Σε λίγες μέρες ξεκινούν οι εκδηλώσεις για τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821.

Θα γίνουν χιλιάδες εκδηλώσεις στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Εκατοντάδες εκδηλώσεις έχουν προγραμματιστεί και για την Αυστραλία και το πλήρες πρόγραμμά τους θα δημοσιευθεί σε ειδικό ένθετο στο «Νέο Κόσμο».

Παράλληλα, η εφημερίδα μας θα επιδιώξει να φωτίσει άγνωστες πτυχές της επανάστασης και των ηρώων της.

Διακόσια χρόνια αργότερα θα πρέπει να ξαναδούμε την ιστορία της περιόδου χωρίς εθνικιστικές παρωπίδες αλλά και χωρίς ιδεοληψίες.

Θα μιλήσουμε για άγνωστους ήρωες, για σημαντικές διαστάσεις που έμειναν ανεξερεύνητες και θα τονίσουμε τον νεωτερικό χαρακτήρα της Επανάστασης.

Ο Μπάμπης Σταυρόπουλος, γέννημα-θρέμμα του Μωριά, ζει και πάλι τα τελευταία χρόνια στην Πελοπόννησο.

Θα επισκεφθεί τόπους και χωριά όπου έγιναν μεγάλες μάχες, όπου γεννήθηκαν και έδρασαν οι άνθρωποι της Επανάστασης. Θα φωτίσει τις άγνωστες πτυχές, αλλά παράλληλα θα τις συνδέσει και με το σήμερα.

Η αρχή γίνεται με την έκδοση της Δευτέρας, όπου ο Μπάμπης Σταυρόπουλος αναφέρεται στο θλιμμένο λέοντα του Ναυπλίου, στον απελευθερωτή της πόλης Στάικο Σταϊκόπουλο και σε έναν ανώνυμο άστεγο του σήμερα που κοιμάται σε ένα παγκάκι μπροστά στο άγαλμα του ήρωα του 1821.

Ο θλιμμένος λέοντας του Ναυπλίου, ο Στάικος και o άστεγος…

Ο θλιμμένος λέοντας του Ναυπλίου, γνωστός και ως «ο θλιμμένος λέοντας των Βαυαρών», ο Στάικος Σταϊκόπουλος και ο ανώνυμος άστεγος της φωτογραφίας που δημοσίευσε η τοπική ιστοσελίδα anagnostis.org, δεν σχεδίαζαν να συναντηθούν και να συγκατοικήσουν όσο ζούσαν.

Δε θα μπορούσαν, άλλωστε, αφού ο λέοντας είχε γεννηθεί σε κάποια αφρικανική ζούγκλα, πριν 180 χρόνια.

Ο Στάικος, στον οποίο ανήκει ο ανδριάντας, είχε γεννηθεί σε ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας, το 1799, και πέθανε στο Ναύπλιο, 7 ολόκληρα χρόνια πριν εμφανιστεί στην πόλη το λυπημένο αγρίμι…

Και όσο για τον τρίτο συγκάτοικο, τον άστεγο, που κοιμάται όπου βρει, κανείς ποτέ δεν θα ενδιαφερθεί, για το όνομά του, την ιστορία του, την ηλικία του και την καταγωγή του.

Οι άστεγοι δεν έχουν ταυτότητα, γιατί, ουσιαστικά, ποτέ κανείς, δεν ενδιαφέρθηκε να αποκτήσουν και κανείς δε τους ρωτάει, για το ονοματεπώνυμό τους.

Ούτε οι περαστικοί, πού και πού, τους αφήνουν κανένα κέρμα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο άστεγος της φωτογραφίας, δεν έχει ούτε καν πρόσωπο…

Όσο για κράτος, που το Σύνταγμα το οποίο το υποχρεώνει να φροντίζει τους πολίτες του, τους αφήνει να πεθάνουν στο δρόμο ή σε ένα παγκάκι…

Ακόμα και η συγκατοίκηση των τριών, περνάει απαρατήρητη, από το ραντάρ της ιστορικής γνώσης της κοινωνίας.

Και, όμως, τις τρεις αυτές ξεχωριστές και εντελώς ανόμοιες μεταξύ τους παρουσίες στο ιστορικό Ναύπλιο, την πρώτη (επίσημη) πρωτεύουσα του ελληνικού Κράτους, που θα γιορτάσει τον καινούργιο χρόνο την 200ή επέτειο των γενεθλίων του, έχουν μεταξύ τους κάτι το κοινό.

Τόσο κοινό και ανθρώπινο, μάλιστα, που δεν αφήνει ανεπηρέαστα ούτε τα ζώα…

Επειδή, τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο, οι υπόγειες διαδρομές της συμπαντικής μας μοίρας, συνέβαλαν τα μέγιστα, να συνενώσω τα νήματα των ιστορικών διαδρομών του θλιμμένου λιονταριού, με τις πολύ δύσκολες και αβίωτες μέρες του Σταϊκόπουλου και του άστεγου.

Και ας αρχίσουμε από τον ανδριάντα, του ήρωα της Επανάστασης του 1821, Στάικου Σταϊκόπουλου, κάτω από τον οποίο κοιμάται ο άστεγος της φωτογραφίας.

Επ´ ευκαιρία, να σας πω, ότι από το 1823 μέχρι να μεταφερθεί η πρωτεύουσα του κράτους στην Αθήνα, οι άστεγοι στο Ναύπλιο, ήταν περισσότεροι από αυτούς που είχαν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους.

Και αυτό συνέβαινε γιατί στην πρωτεύουσα κατέφευγαν όσοι έψαχναν κάπου να διοριστούν ή να βρουν μια οποιαδήποτε δουλειά.

Μετά, μάλιστα, το ισοπεδωτικό διάβα του Ιμπραήμ, που σκότωνε και έκαιγε ό,τι έβρισκε μπροστά του, στην πάμφτωχη… πρωτεύουσα έτρεξαν για ένα κομμάτι ψωμί οι μισοί Μοραΐτες…

Στην ίδια πόλη, έζησε σαν επαίτης και πέθανε το 1835 και ο ίδιος ο Στάικος.

Ο πορθητής που απελευθέρωσε το Ναύπλιο, την πρωτεύουσα της τότε Ελλάδας!

Ο Στάικος, που γεννήθηκε στη Ζάτουνα της Γορτυνίας (το χωριό που είχε εξοριστεί από τη χούντα ο Μίκης Θεοδωράκης) πήγε στην Ύδρα το 1818 όπου έγινε έμπορος δερμάτων. Εκεί μυήθηκε και στην Φιλική Εταιρεία.

Με το που άρχισε η επανάσταση του ’21, σύστησε δικό του σώμα και στις 29 Νοεμβρίου το 1822, μαζί με τον Δημήτρη Μοσχονησιώτη, πολιόρκησαν το Ναύπλιο και άλωσαν το ξακουστό Παλαμήδι. Ένα από τα πιο ισχυρά φρούρια όλης της χώρας.

Μετά από τους ηρωισμούς και τις ανδραγαθίες, έγινε χιλίαρχος, στη συνέχεια στρατηγός και παρέμεινε στον Στρατό.

Στους δύο εμφυλίους που μεσολάβησαν τάχθηκε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη.

Χρόνια πριν φτάσει ο Όθωνας στο Ναύπλιο, είχε αρρωστήσει και άρχισε να πάσχει από βαριά κατάθλιψη…

Αμέσως μετά την άφιξη του Όθωνα, τον Γενάρη του 1833, ο Στάικος που είχε πια «μισοτρελαθεί» άρχισε να βρίζει τους Βαυαρούς, οι οποίοι και τον φυλάκισαν, επειδή ήταν με την παράταξη του Κολοκοτρώνη…

Πέθανε σαν επαίτης και… τρελός, στις 21 Φλεβάρη του 1835, σε ηλικία μόλις 36 ετών.

Αν συνδέει κάτι την ιστορία του λέοντα, με αυτή του Στάικου και, ενδεχομένως, με αυτή του άστεγου, είναι η μοναξιά και η κατάθλιψη που τις συνοδεύει.

Από κατάθλιψη, για όσα είχε ζήσει από τον αγώνα, τους εμφύλιους, τις κακουχίες, τον κατατρεγμό της διχόνοιας και τις φυλακίσεις, πέθανε ο Στάικος και από τη μεγάλη του θλίψη, για τον θάνατο εκατοντάδων Βαυαρών στρατιωτών και αξιωματικών από τον κοιλιακό τύφο, «τιμωρήθηκε» για να πεθάνει θλιμμένο, το δόλιο το λιοντάρι.

Το θλιμμένο αγρίμι λαξεύτηκε, κατόπιν εντολής του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’, στον βράχο του Ναυπλίου, από τον Γερμανό γλύπτη Ερρίκο Ζίγκελ το 1842, σε ανάμνηση των θυμάτων εκείνης της μακρινής πανδημίας.

Το ερώτημα που ακόμα με απασχολεί είναι: αν ο άστεγος επέλεξε τυχαία το συγκεκριμένο παγκάκι, μπρος στον ανδριάντα του επίσης φτωχού και άστεγου Σταϊκόπουλου, ή το επέλεξε προς τιμήν του, για να συντροφιά στον κατατρεγμένο ήρωα, που είχε τραβήξει τα μύρια όσα.

Κανένας από τους δύο δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη παρέα…

Και επειδή πια είμαι βέβαιος, ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο, σε τούτο τον κόσμο και τον… άλλο, πιστεύω επίσης ότι: δεν είναι τυχαίο που όλα αυτά, έγιναν κάτω από το γαλήνιο ύπνο και τα κλειστά μάτια, ενός θλιμμένου λιονταριού…