Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο Νίκος Καζαντζάκης λαμβάνει μια επιστολή από έναν Φραγκισκανό μοναχό που ζούσε στην Αθήνα. Ο συγγραφέας ήταν έτοιμος να πεθάνει από την πείνα.

Όλοι πέθαιναν γύρω του, μαρτυρούσε. Οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να φάνε. Η επιστολή τού ζητούσε να μεταφράσει τη βιογραφία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, που γράφτηκε από τον Γιόργκενσεν, με αντάλλαγμα ένα κιβώτιο με προμήθειες τροφίμων.

Χρόνια αργότερα, στις 22 Μαΐου 1957, μόλις λίγους μήνες πριν πεθάνει ο Κρητικός λογοτέχνης, εξιστορούσε στη Γαλλική τηλεόραση πώς ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης τού έσωσε τη ζωή.

Με έναν όμοιο τρόπο δεχθήκαμε το νεοεκδοθέν έργο «Η Οδύσ[σ]εια των Λέξεων» του Δρ. Νικολάου Μαθιουδάκη, ο οποίος βρίσκεται στην Ισπανία ως επισκέπτης καθηγητής Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Γρανάδας.

Κατά κάποιο τόπο, ένα Λεξικό που επαναφέρει στο φως περί τις 5.500 δημοτικές λέξεις μέσα από το έπος με τους 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους του Νίκου Καζαντζάκη.

Ένα «κιβώτιο» με προμήθειες πνευματικής τροφής αυτή τη φορά, που ανοίγουν νέους δρόμους για το ταξίδι αυτών των λέξεων προς μια αχαρτογράφητη Ιθάκη.

Ο Δρ. Μαθιουδάκης απαντάει σε ερωτήσεις του «Νέου Κόσμου» αιτιολογώντας, αποσαφηνίζοντας, διαφωτίζοντας κεντρικές πτυχές ενός «σώματος» λέξεων που έρχεται να καλύψει ένα επιστημονικό κενό στην ελληνική γλωσσολογία, αλλά και τη νεοελληνική λογοτεχνία γενικότερα.

Φώτο: Supplied

 

Αφιερώνετε τη γλωσσολογική σας αυτή έρευνα στους δασκάλους σας που, όπως λέτε, σας έμαθαν να σκέπτεστε, να φαντάζεστε και να εκφράζεστε ελεύθερα. Μπορείτε να τους ονομάσετε;

Πριν γράψω την αφιέρωση, σκέφτηκα πολύ σε ποιον να «χαρίσω» την επιστημονική μου εργασία. Μετρώντας στο μυαλό μου τους «δασκάλους» που με βοήθησαν να φτάσω στο δικό μου «τέλος», διαπίστωσα πως ήταν λίγοι, αλλά πολύ σημαντικοί. Στο Λύκειο, η φιλόλογός μου Γωγώ Κουγιουμουτζάκη, με έκανε να αγαπήσω τη λογοτεχνία.

Στο πανεπιστήμιο, η Πένη Καμπάκη-Βουγιουκλή με βοήθησε να αγαπήσω τη γλώσσα της λογοτεχνίας, η Ζωή Γαβριηλίδου με βοήθησε να αγαπήσω τις λέξεις στη γλώσσα της λογοτεχνίας και ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης με βοήθησε να αγαπήσω τη γλώσσα του Καζαντζάκη.

Εκτός σχολείου και πανεπιστημίου, ο Peter Bien με έμαθε να αγαπώ τον Καζαντζάκη. Οπότε, δικαιωματικά, η πρώτη μου μελέτη αφιερώνεται στους ανθρώπους που στάθηκαν δίπλα μου και με καθοδήγησαν να πραγματοποιήσω, με τη βοήθειά τους, τη δική μου έρευνα στο πεδίο της γλώσσας και της λογοτεχνίας.

Γιατί ο πραγματικός δάσκαλος –κατά τη γνώμη μου– είναι εκείνος που, αφενός, βοηθά τον μαθητή του να διασχίσει το ποτάμι της γνώσης, από τη μια όχθη στην άλλη και, αφετέρου, τον ενθαρρύνει να χτίσει τις δικές του γέφυρες, ώστε εν συνεχεία να βοηθήσει και εκείνος με τη σειρά του τους άλλους.

Ποια η πρώτη καζαντζακική ύλη πίσω από τις δημοτικές αυτές λέξεις που η έρευνά σας επαναφέρει στο φως της Νεοελληνικής γλώσσας;

Ο Καζαντζάκης ήταν ένας λογοτέχνης με απίστευτη αγάπη στη γλώσσα και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα, αλλά με ιδιαίτερη φιλομάθεια και σε ξένες γλώσσες, ιδιαιτέρως στα γαλλικά.

Έχουμε σημειώσεις του από τα νεανικά του χρόνια, που δεν είχε καταπιαστεί ακόμα με τα σπουδαία μυθιστορήματα τα οποία ως επί το πλείστον ο κόσμος γνωρίζει, στις οποίες ο Κρητικός συγγραφέας σημειώνει λέξεις και εκφράσεις συνεχώς.

Οπότε θεωρώ ότι ο Καζαντζάκης είναι ένας συγγραφέας, ένα σπάνιο δείγμα λογοτέχνη, που ως «λαϊκός γλωσσολόγος», ταξίδευε σε όλα τα μέρη της Ελλάδας για να «κουρσέψει» λέξεις της δημοτικής μας γλώσσας.

Στη συνέχεια, επεξεργαζόταν το υλικό του με πολλή προσοχή, ενώ με έμπνευση και φαντασία δημιουργούσε τον δικό του ιδιολεκτικό κόσμο, που είχε σαφώς θεμέλιο την κρητική διάλεκτο, τη μητρική του γλώσσα.

Στην «Οδύσεια», λοιπόν, προσπαθεί να δημιουργήσει μια πανελλήνια γλώσσα με έντονη λεξιπλαστική και πανδιαλεκτική διάθεση, βασιζόμενος, όμως, στους μηχανισμούς της νεοελληνικής γλώσσας.

Αν το πετυχαίνει ή όχι, αυτό είναι ένα άλλο ερευνητικό ερώτημα στο οποίο ελπίζω κάποτε να είμαστε σε θέση να δώσουμε μια σαφή επιστημονική απάντηση.

Το σημαντικό, όμως, είναι ότι ο Καζαντζάκης αδιαμφισβήτητα κατάφερε να διασώσει χιλιάδες λέξεις που δεν υπάρχουν στα λεξικά της κοινής νέας ελληνικής, εγκλωβίζοντάς τες μέσα στην ποιητική του έμπνευση και παραδίδοντάς τες, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, ως παρακαταθήκη, στη μελλούμενες γενιές, καθιστώντας με τον τρόπο αυτόν το έπος του έναν θησαυρό λεξιλογικού πλούτου.

Η Ελένη Βλάχου μίλησε για «πρωτότυπα Ελληνικά του Καζαντζάκη πλουτισμένα […] με τη γλώσσα των χωριατών και αγραμμάτων». Θα ήθελα να σας απευθύνω τρεις ερωτήσεις με γνώμονα την παραπάνω φράση:

α. Ισχύει κάποιο άτυπο κοινωνικό πλαίσιο ως προς τη χρήση των καταγεγραμμένων αυτών λέξεων;

β. Αποτελεί επιστημονικό και πολιτισμικό γεγονός η έκδοση ενός λεξικού μέσα από τη «γλώσσα χωριατών και αγραμμάτων»;

γ. Ασκεί γοητεία το μη ακαδημαϊκό στοιχείο στον σύγχρονο ακαδημαϊκό κόσμο της επιστήμης σας;

α. Οι λέξεις, που δυνάμωσαν στο στόμα του λαού, απέκτησαν ένα εξίσου δυναμικό ποιητικό περίβλημα, και φυσικά δεν υπόκεινται κάτω από οποιοδήποτε τυπικό ή άτυπο κοινωνικό πλαίσιο.

Η ισχύς των λέξεων –και ειδικότερα των συγκεκριμένων αθησαύριστων λέξεων– είναι πως έχουν την ικανότητα να ξαναγεννιούνται μέσα από τις στάχτες, και αλλιώς να αναγεννιούνται μέσα σε κάθε λογοτεχνικό περικείμενο.

β. Η σύνταξη και η δημιουργία κάθε λεξικού αποτελεί ένα σημαντικό επιστημονικό και πολιτισμικό γεγονός είτε πρόκειται για ένα λεξικό χρηστικό με καθημερινές λέξεις είτε για ένα λεξικό εξειδικευμένο με λογοτεχνικό υλικό.

Επιτρέψτε μου να «επιδιορθώσω» κάπως την άποψη της Βλάχου, καθώς αυτό που εκείνη εκφράζει ως «γλώσσα των χωριατών και αγραμμάτων» θεωρώ ότι είναι το ίδιο με αυτό που ο Καζαντζάκης εννοεί ως «γλώσσα του λαού», δηλαδή την ατόφια δημοτική με λαϊκή διάθεση, όπως το εκλαμβάνω προσωπικά.

Οπότε ένα λεξικό με σύνθετες και πολυσύνθετες, κυρίως, λέξεις φέρνει στο φως ένα άγνωστο δυναμικό γλωσσικό υλικό, προερχόμενο στην προκειμένη περίπτωση από τη λογοτεχνία. Άλλωστε, είναι κοινώς αποδεκτό πως οι λογοτέχνες μας και οι ευφάνταστες δημιουργίες τους είναι ένας από τους βασικότερους αγωγούς εμπλουτισμού της γλώσσας μας, αλλά και κάθε γλώσσας γενικότερα.

γ. Φυσικά και ασκεί γοητεία το ατόφιο, το αληθινό, το ανεπεξέργαστο υλικό –το μη ακαδημαϊκό, όπως το ονοματίζετε–, καθώς ανοίγεται ένα νέο πεδίο ουσιαστικής έρευνας σε αχαρτογράφητα νερά.

Κατά τη γνώμη μου, με παράδειγμα τον Καζαντζάκη, θεωρώ πως η δημιουργία ενός λεξικού ποιητικών νεολογισμών των νεοελλήνων λογοτεχνών θα αποτελούσε ένα ανεκτίμητο κληροδότημα στην επιστήμη τόσο της γλώσσας όσο και της λογοτεχνίας.

Διαβλέπετε ανταπόκριση ως προς την «υιοθέτηση» ή και τη χρήση των καζαντζακικών αυτών λέξεων (έστω μέρους αυτών) από την Κοινή Νέα Ελληνική;

Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, οι καζαντζακικές λέξεις είναι ένα φλεγόμενο υλικό και δύσκολα θα μπορούσαν να υιοθετηθούν ή να χρησιμοποιηθούν από το κοινωνικό σύνολο στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο.

Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι λέξεις αυτές είναι σύνθετες και πολυσύνθετες (και λιγότερο απλές παραγωγικές γλωσσικές μονάδες), οι οποίες έχουν μια ιδιαίτερη ποιητική διάθεση και μια έντονη εικονοπλαστική δύναμη.

Σίγουρα, όμως, οι καζαντζακικές λέξεις μπορούν να μας ωθήσουν να δούμε τη νεοελληνική μας γλώσσα με άλλα μάτια και να διαπιστώσουμε μια ιδιότυπη εκφραστική ελευθεριότητα που κρύβεται στους μηχανισμούς της γλώσσας μας.

Με άλλα λόγια, υπό το πρίσμα της ελεύθερης έμπνευσης, θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε, κυρίως, σε ένα λογοτεχνικό περιβάλλον νέες λέξεις ή και νέες σημασίες λέξεων.

Πώς προσεγγίζεται, από τους αναγνώστες, ένα «ιδιοσυγκρασιακό λεξιλόγιο» και πώς φωτίζει η έρευνά σας ως προς την κατανόηση του καζαντζακικού αυτού λεξιλογίου;

Μέσα από την ενασχόλησή μου με τη γλώσσα της λογοτεχνίας και ειδικότερα με τους ποιητικούς νεολογισμούς, διαπίστωσα πως δεν υπάρχουν δύσκολες λέξεις και εκφράσεις.

Και το σημειώνω αυτό εμφατικά γιατί επικρατεί η άποψη πως «ο Καζαντζάκης γράφει σε μια δύσκολη γλώσσα». Σίγουρα, ο Κρητικός λογοτέχνης έχει μια προσωπική ιδιοσυγκρασιακή γλώσσα, η οποία προσεγγίζεται με επιμονή και υπομονή.

Η έρευνά μου, λοιπόν, στη γλώσσα του Καζαντζάκη, αποδεικνύει ότι τα δομικά στοιχεία μιας λέξης (μία μονάδα του ευρύτερου λεξιλογίου), αλλά και το περικείμενο μέσα στο οποίο βρίσκεται η λέξη, αποτελούν σημαντικούς δείκτες για την αναγνώριση, την αποκωδικοποίηση και την ερμηνεία (μερικώς ή ολικώς) οποιασδήποτε λέξης, άγνωστης ή λιγότερο γνωστής.

Επομένως, στο παράδειγμα του Καζαντζάκη, ο οποίος χρησιμοποιεί ένα ιδιαιτέρως ιδιοσυγκρασιακό λεξιλόγιο, διαφαίνεται πως οι όποιες αναγνωστικές δυσκολίες μπορούν να ξεπεραστούν αν ο αναγνώστης έχει τη διάθεση να ξεπεράσει το εμπόδιο και να αναγνωρίσει την όποια άγνωστη (ή και δύσκολη κατά κάποιον τρόπο) λέξη.

Επίσης, οφείλω να τονίσω ότι ο Καζαντζάκης και οι λέξεις του μάς δείχνουν έναν άλλο δρόμο διαφορετικό από τη στυγνή καθημερινότητα, καλλιεργώντας με έναν τρόπο ξεχωριστό τη φαντασία μας, ενώ συνάμα μας βγάζουν από στενά όρια της εννοιολογικής καθεστηκυίας τάξης, (απ)ελευθερώνοντας τη σκέψη και τη φαντασία μας, αναφορικά με τα εκφραστικά μας μέσα, διά των λέξεων.

Υπάρχει ένα συνολικό ποιητικό μήνυμα μέσα από την «Οδύσ[σ]εια των Λέξεων» για τον αναγνώστη;

Μέσα στην «Οδύσεια» του Νίκου Καζαντζάκη υπάρχει το μήνυμα της συνεχούς αναζήτησης της αθάνατης πηγής, της αθανασίας, της δύναμης που πρέπει να έχει ο άνθρωπος για να φτάσει όπου δεν μπορεί – ακολουθώντας και την προσταγή του ίδιου του Κρητικού συγγραφέα.

Μέσα στην «Οδύσ[σ]εια των Λέξεων», ο αναγνώστης πρόκειται να βρει ένα ιδιοσυγκρασιακό λεξιλόγιο που υπάρχει στην ιδιότυπη ποιητικά γλώσσα του Καζαντζάκη, στο οποίο καθρεπτίζεται η ορμή της δημοτικής μας γλώσσας.

Ο αναγνώστης, λοιπόν, πέρα την ομορφιά της νέας ελληνικής γλώσσας, διαπιστώνει και τις δυνατότητες που έχει η γλώσσα μας, με τους διάφορους μηχανισμούς της, να παράγει και να συνθέτει νέες λέξεις.

Τούτο είναι το ποιητικό μήνυμα της δικής μου μελέτης: πως ο αναγνώστης τη στιγμή που έρχεται σε επαφή με μια νέα/άγνωστη λέξη, στην αρχή τη θαυμάζει ως μορφή και στη συνέχεια την αποκωδικοποιεί ως ερμηνεία.

Η αναγνωστική αυτή δοκιμασία έχει –κατά τη γνώμη μου– τη δική της μοναδική γοητεία, εφάμιλλη της δημιουργίας της ποίησης.

Εάν η κάθε λέξη έχει τη δική της Οδύσσεια μέσα στον χρόνο, υπάρχει εντέλει ένας κοινός τόπος ή μια Ιθάκη;
Η κάθε λέξη έχει τέτοια δύναμη που δεν μπορούμε καν να τη φανταστούμε.

Δεν είναι τυχαίο πως έχουμε λέξεις στην ελληνική γλώσσα που ξεκίνησαν από τα αρχαία ελληνικά, ταξίδεψαν διαμέσου των ελληνιστικών χρόνων και έφτασαν σήμερα να χρησιμοποιούνται στα νέα ελληνικά είτε αυτούσιες σε μορφή και περιεχόμενο είτε όχι.

Γιατί πολύ συχνά οι λέξεις «αναμορφολογούνται» και «ανασημασιολογούνται», με άλλα λόγια αλλάζουν μορφή και σημασία. Το σημαντικό όμως είναι πως παραμένουν λέξεις, δομικά στοιχεία του λόγου, με σημαίνον και σημαινόμενο.

Επίσης, μην ξεχνάμε ότι πολλές λέξεις ταξιδεύουν και σε άλλες γλώσσες, υπόκεινται σε διάφορες αλλαγές μέχρι την τελική τους ενσωμάτωση στη νέα πατρίδα.

Αναλογιζόμενος, ακόμη, ως παράδειγμα την οδύσσεια των λέξεων στο ποιητικό έπος του Καζαντζάκη, θεωρώ πως οι λέξεις αυτές ξεκίνησαν άλλες «από το στόμα του λαού», άλλες από τον νου και την καρδιά του Κρητικού λογοτέχνη, με τελική κατάληξη να εγκιβωτιστούν στο μεγαλειώδες ποίημα.

Όμως, έφτασαν στην Ιθάκη; Δεν πιστεύω, γιατί το ποίημα κυκλοφορεί ελεύθερο από το 1938 και συνεχίζει να διαβάζεται –στο μέτρο του δυνατού– ακόμα.

Οπότε η δική μου άποψη είναι πως: οι λέξεις είναι πουλιά ταξιδιάρικα χωρίς τόπο, χωρίς πατρίδα, που γεννήθηκαν από κάποιον, που ταξίδεψαν κάποτε και που τελικά ζουν κάπου.

Και φυσικά δεν έχει σημασία αν η Ιθάκη υπάρχει –ρεαλιστικά ή ποιητικά– γιατί, ως γνωστόν, το ταξίδι είναι ο υπέροχος «προορισμός» εντέλει… Καλύτερα η πορεία από τον προορισμό.

Πείτε μας τι είναι αυτό που κρατάτε ως ανάμνηση, μέχρι στιγμής, από την πολύχρονη ενασχόλησή σας με τη μελέτη του έργου του Καζαντζάκη;

Ως ανάμνηση κρατώ τις στιγμές εκείνες που βυθίστηκα μέσα στην καζαντζακική «Οδύσεια», ψαρεύοντας νέες ποιητικές νεολογικές αθησαύριστες λέξεις, έχοντας με τον καιρό καταλογραφήσει τις δικές μου αγαπημένες καζαντζακικές λέξεις, που επαναφέρω συχνά στη μνήμη μου για να με ταξιδέψουν.

Ως ανάμνηση, επίσης, κρατώ τις στιγμές που βυθίστηκα μέσα στα χειρόγραφα του Νίκου Καζαντζάκη, ανιχνεύοντας τα γραφόμενα λόγια του και σκιαγραφώντας την προσωπικότητά του μέσα από τον γραφικό του χαρακτήρα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Η εμπειρία να αντικρύζεις για πρώτη φορά το τελευταίο δακτυλόγραφο της «Οδύσειας» με χειρόγραφες σημειώσεις, να μεταγράφεις πρώτος και να τεκμηριώνεις αδημοσίευτες σημειώσεις και επιστολές, καθώς και ανέκδοτα έργα, όπως μια διασκευή ενός παραμυθιού με τον τίτλο «Το φτερωτό άλογο» (2011), ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο «Ξημερώνει» (2013), ένα άγνωστο μυθιστόρημα με τον τίτλο «Ο Ανήφορος» (2018) είναι πραγματικά μια αξία ανεκτίμητη, που μένει χαραγμένη στη μνήμη μου.