Στις 6 Απριλίου, συμπληρώθηκαν 125 χρόνια από την έναρξη των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896, 1.500 χρόνια και πλέον μετά την απαγόρευση της διεξαγωγής τους από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Θεοδόσιο, με την οποία τερματίστηκε μια περίοδος χιλίων χρόνων κατά την οποία οι Ολυμπιακοί διεξάγονταν συνέχεια κάθε τέσσερα χρόνια.

Την ιδέα για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων εξέφρασε πρώτος ο Γάλλος παιδαγωγός και ιστορικός, Πιερ ντε Κουμπερτέν το 1892 συναντώντας έντονη κριτική.

Όμως, η αποφασιστικότητά του και η επιμονή του ανταμείφθηκαν στο «Διεθνές Συνέδριο του Παρισιού για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων», όπου και τελικά στις 23.6.1894, συμφωνήθηκε η αναβίωση του θεσμού.

Στο Συνέδριο αποφασίστηκε επίσης οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες να διεξαχθούν στην Ελλάδα, γενέτειρα του Ολυμπισμού, από τις 6 έως τις 15 Απριλίου του 1896.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιλογή της ημερομηνίας έναρξης συνέπιπτε με την επέτειο της 25ης Μαρτίου σύμφωνα με το Ιουλιανό (παλιό) ημερολόγιο που ίσχυε τότε.

Η Ελλάδα και η Αυστραλία είναι οι μόνες χώρες που έχουν συμμετάσχει σε όλες τις ολυμπιακές διοργανώσεις από το 1896 έως σήμερα.
Από το 2013 και κάθε χρόνο η 6η Απριλίου γιορτάζεται – όχι τυχαία – ως η Διεθνής Ημέρα του Αθλητισμού για την Ανάπτυξη και την Ειρήνη, με μία απόφαση που λήφθηκε ως ένδειξη της αναγνώρισης της θέσης της Αθήνας στην Ολυμπιακή ιστορία.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΟΜΑΔΑ

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 1896 ήταν το μεγαλύτερο διεθνές αθλητικό γεγονός, με περίπου 241 αθλητές να αγωνίζονται από 14 χώρες. Να σημειωθεί ότι οι γυναίκες έκαναν το ντεμπούτο τους στο Παρίσι το 1900.

Περίπου τα δύο τρίτα των αθλητών ήταν Έλληνες και με εξαίρεση τους Αμερικανούς και τον Αυστραλό Έντγουϊν Φλακ, οι άλλοι ήταν επίσης από την Ευρώπη.

Αυτή η πρώτη ελληνική ολυμπιακή ομάδα έμελλε να είναι όχι μόνο η πολυπληθέστερη στην ελληνική ολυμπιακή ιστορία, αλλά και εκείνη με τη μεγαλύτερη συγκομιδή μεταλλίων.

Συγκεκριμένα, κατακτήθηκαν 10 πρώτες, 19 δεύτερες και 17 τρίτες θέσεις, όσες δεν κατακτήθηκαν συνολικά σε όλες τις επόμενες διοργανώσεις έως και τους Αγώνες του 2000 στο Σίδνεϊ.

ΛΟΥΗΣ ΚΑΙ ΦΛΑΚ

Κορυφαία στιγμή για την Ελλάδα, στους Ολυμπιακούς του 1896 ήταν η νίκη του Σπύρου Λούη στον εμβληματικό μαραθώνιο μετά από σκληρή «κόντρα» του με τον Αυστραλό Έντγουιν Φλακ.

Όπως έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής ο Φλακ, που ποτέ δεν είχε συμμετάσχει σε αγώνα μεγαλύτερο των 10 μιλίων, ζοριζόταν, με τον Λούη στο κατόπι του.

Στα 34 χιλιόμετρα, ο «νερουλάς από το Μαρούσι» έφτασε τον Αυστραλό λογιστή. Για λίγο έτρεξαν δίπλα-δίπλα, αλλά γρήγορα ο Φλακ άρχισε να παραπαίει.

Τέσσερα χιλιόμετρα πριν από τη γραμμή του τερματισμού, ο Λούης πήρε το προβάδισμα για να κερδίσει με διαφορά περισσότερο από επτά λεπτά.

Άγαλμα του θρυλικού μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη, έχει στηθεί στο προάστιο Μπέργουικ της Μελβούρνης, δίπλα από το άγαλμα του άλλου θρύλου εκείνης της εποχής, του πρώτου Αυστραλού Ολυμπιονίκη Έντγουϊν Φλακ, που έτρεξε μαζί με τον Λούη στον μαραθώνιο.
Το άγαλμα συμβολίζει μεταξύ άλλων τη φιλία μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας.

Άγαλμα προς τιμήν του Μαρουσιώτη μαραθωνοδρόμου υπάρχει και στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, φιλοτεχνημένο από τον Παύλο Κουγιουμτζή.

Ο Λούης και στα δύο αγάλματα, παρουσιάζεται με την κλασική φουστανέλα του.