Το έργο και τα λόγια των Ηρώων του 1821 που χάρισαν την ελευθερία στην πατρίδα μας

Ποιοι ήταν οι ήρωες του 1821 και τί τους έκανε να κερδίζουν τον σεβασμό όχι μόνο των συμπατριωτών και των συμμάχων τους αλλά ακόμα και των εχθρών τους;

Έγραψαν ιστορία για το θάρρος, την τόλμη, την πυγμή και την ανδρεία τους.

Ποιοι ήταν όμως οι ήρωες του 1821 και τί τους έκανε τόσο ξεχωριστούς στα μάτια όχι μόνο των συμπατριωτών και των συμμάχων τους αλλά και των εχθρών τους;

Παρακάτω, αντλώντας πληροφορίες από ιστορικά βιβλία και το διαδίκτυο, θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε φως στην ζωή των Ελλήνων που αγωνίστηκαν και έδωσαν την ζωή τους για την Ανεξαρτησία της πατρίδας μας ενώ ταυτόχρονα μέσα από τα αποφθέγματά τους θα επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον χαρακτήρα και τις σκέψεις των σπάνιων αυτών αγωνιστών που τιμούμε και μνημονεύουμε μέχρι σήμερα.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απριλίου 1770 – 4 Φεβρουαρίου 1843) ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ήταν καπετάνιος, κλέφτης και στρατηγός.

Έδρασε στην Πελοπόννησο γι’ αυτό και έμεινε στην ιστορία ως «Γέρος του Μοριά».

Η οικογένεια του από τον 16ο αιώνα οπότε και εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας βρισκόταν σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους.

Το 1780, όταν ο Κολοκοτρώνης ήταν μόλις 10 ετών, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, κάτι που φέρεται να του σημάδεψε την ζωή.

Στις 23 Μαρτίου 1821 ο Κολοκοτρώνης βοήθησε το στρατιωτικό σώμα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να καταλάβει την Καλαμάτα, σηματοδοτώντας την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Η στρατηγική ιδιοφυία του γενναίου πολεμιστή αναδείχθηκε στην Μάχη των Δερβενακίων όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη.

Μετά την απελευθέρωση, ο Κολοκοτρώνης συντάχθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια και έγινε από τα επιφανή στελέχη του Ρωσικού Κόμματος.

Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας διώχθηκε ως αντιβασιλικός και καταδικάσθηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1834.

Μετά την ενηλικίωσή του, ο Όθωνας του χάρισε την ποινή, τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας και του έδωσε τον τίτλο του αντιστράτηγου.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κολοκοτρώνης τα πέρασε στην Αθήνα με την ερωμένη του Μαργαρίτα Βελισσάρη (η σύζυγός του απεβίωσε το 1820), στο ιδιόκτητο σπίτι του, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα.

Την ίδια περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 4 Φεβρουαρίου του 1843 στο σπίτι του όπου είχε επιστρέψει μετά από δεξίωση στα Ανάκτορα.

Πολλές φορές ο γενναίος αυτός άνδρας συνήθιζε να επικαλείται το Θεό.

«Ο Θεός υπέγραψε τη λευτεριά της Ελλάδος, και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του.

«Είναι θέλημα Θεού. Είναι κοντά μας και βοηθάει, γιατί πολεμάμε για την πίστη μας, για την πατρίδα μας, για τους γέρους γονιούς, για τα αδύνατα παιδιά μας, για την ζωή μας, την λευτεριά μας… Και όταν ο δίκαιος Θεός μας βοηθάει, ποιος εχθρός ημπορεί να μας κάνει καλά…;» είναι μόνο μερικά από τα αποφθέγματά του.

H Μπουμπουλίνα. Έργο του Χρήστου Κατρούτσου. Φώτο: Supplied

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

Αν και αρκετά αδύναμος και φιλάσθενος από νεαρή ηλικία, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος (1780 ή 1782) , ο οποίος έδρασε κυρίως στην Στερεά Ελλάδα, υπήρξε σπουδαίος αρματολός και ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης.

Γεννημένος στην Καρδίτσα ήταν καρπός της σχέσης του επίσης αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή. Μεγάλωσε με θετούς γονείς αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε μην μπορώντας να αντέξει την ντροπή και τον διασυρμό της παράνομης σχέσης της ενώ φημολογείται πως ο νεαρός Γεώργιος κληρονόμησε από εκείνην τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και την παροιμιώδη βωμολοχία του.

Ο Καραϊσκάκης στα 15 του χρόνια σχημάτισε την δική του κλέφτικη ομάδα. Τρία χρόνια αργότερα έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά ο οποίος εντυπωσιασμένος από τον δυναμικό χαρακτήρα του και το θράσος του τον προσέλαβε στην φρουρά του. Στην αυλή των Ιωαννίνων ο νεαρός άνδρας έμαθε γραφή και ανάγνωση αλλά και την στρατιωτική τέχνη.
Το 1804 εγκατέλειψε τον Αλή Πασά και έγινε πρωτοπαλίκαρο του κλέφτη Κατσαντώνη.

Η πρώτη μεγάλη νίκη του Καραϊσκάκη κατά των Τούρκων σημειώθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1823 (Μάχη του Σοβολάκου).

Φώτο: Μουσείο Μπενάκη/Supplied

 

Στις 22 Απριλίου 1827 σε μια απρογραμμάτιστη μικροσυμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή του σημερινού Νέου Φαλήρου, ο Καραϊσκάκης ήδη ασθενής με φυματίωση, βγήκε από τη σκηνή του να την σταματήσει.
Μια σφαίρα όμως που κανείς δεν έμαθε ποτέ από που προερχόταν, τον χτύπησε θανάσιμα και άφησε την τελευταία του πνοή την επομένη, 23 Απριλίου ημέρα της ονομαστικής του γιορτής.

Σύμφωνα με μαρτυρίες ο Καραϊσκάκης αν και αδύνατος, μέτριος στο ανάστημα, και φιλάσθενος, ήταν εξαιρετικά ευφυής, ιδιαίτερα νευρικός, οξύθυμος και βωμολόχος, με αποφασιστικότητα και θέληση ενώ κατείχε την εξαιρετική ικανότητα να λαμβάνει αποφάσεις και να τις εκτελεί αμέσως.

Ο ίδιος έλεγε πως ο χαρακτήρας του τον έκανε να είναι άλλοτε άγγελος και άλλοτε διάβολος.
«Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο».

 

Ο Κολοκοτρώνης ασπάζεται το Ευαγγέλιο σε αναπαράσταση για την έναρξη της επανάστασης για την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τον τουρκικό ζυγό. Φώτο: ΑΠΕ/ ΝΙΚΗΤΑΣ ΚΩΤΣΙΑΡΗΣ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

Ο Αθανάσιος Διάκος, ή Θανάσης Διάκος (το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός), ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες – οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Επανάστασης του 1821 από τους πρωτεργάτες του εθνικού ξεσηκωμού στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ήρωας της μάχης της Αλαμάνας.

O Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε το 1788 στην Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας (σημερινός Αθανάσιος Διάκος) και κατ’ άλλους στη γειτονική Αρτοτίνα, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα του.

Ο πατέρας του, μην μπορώντας να αντέξει το βάρος της πολυμελούς οικογένειας του, έστειλε το Αθανάσιο στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου για να γίνει μοναχός.

Πέντε χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την καλογερική όταν σκότωσε έναν Τούρκο αγά επειδή του έθιξε τον ανδρισμό του.

Κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και στις 22 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη.
Στη μάχη αυτή συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος στην Λαμία.

Εκεί οι Οθωμανοί του πρότειναν να προσκυνήσει και να συνεργαστεί μαζί τους κάτι που ο Διάκος αρνήθηκε λέγοντας το περίφημο «Εγώ Γρεκός γεννήθηκα, Γρεκός θε να πεθάνω», στον ελληνικής καταγωγής Ομέρ Βρυώνη.

Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος δια ανασκολοπισμού (λογοτεχνικά αναφέρεται ότι «σουβλίστηκε».

Εκτελέστηκε στις 24 Απριλίου 1821.

Μετά τον θάνατό του, ο Ελληνικός Στρατός απένειμε στον Αθανάσιο Διάκο τον τιμητικό βαθμό του Στρατηγού.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ

Ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας (1788-1825) ή περισσότερο γνωστός ως Παπαφλέσσας ή Γρηγόριος Δικαίος ή Μπουρλοτιέρης των ψυχών ήταν κληρικός, πολιτικός και αγωνιστής, ήρωας της Eλληνικής Επανάστασης του 1821.

Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας και φοίτησε στην ονομαστή Σχολή της Δημητσάνας ενώ το 1816 έγινε μοναχός στο μοναστήρι της Βαλανιδιάς στην Καλαμάτα και έλαβε το όνομα Γρηγόριος.

Αρκετά ανυπάκουος, ζωηρός και εριστικός ως χαρακτήρας ο Παπαφλέσσας εγκατέλειψε την Πελοπόννησο στις αρχές του 1818 μετά από διαμάχη που είχε με έναν Τούρκο αγά για κτηματικά ζητήματα.

Κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας αφιερώνοντας την ψυχή του στον εθνικό ξεσηκωμό. Παρορμητικός και ενθουσιώδης είχε την ικανότητα να ξεσηκώνει τους Έλληνες και κάπως έτσι απέκτησε και το παρατσούκλι Μπουρλοτιέρης των ψυχών.

Μετά από την μυστική σύσκεψη της Βοστίτσας (το σημερινό Αίγιο) ο Παπαφλέσσας ο οποίος δεν κατάφερε να πείσει τους πρόκριτους και αρχιερείς σχετικά με την αναγκαιότητα του αγώνα, και έτσι αποφασίζει να πετάξει το ράσο και να λάβει ενεργό μέρος στην μάχη για την Απελευθέρωση της Καλαμάτας και πολλές ακόμα.

Στις 20 Μαΐου δέχθηκε επίθεση από εχθρικά στρατεύματα και έπεσε μαχόμενος ηρωικά μετά από οκτάωρη μάχη.
«…Έλληνες ποτέ μην ξεχνάτε το χρέος σε Θεό και σε Πατρίδα! Σ’ αυτά τα δύο σας εξορκίζω ή να νικήσουμε ή να πεθάνουμε κάτω από την Σημαία του Χριστού».

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797 – 1864) ήταν αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στρατιωτικός και δραστήριο πολιτικό πρόσωπο μετά τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, αυτοδίδακτος συγγραφέας απομνημονευμάτων (Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη) απαράμιλλων για το πηγαίο ύφος τους, και λαϊκών αφηγήσεων οραμάτων.

Το «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι και τού δόθηκε από τους συγχωριανούς του, για το ψηλό του ανάστημα. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του Δημήτριο Τριαντάφυλλο, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους στην Λιβαδειά.

Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επανάστασης συνελήφθη από τους Τούρκους στην Άρτα.

Μετά από λίγο δραπέτευσε και εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα.

Μετά την απελευθέρωση ο Μακρυγιάννης τοποθετήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου. Αν και εντελώς αγράμματος, μας κληροδότησε ένα έργο αυθεντικότητας, Κατά την περίοδο αυτή και συγκεκριμένα στις 26 Φεβρουαρίου 1829 άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματα» του «για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα που δεν τα συνηθώ».

Στην συνέχεια ήρθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια και μετά την δολοφονία του συντάχθηκε με τους λεγόμενους «Συνταγματικούς» Χαιρέτησε την άφιξη του Όθωνα, αλλά γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τόσο με την Αντιβασιλεία όσο και με τον ίδιο τον βασιλιά.

Στις 13 Απριλίου 1852 κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει τον Όθωνα και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον Μάρτιο του 1853 δικάσθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά και τον Σεπτέμβριο του 1854 του δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε.

Ο Μακρυγιάννης πέθανε στις 27 Απριλίου 1864, σε ηλικία 67 ετών.

«…Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι’ αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι, όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ.

Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμε κι’ όλοι μαζί και να μη λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ, όταν όμως αγωνίζονται πολλοί να φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί….».

«Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν».

ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ ΦΕΡΡΑΙΟΣ

Ο Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Φεραίος θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Το πολιτικό όραμα του Ρήγα συνίστατο στη δημιουργία μιας πολυεθνικής βαλκανικής επικράτειας που θα ήταν απαλλαγμένη από τις αγκυλώσεις της οθωμανικής πολιτικής και στην οποία οι Έλληνες θα είχαν κυρίαρχη θέση. Για την πραγματοποίηση αυτού του στόχου προσπάθησε να εξεγείρει όλους τους υπόδουλους στους Οθωμανούς λαούς της Βαλκανικής εναντίον του κοινού τυράννου.

Επεδίωξε, μάλιστα, να συναντήσει τον Μεγάλο Ναπολέοντα για να ζητήσει τη βοήθειά του, συνελήφθη, όμως, στις 8 Δεκεμβρίου του 1797 από τους Αυστριακούς στην Τεργέστη και παραδόθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι τον σκότωσαν δια στραγγαλισμού στις 12 Ιουνίου του 1798 στο Βελιγράδι.

«Κάλλιο ῾ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.

«Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΝΑΡΗΣ

Ο Κωνσταντίνος Κανάργιος γεννήθηκε στα Ψαρά 1793 ή 1795 και ήταν σημαντική μορφή του ναυτικού αγώνα κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και μετέπειτα ναύαρχος και πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας σε ένα διάστημα 33,5 ετών (1844, 1848-49, 1864, 1864-65 και 1877) και για 2 χρόνια και 3 μήνες συνολικά.

Ο Κωνσταντής έμεινε ορφανός από μικρός και ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα με το επίθετο Κανάρης.

Ο Κανάρης δεν φαίνεται να είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, αλλά όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ήταν από τους πρώτους που έλαβαν μέρος στον Αγώνα.

Το 1827 αντιπροσώπευσε τα Ψαρά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και ήταν ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για την καταστολή των διαφόρων ανταρσιών στη Μάνη και την Ύδρα. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση και εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου.

Η σημαντικότερη πολεμική επιτυχία του Κωνσταντίνου Κανάρη ήταν όταν πυρπόλησε την ναυαρχίδα του καπετάν πασά Καρά Αλή στη Χίο (6 – 7 Ιουνίου 1822). 2.000 νεκροί Οθωμανοί, ανάμεσά τους και ο Καρά Αλής.

«Μία δύναμις με άρπαξε από την λιτανεία πριν φύγουμε από τα Ψαρά για την Χίο. Μία δύναμις θεϊκή με γιγάντωσε… Αυτή η θεία δύναμις μου έδωσε θάρρος δια να φθάσω με το πυρπολικό μου στην Τουρκική Ναυαρχίδα» είχε πει ο Κανάρης.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ

Ο Ανδρέας Μιαούλης – Βώκος (Ύδρα 20 Μαΐου 1769 – 11 Ιουνίου 1835 Πειραιάς) ήταν Έλληνας καραβοκύρης, δηλαδή πλοιοκτήτης, ο οποίος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επανάσταση του 1821, ως διοικητής ναύαρχος του ελληνικού στόλου, αλλά και στην μετέπειτα πολιτική ζωή του τόπου, με αποκορύφωμα την ανταρσία της Ύδρας κατά του Καποδίστρια, που είχε ως αποτέλεσμα την πυρπόληση του εθνικού στόλου στον Πόρο.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τιμήθηκε πλείστες φορές από το Οθωνικό καθεστώς, ενώ συμπεριλήφθηκε και στην τριμελή επιτροπή που προσέφερε το στέμμα στον νεαρό τότε Όθωνα.

Υπήρξε ο γενάρχης της οικογένειας των Μιαούληδων και γιος του ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας, Αθανάσιος Μιαούλης.

«Ο Έφορος της Ελλάδος Θεός ενέπνευσεν εις τας καρδίας των εχθρών μας άκραν δειλίαν και φόβον. Ελπίζω δε εντός ολίγου, με την βοήθειαν του Τιμίου Σταυρού και των θεοπειθών της πατρίδος ευχών, να σας χαροποιήσω…» είχε πει.

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ

Ο Μάρκος Μπότσαρης (1790 – 8 ή 9 Αυγούστου 1823) ήταν στρατηγός και ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών.

Γεννήθηκε στο Σούλι και ήταν ο δεύτερος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, επίσης από τις επιφανέστερες μορφές του Σουλίου.

Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί με άλλους Σουλιώτες όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο σώμα των Ηπειρωτών και Σουλιωτών που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Το 1814 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.

«Πότε ημπορεί να ησυχάζη, και να αμεριμνή ο άνθρωπος; Όταν του φύγουν τα μυελά από το κεφάλι».

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨHΛΑΝΤΗΣ

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, (1792-1828), ήταν Έλληνας πρίγκιπας, στρατιωτικός, λόγιος και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.

Πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, με ρίζες στην αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, και υπήρξε από τις πιο τραγικές και συνάμα ιερές μορφές του αγώνα.

Ανατράφηκε μέσα σε περιβάλλον που διαπνεόταν από έντονο πατριωτισμό. Εγκατέλειψε μια σπουδαία καριέρα και διέθεσε την προσωπική και οικογενειακή του περιουσία για ένα όνειρο, την δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους.

Κατατάχτηκε στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του τσάρου και διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, ενώ στη μάχη της Δρέσδης το 1813, όταν πολεμούσε ως συνταγματάρχης σε ηλικία μόλις 21 έτους, έχασε το δεξί του χέρι. Σε ηλικία 25 ετών, τον Μάρτιο του 1820, ο Εμμανουήλ Ξάνθος του πρόσφερε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, μετά την άρνηση του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια.

Τον ονόμασε «Επίτροπο», που κατά τη βυζαντινή εθιμοτυπία σήμαινε αντιβασιλέας, νόμιμος διάδοχος του θρόνου της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ύψωσε την σημαία της Επαναστάσεως στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας όπου οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.

Στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης ύψωσε και πάλι την σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο. Ο Ιερός Λόχος του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7/6/1821, και οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν.

Οργισμένος ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη στην οποία χαρακτήριζε τους λιποτάκτες ανάνδρους.

«Άνανδροι αγέλαι λαών. […] Τρέξατε εις τους Τούρκους, τους μόνους άξιους φίλους των φρονημάτων σας».

Ο ίδιος (με τα δύο αδέλφια του) υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα.

Οι Αυστριακοί, τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν στα ανθυγιεινά κελιά του μεσαιωνικού φρουρίου του Μουγκάτς στο οποίο υπέστη τα πάνδεινα και αποφυλακίστηκε με παρέμβαση του Τσάρου και με βαριά κλονισμένη την υγεία του, στις 24 Νοεμβρίου 1827.

Πέθανε εγκαταλελειμμένος στη Βιέννη τον Ιανουάριο 1828, σε ηλικία 36 ετών, χωρίς να προλάβει να δει την ολοκλήρωση του σχεδίου του.

Πριν πεθάνει έμαθε ότι ο Καποδίστριας αναλαμβάνει κυβερνήτης της ελεύθερης πλέον Ελλάδας και είπε χαρούμενος «Δόξα σοι ο Θεός».

Έπειτα άρχισε να απαγγέλει, με τα μάτια ψηλά στον ουρανό, το «Πάτερ ημών».

Δεν πρόφτασε να το τελειώσει, έγειρε το κεφάλι του και πέθανε ήσυχος και ευτυχισμένος που έμαθε ότι η πατρίδα είναι ελεύθερη μετά από 400 έτη σκληρό τουρκικό ζυγό. Η κηδεία του έγινε στη Βιέννη.

«Μάχου υπέρ πίστεως και Πατρίδος…Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν…».

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 11 Φεβρουαρίου 1776 την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Ήταν πολιτικός και διπλωμάτης ενώ διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και πρώτος Κυβερνήτης του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, το οποίο ίδρυσε εκ θεμελίων και με την προσωπική του περιουσία το οποίο ίδρυσε εκ θεμελίων και θυσιάζοντας την προσωπική του περιουσία.

Σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Παταβίας (Πάδοβα) της Ιταλίας και το 1797 εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του Κέρκυρα και άσκησε το επάγγελμα του ιατρού – χειρούργου.

Δύο χρόνια αργότερα, όταν η Ρωσία και η Τουρκία κατέλαβαν για λίγο τα Επτάνησα, του ανατέθηκε η διοίκηση του στρατιωτικού νοσοκομείου.

Το 1801 τα Επτάνησα αυτονομούνται και ο Ιωάννης Καποδίστριας γίνεται ένας από τους δύο διοικητές της Ιονίου Πολιτείας, σε ηλικία 25 ετών.

Αποτέλεσμα των προσπαθειών του Καποδίστρια ήταν η ψήφιση ενός πιο φιλελεύθερου και δημοκρατικού συντάγματος το 1803.

Ο Καποδίστριας διορίστηκε ομόφωνα από τη Γερουσία της Ιονίου Πολιτείας, Γραμματέας της Επικρατείας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του αναδιοργάνωσε τη δημόσια διοίκηση, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση.

Μετά τις μεγάλες του διπλωματικές επιτυχίες, ο Τσάρος τον έχρισε Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από το 1816 έως το 1822.

Ο Καποδίστριας, όμως, δεν ξέχασε τη γενέτειρά του και τα Επτάνησα, που είχαν περάσει κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας.

Tο 1819 μετέβη στο Λονδίνο και προσπάθησε ματαίως να πείσει τη βρετανική κυβέρνηση να μετριάσει το αυταρχικό καθεστώς που είχε επιβάλει στα Ιόνια Νησιά.

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αξίωμά του, καθώς είχε διαφωνήσει ανοιχτά με τον τσάρο Αλέξανδρο, που καταδίκαζε κάθε επαναστατική κίνηση στην Ευρώπη, πιστός στις αποφάσεις της Ιεράς Συμμαχίας.

Το 1822 εγκαταστάθηκε στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου έχαιρε υπόληψης για την προσφορά του στη δημιουργία της Ελβετικής Ομοσπονδίας, λαμβάνοντας τον τίτλο του επίτιμου πολίτη. Παρέμεινε εκεί έως το 1827, βοηθώντας ποικιλοτρόπως το επαναστατημένο έθνος.

Στις 30 Μαρτίου1827, η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον εξέλεξε Κυβερνήτη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, σε μία περίοδο που η Επανάσταση καρκινοβατούσε.

Στις 5:35 το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας δέχθηκε δολοφονική επίθεση από τους αδελφούς Μαυρομιχάλη έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου μετέβαινε για να εκκλησιασθεί και έπεσε νεκρός.

«Ο Θεός είναι μετά της Ελλάδος και υπέρ της Ελλάδος και αύτη σωθήσεται. Επί ταύτης της πεποιθήσεως αντλώ πάσας μου τας δυνάμεις και πάντας τους πόρους».