Μετά το 1818 η Φιλική Εταιρία άρχισε να επεκτείνεται. Κατόρθωσε να μυήσει μερικούς ευκατάστατους εμπόρους που μπορούσαν και έκαναν αξιόλογες οικονομικές συνεισφορές.

Δημιούργησε έτσι ένα σύστημα ‘Αποστόλων’ που μετέβαιναν σε διάφορες περιοχές, μυούσαν σημαντικούς Έλληνες και κρατούσαν επαφή με τη μυστική ηγεσία της που βρισκόταν στην Οδησσό και που τελικά, μετά το 1818, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Άρχισε να εξαπλώνεται ευρέως στη Ρωσία, τις Παραδουνάβιες χώρες, την Κωνσταντινούπολη, τα Επτάνησα και τις σκλαβωμένες περιοχές της Ελλάδας.

Τα μέλη της ξεπέρασαν κατά πολύ τα χίλια. Περιελάμβανε στους κόλπους της όλες τις τάξεις του Ελληνικού λαού και σε όλες τις ελληνικές περιοχές, κλέφτες μαχητές των βουνών, διανοούμενους, εμπόρους, ναυτικούς των Αιγαιοπελαγίτικων νησιών, κληρικούς, πλούσιους προεστούς και κοτζαμπάσηδες.

Ο Αναγνωσταράς που στάλθηκε στην Ύδρα να μυήσει μέλη στην εταιρία, το έκανε με τον δικό του τρόπο, επιτυχώς και μετά μουσικής:

Ο Αναγνωσταράς κιθαρίζων το λεγόμενον κοινώς ‘πουζούκι’ ετραγώδη ή κανέν του Ρήγα ή Κλεπτικόν ΄Ασμα και ούτω διαγείρων τον ενθουσιασμόν, ευκώλυνε την πιστήν αποδοχήν της Κατηχήσεως. ΄Ητον άρα, κατ’ ένα τρόπον, ο Ορφεύς των Φιλικών. (Ιωάννου Φιλήμωνος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας’ σσ. 201-2)

Ως ελέχθη στο προηγούμενο, η δύναμη της εταιρείας βρισκόταν στη φαντασία των μελών της για την μυστηριώδη άγνωστη ηγεσία της. Οι απόστολοι άφηναν τα μέλη να υποθέτουν ότι στην κορυφή της μυστικής Υπέρτατης Αρχής βρισκόταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, ή ο ίδιος ο Αυτοκράτορας της Ρωσίας Αλέξανδρος ο Α΄.

Η Φιλική Εταιρεία ήταν ο αόρατος κρίκος που ένωσε τον απανταχού Ελληνισμό. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης που μυήθηκε σε αυτή, στη Ζάκυνθο, το 1818, την έβλεπε ως έναν τέτοιο ενωτικό κρίκο.

Εμέστωσε και η εταιρεία, η φιλική εταιρεία η οποία εχρησίμευσε ως μία σύνοδος οικουμενική της Ελλάδος, πλησίον εις τον ιερέα ήτον ο λαίκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί πατριάρχης και τζοπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί και άρρωστοι, κλεφτοκαπητανέοι, προεστοί και έμποροι, η σύνοδος εργάζετο άκοπα· άγιο το χώμα εκείνων που την εφευρήκαν!

(Απομνημονεύματα, σ. λ)

Όταν η Εταιρεία απλώθηκε πολύ υπήρχε κίνδυνος το μυστικό της να διαρρεύσει στις οθωμανικές Αρχές και πράγματι διέρρευσε εις τον Αλή Πασά, αλλά και διάφορα σημαντικά μέλη της άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις και υποθέσεις για την Υπέρτατη Αρχή.

Η Υπέρτατη Αρχή, που τελικά αποτελούνταν από 16 μέλη, διαμόρφωσε επίσης τη σκέψη ότι θα πρέπει να λύσουν ικανοποιητικά το ζήτημα της ηγεσίας και να θέσουν συγκεκριμένους στόχους και σχέδια για την Ελληνική εξέγερση.

Για το σκοπό αυτό ορίστηκε ο Εμμανουήλ Ξάνθος ο οποίος μετέβηκε στην Πετρούπολη στις αρχές του 1820, να προσεγγίσει τον Ιωάννη Καποδίστρια.

Ο Καποδίστριας, που είχε προσεγγιστεί και στο παρελθόν από έναν επιπόλαιο νέο, τον Νικόλαο Γαλάτη και, επίσης, λίγο πριν τον Ξάνθο, από τον Κυριακό Καμαρινό εκ μέρους του Πετρόμπεη, του ηγέτη της Μάνης, και πάλι δεν αποδέχτηκε την πρόταση να αναλάβει την ηγεσία της μυστικής Εταιρίας και ήταν αρνητικός για τον τρόπο έναρξης της επανάστασης.

Η γνώμη του ήταν ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει κάποτε στο μέλλον όταν θα άλλαζαν οι διεθνείς συγκυρίες ή όταν θα υπήρχε ένας ρωσοτουρκικός πόλεμος.

Να σημειωθεί ότι ο Γαλάτης άρχισε να συμπεριφέρεται με τρόπο που θα μπορούσε να εκθέσει την εταιρία, και να εκβιάζει την ηγεσία της για χρήματα να μην την αποκαλύψει στις τουρκικές αρχές. Η ηγεσία τον έκρινε επικίνδυνο και φρόντισε με τρόπο να τον εκτελέσει.

Μετά την άρνηση του Καποδίστρια, ο Ξάνθος προσέγγισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ο οποίος ήταν υποστράτηγος του ρωσικού στρατού, είχε χάσει το δεξί του χέρι στη μάχη της Λειψίας το 1812 και υπηρετούσε στη φρουρά του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Α΄.

Ο Υψηλάντης αποδέχτηκε την πρόταση του Ξάνθου (12 Απριλίου 1820) και άρχισε αμέσως τις επαφές του με Φιλικούς. Ζήτησε και έλαβε απεριόριστη άδεια από τον Αυτοκράτορα και οργάνωσε συναντήσεις με Φιλικούς στη Μόσχα και την Οδησσό.

Όταν ο Καμαρινός συνάντησε τον Καποδίστρια, εκ μέρους του Πετρόμπεη της Μάνης και του έφερε σχετική αλληλογραφία από αυτόν, έμαθε, προς έκπληξή του, ότι ο Καποδίστριας δεν ήταν αναμειγμένος στην εταιρία και μάλιστα είχε διαφορετικές απόψεις και του έδωσε σχετική επιστολή για τον Πετρόμπεη.

Ο Καμαρινός στη συνέχεια πλησίασε τον Υψηλάντη και ζητούσε υπερβολικά ποσά για να αρχίσει η επανάσταση στη Μάνη, χρήματα που δεν είχε η Εταιρία.

Οι Φιλικοί ζήτησαν από τον Καμαρινό να τους παραδώσει την επιστολή του Καποδίστρια προς τον Πετρόμπεη για να μη δημιουργηθούν προβλήματα στο σχέδιο για την επανάσταση. Αυτός αρνήθηκε και απειλούσε τους Φιλικούς οι οποίοι θεώρησαν ότι ήταν επικίνδυνος και έπρεπε να εκτελεστεί, πράγμα που έγινε.

Στις 5-7 Οκτωβρίου 1820 ο Υψηλάντης οργάνωσε στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας σύσκεψη σημαντικών Φιλικών και συζήτησαν την υλοποίηση των σκοπών της Εταιρίας για έναρξη της Επανάστασης.

Μερικοί ήταν υπέρ κάποιας αναβολής για καλύτερη προετοιμασία αλλά άλλοι, όπως ο Παπαφλέσσας ήταν υπέρ της άμεσης ανάληψης δράσης Η σύσκεψη έλαβε υπόψη της την ανταρσία του Αλή Πασά εναντίον του Σουλτάνου που οδηγούσε σε τουρκική εμφύλια σύγκρουση και αποφάσισε ότι η ευκαιρία αυτή θα υποβοηθούσε την επανάσταση.

Στο Ισμαήλι αποφασίστηκε η Επανάσταση ν’ αρχίσει στις 25 Μαρτίου και ν’ αρχίσει ταυτόχρονα από την Πελοπόννησο, την Κωνσταντινούπολη, την ΄Ήπειρο και επίσης από τη Σερβία, τη Βουλγαρία και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες.

Ο Παπαφλέσσας και οι άλλοι απόστολοι στάλθηκαν στις καθορισμένες περιοχές. Για το σχέδιο ειδοποιήθηκε και ο Κολοκοτρώνης στη Ζάκυνθο και στις 6 Ιανουαρίου 1821 μετέβηκε στη Μάνη και άρχισε επαφές με Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς.

Στο «Σχέδιο Γενικόν» ήταν στην Επανάσταση να συμμετάσχουν η Σερβία, οι Παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδοβλαχία) και να υπάρξει συνεργασία με τον εξεγερθέντα Αλή Πασά. Ο απόστολος της Φιλικής Εταιρείας Αριστείδης Παπάς, ο οποίος είχε σταλεί στον Ομπράνοβιτς, τον ηγέτη των Σέρβων, συνελήφθη από τους Τούρκους κατά τη διέλευσή του από τον Δούναβη και η αλληλογραφία του Υψηλάντη έπεσε στα χέρια των οθωμανικών Αρχών.

Το ίδιο συνέβη και με τον Δημήτριο ΄Ιπατρο που δολοφονήθηκε στην περιοχή της Νάουσας, ύστερα από προδοσία, ενώ επιχειρούσε να μεταβεί στα Ιωάννινα.

Η αποκάλυψη στους Τούρκους των επαναστατικών σχεδίων της Φιλικής Εταιρίας φαίνεται να ανάγκασε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη να αλλάξει τα σχέδιά του, να μη μεταβεί στην Πελοπόννησο, όπως είχε προγραμματιστεί αλλά ν’ αρχίσει την επανάσταση από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδοβλαχία), πριν ο τσάρος πληροφορηθεί το σχέδιο από τις Οθωμανικές αρχές και του απαγορεύσει τις κινήσεις.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Υψηλάντης διέβη ποταμό Προύθο που τότε χώριζε τη Μολδαβία από τη ρωσική Βεσσαραβία και στις 24/2/1821 εξέδωσε την επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος…» με την οποία καλούσε όλους τους Έλληνες σε εξέγερση.

Οι δυο παραδουνάβιες χώρες είχαν ένα ιδιαίτερο καθεστώς. ΄Ήταν οθωμανικές κτήσεις αλλά με περιορισμούς. Από το 1709 είχαν Χριστιανούς ηγεμόνες (συνήθως Έλληνες Φαναριώτες) που διορίζονταν από τον Σουλτάνο.

Δεν είχαν οθωμανικό στρατό και η Τουρκία για να στείλει στρατό στις δυο Ηγεμονίες, σύμφωνα με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812), θα έπρεπε να πάρει την άδεια του Τσάρου της Ρωσίας πριν ο στρατός της διαβεί τον Δούναβη. Επιπλέον, οι δυο χώρες, εκτός από Έλληνες ηγεμόνες είχαν και σημαντικές ελληνικές κοινότητες που έπαιζαν ζωτικό ρόλο στη διοικητική και την οικονομική ζωή τους. Οι ντόπιοι κάτοικοι των ηγεμονιών (σημερινοί Ρουμάνοι) ήταν ορθόδοξοι και στη μεγάλη πλειοψηφία τους δούλευαν κολίγοι στα τσιφλίκια των μεγαλοκτηματιών -ντόπιων και ξένων.

Η Επανάσταση στις Ηγεμονίες είχε θλιβερή κατάληξη. Διήρκησε εφτά μήνες, έως το Σεπτέμβριο του 1821, αλλά μετά τον Ιούνιο (ήττα του στρατού του Υψηλάντη στη μάχη του Δραγατσανίου, στις 7 Ιουνίου 1821, και καταστροφή του Ιερού Λόχου), είχε ήδη αποτύχει και μόνο μερικά απομεινάρια έδιναν τις τελευταίες απελπισμένες τους μάχες εναντίον μεγάλων στρατευμάτων των Τούρκων που είχαν λάβει την άδεια του Τσάρου να διαβούν τον Δούναβη.

Οι Τούρκοι επικήρυξαν το κεφάλι του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο οποίος κινδύνευε να πέσει στα χέρια τους. Αναγκάστηκε να περάσει τα σύνορα της Βλαχίας και να καταφύγει στην Αυστρία, όπου μαζί με τη συνοδεία του συνελήφθη και φυλακίστηκε από τις αυστριακές Αρχές για τα επόμενα επτά χρόνια.

Πέθανε στη Βιέννη τον Ιανουάριο του 1828, δυο μήνες μετά την απελευθέρωσή του από τις αυστριακές φυλακές. Η επανάσταση έλαβε χώρα σε διάφορες περιοχές αλλά μόνο στη Νότια Ελλάδα (Πελοπόννησο, Στερεά και μερικά νησιά του Αργοσαρωνικού και του Αιγαίου) μπόρεσε, μετά από πολλές θυσίες, να εδραιωθεί.

*Ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου La Trobe.