Ο πρόσφατος εορτασμός, στις 9 Φεβρουαρίου, της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνομάθειας που καθιερώθηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τον Απρίλιο του 2017, αλλά και η συμπλήρωση 64 χρόνων ζωής της ιστορικής εφημερίδας «Νέος Κόσμος», αποτελούν τις αφορμές αυτού του κειμένου που αποσκοπεί στην ενδυνάμωση των δεσμών μεταξύ της Ελλάδας και της ομογένειας.

Παρά το γεγονός ότι η τεχνολογία και ιδιαίτερα το διαδίκτυο μοιάζει, σε ατομικό επίπεδο, να έχει γεφυρώσει μεγάλο μέρος της απόστασης που χωρίζει τις δυο χώρες μας, η ανάγκη για προγράμματα, για πρόνοιες, για συλλογικές ενέργειες διασύνδεσης που να σχεδιάζονται από την ελληνική Πολιτεία σε συνεννόηση με την ελληνική παροικία εξακολουθεί να παραμένει ισχυρή.

Αυτό φάνηκε και στη προ 3 μηνών ανακοινωθείσα πρόθεση του Πανεπιστημίου La Trobe να διακόψει το Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του, ένα θέμα που ευτυχώς είχε θετική κατάληξη, καθώς το Πρόγραμμα δεν καταργήθηκε, ακριβώς χάρη στις ενέργειες, πρωτίστως της ομογένειας, στις οποίες όμως ορθά συμπαραστάθηκε και άσκησε πίεση το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ένα θέμα για το οποίο 28 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε απευθύνει ερώτηση προς την ελληνική Βουλή, στις 25/11.

Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω πόσο πολύτιμα είναι προγράμματα σαν αυτό του La Trobe: πέρα από την ανάδειξη της συμβολής της ελληνικής στα λεξιλόγια των τεχνών, των επιστημών, των τεχνών, της φιλοσοφίας, η κοινή μας γλώσσα αποτελεί έναν βασικό φορέα πολιτισμικής ταυτότητας και κοινωνικής συνοχής όσων την μιλούν: μεταναστών πρώτης γενιάς από τις προηγούμενες περιόδους, δεύτερη και τρίτη γενιά που θέλει να μάθει τη γλώσσα των προγόνων, νέοι μετανάστες του Brain drain που μόνοι ή με οικογένειες με παιδιά άφησαν την τελευταία δεκαετία την πατρίδα, αναζητώντας ένα καλύτερο και ασφαλέστερο μέλλον, προσωρινό ή μόνιμο στην Αυστραλία αλλά και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.

Για το λόγο αυτό και, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες που δημιουργεί ο πλούτος των γλωσσικών αφετηριών, πρέπει η ελληνομάθεια να υποστηριχθεί ποικιλοτρόπως: με προγράμματα σαν του La Trobe αλλά και με την γενικότερη ποιοτική αναβάθμιση και βελτίωση της Ελληνόγλωσσης Εκπαίδευσης της Διασποράς, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ελληνικής καταγωγής μαθητών του εξωτερικού, καθώς και των ατόμων μη-ελληνικής καταγωγής που επιθυμούν να γνωρίσουν την ελληνική γλώσσα και πολιτισμό.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία η σταδιακή παραπέρα αύξηση των προϋπολογισμού του Υπουργείου Παιδείας για την κάλυψη των δαπανών των σχολικών μονάδων στο εξωτερικό, των επιμισθίων (επίδομα εξωτερικού) και των εξόδων πρώτης και τελευταίας μετακίνησης των εκπαιδευτικών και των οικογενειών τους καθώς και η νομοθέτηση κινήτρων για την έγκαιρη και τη ποιοτικότερη στελέχωση των σχολείων του εξωτερικού (για παράδειγμα, η διατήρησης στην Ελλάδα της οργανικής θέσης των εκπαιδευτικών που αποσπώνται, (Ν. 4547/2018) ήταν ένα απελευθερωτικό νομοθετικό βήμα για όσους εκπαιδευτικούς ήθελαν και θέλουν να προσφέρουν έργο στις ομογενειακές κοινότητες).

Απαραίτητη είναι βέβαια και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που θα αποσπαστούν στη Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση για πρώτη φορά καθώς επίσης και η συνεχής υποστήριξη των Σχολείων και των Τμημάτων Ελληνικής Γλώσσας & Πολιτισμού με εκπαιδευτικό υλικό.Αρκούν τα παραπάνω;

Σίγουρα όχι, αν και αποτελούν βασικά συστατικά στοιχεία της προσπάθειας.

Χρειάζονται όμως και άλλα, πχ. αδελφοποιήσεις ελληνικών σχολείων με σχολεία και τάξεις ελληνικών της διασποράς (ένα περίπλοκο ζήτημα), πρωτοβουλίες για ανταλλαγές επισκέψεων νέων και κατασκηνώσεις, προγράμματα ελληνικών πανεπιστημίων – υπάρχουν πολλές ακόμα σημαντικές ιδέες, αλλά επιτρέψτε μου να επιμείνω, να εστιάσω στην σπουδαιότητα της γενναίας ενίσχυσης των πολιτιστικών διαδρομών: η μουσική μας, παραδοσιακή, αλλά και σύγχρονη, με τη λειτουργία της πάντα σαν καταλύτης δονώντας το συναίσθημα, σκαλίζοντας στη μνήμη αλλά και στην ψυχή, το αρχαίο αλλά και το σύγχρονο ελληνικό θέατρο, η έκθεση έργων αρχαίας τέχνης σαν αυτή του Μουσείου Μπενάκη (και για την οποία, ως ΣΥΡΙΖΑ, δεν εναντιωθήκαμε αλλά επιμείναμε ότι πρέπει να είναι μικρότερης διάρκειας με ανανέωση και δανεισμό, ανά διαστήματα, νέων έργων, όπως προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος) αλλά και η γνωριμία των ομογενών με τους σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες εικαστικούς, η χορευτική μας παράδοση αλλά και ο ελληνικός μοντέρνος χορός, ο πολύ σημαντικός νέος ελληνικός κινηματογράφος, η δημιουργία περισσότερων βιβλιοθηκών και η γνωριμία με νεοέλληνες λογοτέχνες, αλλά, εξίσου σημαντικά, η επαφή των καλλιτεχνών κάθε πεδίου της Δδιασποράς με το κοινό στην χώρα μας…

Ο κατάλογος μπορεί να συνεχιστεί μακρύς, το στίγμα του όμως ας είναι ότι, γενικότερα, ο πολιτιστικός διάλογος μεταξύ μητέρας πατρίδας και ομογενών οφείλει να διεξάγεται αφενός αμφίδρομα και αφετέρου σε μια βάση, όχι απλά θαυμασμού ενός σπουδαίου μεγαλείου του παρελθόντος για το οποίο αισθανόμαστε περήφανοι αλλά να ξετυλίγεται συμπληρωμένος με όλα τα επιτεύγματα των σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών, που ζουν εντός και εκτός της χώρας, ελληνόφωνα αλλά και ταυτόχρονα οικουμενικά, καθώς αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο στοιχείο του πολιτισμού για τον οποίο επαιρόμαστε: ότι αρνήθηκε να περιχαρακωθεί, ότι ποτέ δεν ήταν επαναπαυμένος αλλά υπήρξε, ήταν και είναι, ανήσυχος και ζωντανός και για αυτό τελικά δεν αφομοιώθηκε αλλά αφομοίωσε διαλεκτικά, λειτουργώντας σαν το ουσιώδες συνεκτικό μας στοιχείο.

Ας του δώσουμε, λοιπόν, τη σημασία που του αξίζει.

*H Ραλλία Χρηστίδου είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.