρας μου. Θυμάμαι που προσπαθούσαν να συνεφέρουν τη γιαγιά και τη θεία, ενώ σε λίγο ολόκληρο το χωριό άρχισε να μαζεύεται στο σπίτι για να συλλυπηθούν και να προσφέρουν βοήθεια, όπως συνηθιζόταν τότε».

Ο καιρός περνούσε και μέρα με την ημέρα η κατάσταση κάπως καλυτέρευε αλλά το κακό είχε γίνει. Κι όπως λένε, ενός κακού, μύρια έπονται…

Έτσι έφτασαν τα Χριστούγεννα του 1940 και ο κ. Θωμάς, θυμάται: «εκείνον τον καιρό κάθε σπίτι μεγάλωνε ένα γουρούνι για τα Χριστούγεννα. Δεν ήταν μόνο για τις γιορτές ήταν πια και θέμα επιβίωσης των οικογενειών. Ο παππούς δεν ήθελε να το σφάξει, λόγω του Γιώργου. Τελικά, ανέλαβε ο πατέρας μου για να έχουν λίγο κρέας να φάνε».

Η χήρα του Γιώργου, η Γλυκερία, είχε πάρει πολύ βαριά το χαμό του συζύγου της. Δεν έτρωγε, δεν έπινε κι έμενε ώρες ξαπλωμένη κλαίγοντας γοερά. «Τότε», όπως μας λέει ο κ. Θωμάς, «ήταν δύσκολο να έρθει γιατρός. Έπρεπε να πάει κάποιος να τον φέρει με το άλογο γιατί δεν διέθετε μέσο μεταφοράς κι αυτό σήμαινε τουλάχιστον 6 ώρες πήγαινε – έλα».

Τελικά ήρθε ο γιατρός, εξέτασε τη Γλυκερία, της έδωσε κάποια φάρμακα, αλλά ο πόνος ήταν πιο δυνατός από κάθε γιατρικό κι έτσι η όμορφη νεόνυμφη χήρα (τι οξύμωρο), λίγο πριν το Πάσχα, έσβησε παίρνοντας και το αγέννητο μωρό της μαζί της.

Ο χαροκαμένος πατέρας, ο Νικολός, προσπάθησε να φέρει το σώμα του αδικοχαμένου γιου του στο χωριό για να το θάψει πλάι στη γυναίκα του και το παιδί του, αλλά εν μέσω πολέμου αυτό ήταν αδύνατο.

«Τα χρόνια πέρασαν, έφυγε ο παππούς, ύστερα η γιαγιά και ο Γιώργος δεν γύρισε ποτέ. Έμεινε στα αλβανικά σύνορα, εκεί που έσβησε πολεμώντας για την πατρίδα του» λέει ο κ. Θωμάς.

Όμως, τα βράδια, αν κανείς κοιτάξει ψηλά στον ουρανό του μικρού χωριού της ιστορίας μας, θα διακρίνει τις φιγούρες του Γιώργου, της Γλυκερίας και του μωρού τους που ανεξάρτητα από του πού βρίσκονται θαμμένοι, είναι μαζί στον κόσμο των ονείρων τους και του Θεού.

Επιτέλους ενωμένοι κι ευτυχισμένοι απολαμβάνοντας στο θάνατο αυτό που τους στέρησε η ζωή. Μια ζωή λερωμένη από το μίσος του πολέμου και της ανθρώπινης αλαζονείας.