Η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός ο εκφρασμένος σε γλώσσα Ελληνική, τα κείμενα στα Ελληνικά είναι αυτά με τα οποία όλος ο πολιτισμένος κόσμος (ανα)γνωρίζει και ξεχωρίζει τους Έλληνες. Αυτή είναι η διαχρονικής αξίας κληρονομιά μας.

Η γνώση και η χρήση της ελληνικής γλώσσας, λοιπόν, είναι ό,τι πιο ισχυρό, πιο αισθητό και ευρύτερα αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό της ελληνικότητας στην ελληνική διασπορά.

Η ελληνομάθεια ή διαφορετικά η διδασκαλία και εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού σχετίζεται τόσο με την ταυτότητα των μελών της ελληνικής διασποράς όσο και με τον τρόπο σκέψης.

Τα σχολεία της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας καθώς και τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιτελούν πολυσήμαντο έργο.

Και δεν είναι άλλο από τη διδασκαλία ενός εργαλείου επικοινωνίας, αυτού της ελληνικής γλώσσας και τη διδασκαλία του ελληνικού πολιτισμού παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στους Έλληνες της διασποράς -σε όποια γενιά και να ανήκουν- να εκφράσουν παντοιοτρόπως την ταυτότητά τους είτε μέσω της γλώσσας, είτε μέσω των παραδόσεων, των ηθών και των εθίμων, είτε μέσω της ιστορίας.

Επομένως, οι εκπαιδευτικοί καθίστανται ‘απόστολοι’ της γλώσσας και του πολιτισμού μας.

Είναι στο χέρι μας να μη μάθουμε ελληνικά, είναι στο χέρι μας να μη χορεύουμε ελληνικούς χορούς, όμως δεν είναι στο χέρι μας, ως Έλληνες της διασποράς να αρνηθούμε την ελληνική μας ταυτότητα και ελληνική ταυτότητα σημαίνει ελληνική γλώσσα, ελληνική παράδοση και ελληνική ιστορία αλλά και ως ξενόγλωσσοι δεν μπορούμε να αρνηθούμε την επιμορφωτική δύναμη που έχουν οι Ελληνικές Σπουδές σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ποια είναι όμως τα πραγματικά χαρακτηριστικά της ελληνομάθειας στο εξωτερικό; Η ελληνομάθεια έξω από τα σύνορα της πατρίδας είναι πολυπρισματική διότι αποτελεί μια (εκ)παιδευτική λειτουργία με πολλαπλά –ίσως και διαφορετικά- χαρακτηριστικά.

Λαμβάνοντας υπόψιν πού διδάσκεται (Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια ημερήσια δημόσια σχολεία, ελληνορθόδοξα σχολεία, απογευματινά σχολεία της εκκλησίας και της ελληνικής κοινότητας, ιδιωτικά ελληνικά φροντιστήρια, δημόσιους εκπαιδευτικούς οργανισμούς, Ιδρύματα Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κ.τ.λ.), από ποιους διδάσκεται (δασκάλους δημοτικού, καθηγητές γυμνασίου και λυκείου, ακαδημαϊκούς, αποσπασμένους δασκάλους κ.τ.λ.), σε ποιους διδάσκεται (σε παιδιά, μαθητές σχολείου, φοιτητές δεύτερης/ τρίτης/ τέταρτης γενιάς ελληνοαυστραλών ή σε ξένους) και, τέλος, το πώς διδάσκεται (με τη χρήση ή όχι κάποιου εγχειριδίου, δια ζώσης ή εξ’ αποστάσεως κ.τ.λ.).

Τα Προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών στη Τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν την κορυφή στην εκπαιδευτική πυραμίδα της ελληνομάθειας. Είναι αυτά που καλούνται είτε να συνεχίσουν το έργο των προηγούμενων βαθμίδων και να το ολοκληρώσουν είτε ακόμα να ξεκινήσουν και να ολοκληρώσουν έναν κύκλο ελληνικών σπουδών μέσα σε δύο ή τρία χρόνια.

Οι αναπροσαρμογές των προγραμμάτων ακαδημαϊκών σπουδών αποτελούν μια αυτονόητη και συνήθη διαδικασία ώστε να αντιμετωπίζονται επίκαιρες ανάγκες. Μεταξύ πολλών άλλων, το 2020 κλήθηκαν τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα να ανταποκριθούν στις σύγχρονες πανδημιακές ανάγκες, να λύσουν προβλήματα -που ίσως υφείρπαν- και ταυτόχρονα να σχεδιάσουν το μέλλον τους.

Κατά συνέπεια, τα περισσότερα – αν όχι όλα – Προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών έχουν αποδυθεί σε ένα αγώνα δρόμου από τη μια για να συνεχίσουν να είναι μέρος των ακαδημαϊκών προγραμμάτων και από την άλλη να ανταποκριθούν στις ραγδαίες εκπαιδευτικές εξελίξεις (π.χ., σύγχρονη και ασύγχρονη διδασκαλία). Σε αυτό το σημείο είναι άξιο αναφοράς ότι στην ίδια κατάσταση βρίσκονται τα περισσότερα γλωσσικά προγράμματα των πανεπιστημίων.

Ένα παράδειγμα αποτελεί το Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Macquarie. Οι Πανεπιστημιακές Αρχές προκειμένου να εξασφαλίσουν την βιωσιμότητά του αποφάσισαν ότι το Πρόγραμμα θα προσφέρεται ως Minor για το 2021.

Αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υποβάθμιση. Η εκπαίδευση, όμως, είναι ένας διαρκώς εξελισσόμενος οργανισμός στον οποίο τα προβλήματα είναι ενδεικτικά μιας νέας εκπαιδευτικής εποχής και αποτελούν το έναυσμα επιβεβλημένων αλλαγών καθώς και προόδου.

Το Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Macquarie μέσα στο 2020 ανέπτυξε νέα ερευνητικά μονοπάτια και διδακτικές μεθόδους επί της διδασκαλίας της Ελληνικής ως ξένης/ δεύτερης γλώσσας.

Ανέπτυξε και εφάρμοσε ένα επιτυχημένο ερευνητικό πρόγραμμα (project) με τίτλο ‘Culture and Modern Greek Language Courses for foreign staff in Aged Care Facility’ με βραχυπρόσθεμο στόχο την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής κουλτούρας στο ξενόγλωσσο προσωπικό του ελληνικού γηροκομείου της Βασιλειάδας, στη Νέα Νότια Ουαλία και μακροπρόθεσμο σκοπό την αποδοτικότερη επικοινωνία μεταξύ ελληνόφωνων ενοίκων του γηροκομείου της Βασιλειάδας και του ξενόγλωσσου προσωπικού.

Σε αυτή την περίπτωση η έρευνα βγαίνει έξω από τα όρια του πανεπιστημίου και συναντά την παροικία. Το παράδειγμα, λοιπόν, του Προγράμματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Macquarie αποδεικνύει ότι οι υψηλές εκπαιδευτικές προδιαγραφές θα πρέπει να σχετίζονται με την παροχή ελληνομάθειας γιατί η ελληνική ομογένεια πλέον έχει υψηλές απαιτήσεις.

Ένα επικαιρικό ερώτημα είναι ‘Ποιο είναι το μέλλον των Ελληνικών προγραμμάτων;’. Όμως, το επίκαιρο ερώτημα προς όλους τους φορείς (ομογένεια, διδακτικό προσωπικό, διοίκηση των Πανεπιστημίων, φοιτητές) πρέπει να αφορά το παρόν γιατί για να θέσουμε ένα στόχο, πρέπει να αποτιμήσουμε το παρόν με σκοπό να οργανωθούμε σωστά.

Επομένως, το πιο σημαντικό είναι να διατηρηθούν οι έδρες των Ελληνικών Προγραμμάτων στα Αυστραλιανά Πανεπιστήμια.

Ή να το θέσω διαφορετικά, να μη χαθεί η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας από την Τριτοβάθμια εκπαίδευση διότι η ελληνομάθεια θα είναι μια εκπαιδευτική πυραμίδα χωρίς κορυφή. Σε κάθε μορφής πυραμίδα η κάθε βαθμίδα επιτελεί ένα σκοπό. Για παράδειγμα η διδασκαλία της γραμματικής στο δημοτικό γίνεται με άλλον τρόπο και ρυθμό από ό,τι γίνεται στο Πανεπιστήμιο.

Η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας στην Ομογένεια είναι υψίστης εθνικής σημασίας. Επομένως, η διδασκαλία της Ελληνικής και του ελληνικού πολιτισμού θα πρέπει να διατηρηθεί στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.

*Η Δρ Πατρίσια Κορομβόκη είναι Επικεφαλής του Προγράμματος Νεοελληνικών Σπουδών στο Macquarie University, Sydney.