Η προσοχή μου τις δύο προηγούμενες εβδομάδες εστιάσθηκε στη ζωή του Κ. Π. Καβάφη, και στη θέση που το έργο του κατέχει στην νεοελληνική ποίηση, καθώς και στην διεθνή απήχησή του.

Επειδή σήμερα θα ασχοληθώ με κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά του έργου του, με το οποίο ο Καβάφης σηματοδότησε μια νέα τροπή στην νεοελληνική ποίηση, δίνω εισαγωγικά ένα από τα ποιήματά του στην ολότητά του, ως πρώτο δείγμα της ποίησής του.

Σημειώνω πως το ποίημα «Η Πόλις» είναι ένα από τα λίγα στα οποία ο Καβάφης χρησιμοποιεί ομοιοκαταληξία. Στο ποίημα αυτό θα επανέλθω αργότερα, όταν ασχοληθώ αναλυτικά με κάποια ποιήματά του.

Η Πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου – σαν νεκρός – θαμμένη.
Ο νους μου ως πότε μεζς στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού – μη ελπίζεις –
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
1910

Η ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Η γλώσσα του Καβάφη είναι ιδιότυπη, όπως και η ποίησή του στο σύνολό της. Θα παρατηρήσουμε πως η γλώσσα στο παραπάνω ποίημα, στη βασική της δομή, είναι δημοτική, χωρίς όμως να συμμορφώνεται με όλους τους κανόνες της, όπως είχε επικρατήσει στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ελλάδας την εποχή εκείνη. Σε άλλα του ποιήματα χρησιμοποιεί τύπους της καθαρεύουσας, αλλά σε γενικές γραμμές βρίσκεται μακριά από την τυπική καθαρεύουσα των τελευταίων δεκαετιών του 19ου και των πρώτων του 20ού αιώνα. Η χρήση τύπων της καθαρεύουσας φαίνεται να είναι ένα σκόπιμο τέχνασμα του Καβάφη, για να δώσει έναν ιδιαίτερο εκφραστικό τόνο σε κάποιους στίχους του, και να ενισχύσει το εννοιολογικό τους ξάφνιασμα.

Συχνά ο Καβάφης χρησιμοποιεί εκφράσεις από όλες τις περιόδους της ελληνικής λογοτεχνίας, και κυρίως από την ελληνιστική περίοδο, η οποία άσκησε μεγάλη επιρροή στην ποίησή του.

Όταν μιλάμε για τη γλώσσα του Καβάφη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έζησε, και δημιούργησε την ποίησή του στην Αλεξάνδρεια, μακριά από το μητροπολιτικό κέντρο. Ως εκ τούτου, δεν είχε άμεση επαφή, ιδιαίτερα την εποχή εκείνη, με τις γλωσσικές εξελίξεις στην Ελλάδα, όπως διαμορφώνονταν με την πάροδο του χρόνου.
Αυτός είναι ένας παράγοντας που δεν πρέπει να μας διαφεύγει όταν μιλάμε για την αποδημική μας λογοτεχνία γενικά. Το ίδιο ισχύει και για την τεχνοτροπία και τη θεματολογία. Ο λογοτέχνης, σε μεγάλο βαθμό, είναι προϊόν του κοινωνικού και πολιτιστικού του περίγυρου. Μόνο με βάση αυτήν την παράμετρο, και όταν τοποθετηθεί στο εξωελλαδικό της πλαίσιο, μπορεί να ερμηνευθεί, και να αξιολογηθεί, το λογοτεχνικό έργο των αποδήμων Ελλήνων.

Σήμερα είναι γενική η άποψη των μελετητών του έργου του πως ο Καβάφης υπήρξε ανακαινιστής της ελληνικής ποίησης, με την απόλυτα προσωπική τεχνοτροπία και θεματογραφία του, καθώς και την αλληγορία, το συμβολισμό και το στοχασμό που διανθίζουν τα φιλοσοφικά, ιστορικά και αισθησιακά (ηδονικά) ποιήματά του.
Οι στίχοι του είναι περιεκτικοί, σε βαθμό που πολλά του ποιήματα έχουν τη μορφή επιγράμματος, και τη συμπύκνωση, την αλληγορία, και το διδακτικό τόνο του αποφθέγματος.

Συχνά ο λόγος του Καβάφη είναι συμβουλευτικός, ακόμη και παραινετικός, με διαλογική διατύπωση, η οποία προσδίδει δραματικότητα στην ποίησή του.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ποίησης του Καβάφη είναι ότι στο τέλος πολλών ποιημάτων του επιφυλάσσει ένα απροσδόκητο ξάφνιασμα, που κάνει τον αναγνώστη να αναζητήσει την αιτιολόγησή του, και ως εκ τούτου να έρθει σε μια διαλογική συζήτηση με τον ποιητή.

Κατά κανόνα, τις προσωπικές του διαθέσεις και παρορμήσεις τις εκφράζει με τη χρήση συμβόλων, συχνά παρμένα από την ιστορία και τη μυθολογία, επιτυγχάνοντας έτσι τη μετουσίωση και αντικειμενικότητά τους. Αυτό, θα έλεγα, είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την ποίηση του Καβάφη από την ποίηση των Ελλαδιτών ομότεχνών του, και προσδίδει στα ποιήματά του τον διδακτικό τους τόνο.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ποίησης του Καβάφη είναι το δραματικό στοιχείο και η θεατρικότητα, η οποία επιτυγχάνεται με το διάλογο, τη σκηνοθεσία του πλαισίου μέσα στο οποίο κινούνται οι χαρακτήρες των ποιημάτων του, και οι απροσδόκητες μεταπτώσεις στη μοίρα τους.

Σχετικά με αυτά τα στοιχείο ο Ε. Π. Παπανούτσος γράφει τα ακόλουθα:
«Κανείς ποιητής από τους συγχρόνους μας δεν άδραξε με τόση αμεσότητα και με τέτοιαν αφοβία τη δραματική ουσία της ζωής, την τραγική και την κωμική της διάσταση, όπως ο Καβάφης. Και κανείς δεν μας την ξεσκεπάζει με τόσην οξύτητα, τόσον ωμά και επομένως τόσο συγκλονιστικά όσον εκείνος», «Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός», Ίκαρος, Αθήνα 1971, σελ. 219.

Οπωσδήποτε η ειρωνεία είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη, την οποία χρησιμοποιεί στις διάφορες μορφές της σε πολλά ποιήματά του, και την έχει αναγάγει σε μορφή τέχνης.

Από τις τραγωδίες των αρχαίων δραματικών ποιητών γνωρίζουμε την «τραγική ειρωνεία», η οποία χρησιμοποιείται όταν οι θεατές, ή αναγνώστες, ενός έργου γνωρίζουν την έκβαση των πράξεων των πρωταγωνιστών, ενώ οι ίδιοι την αγνοούν, και έτσι οδηγούνται στην τραγική τους μοίρα.
Αυτή δεν είναι η μόνη μορφή ειρωνείας που χρησιμοποιεί ο Καβάφης. Στην ποίησή του συναντάμε και την λεκτική ειρωνεία, με άλλα λόγια την ειρωνεία που έντεχνα χρησιμοποιεί, όταν ο ίδιος σχολιάζει άλλα πρόσωπα, ακόμη και τον εαυτόν του.

Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ειρωνείας το συναντάμε στο ποίημα «Περιμένοντας του βαρβάρους», όταν οι ηγέτες μιας πόλης βγήκαν στην αγορά με τα καλά τους, περιμένοντας τους βαρβάρους, για να τους βγάλουν από την ανία στην οποία είχαν περιέλθει από τη ραθυμία και την έκλυτη ζωή τους. Το ποίημα αυτό θα το σχολιάσω την ερχόμενη εβδομάδα.

Η ΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΣΕ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ

Κάθε φορά που διαβάζουμε ποιήματα του Καβάφη ανακαλύπτουμε και μια νέα πτυχή της τεχνικής του, ανεξάρτητα από την πρωτοτυπία των θεμάτων του, και τις πολλαπλές ερμηνείες των συμβόλων του. Ο υπαινιγμός, η ειρωνεία, η δραματικότητα, ο διδακτικός τόνος, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησης του Καβάφη, που της δίνουν την ιδιαιτερότητά της.

Μια προσεκτική μελέτη των ποιημάτων του δείχνει πως ο Καβάφης πρόσεχε και την τελευταία λεπτομέρεια. Τίποτε δεν ήταν τυχαίο, ούτε και περιττό. Κάθε τι συνέτεινε στη δημιουργία της επιδιωκόμενης εντύπωσης.

Ο στίχος του, πυκνός και ακριβολόγος καθώς είναι, σε βαθμό που γίνεται επιγραμματικός, μεταφέρει στον αναγνώστη την ευρυμάθεια, την ευαισθησία, και τη φρόνηση του ποιητή, παράλληλα με το κλίμα της μοναξιάς και της υπαρξιακής αγωνίας που τον κατέτρυχαν σε όλη τη ζωή του. Γιατί άκρως βιωματική, αλλά με διανθισμένη με πανανθρώπινες αξίες, είναι η ποίηση του Καβάφη, και ας είναι επενδυμένη με διάφορα ιστορικά ονόματα και γεγονότα. Αυτά είναι οι μάσκες, πίσω από τις οποίες κρύβεται το δράμα ενός ευαίσθητου και προβληματισμένου ανθρώπου, τα προσωπικά βιώματα του οποίου επέσυραν την αποδοκιμασία και το διασυρμό της σεμνότυφης κοινωνίας της εποχής του.

Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα στοιχεία στοιχειοθετούν τη μοναδικότητα, αλλά και διαχρονικότητα, της ποίησης του Καβάφη. Οι αναγνώστες του, από τη μια, αποστασιοποιημένοι καθώς είναι από τα δυναστικά του βιώματα, απότοκο του ομοφυλοφιλικού του πάθους, και τη σεμνοτυφία της κοινωνίας της εποχής του από την άλλη, διυλίζουν τα πανανθρώπινα διδάγματα της ποίησής του από τα προσωπικά τραύματα του ποιητή.

Αυτή, κατά κανόνα, είναι η καθαρτική ιδιότητα της υψηλής τέχνης. Αποκαθαίρει τις πανανθρώπινες αξίες και φέρνει στην επιφάνεια οικουμενικά διδάγματα, έστω και όταν αυτά απορρέουν από κοινωνικά επιλήψιμες συμπεριφορές και νοοτροπίες.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά συνέβαλαν, από τη μια στην ανάδειξη του Καβάφη ως ποιητή του Μείζονος Ελληνισμού, και από την άλλη στην αναγνώριση της διαχρονικότητας και οικουμενικότητας των αξιών που απορρέουν από τα ποιήματά του.