Θυμάμαι, έφηβος, ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στο βόρειο Λονδίνο περπατούσα από το γυμνάσιο για τον ηλεκτρικό του Bounds Green για να πάρω από εκεί το λεωφορείο να πάω σπίτι.

Μέναμε τότε «έκτακτα» στον τρίτο όροφο ενός τριτοκοσμικού διαμερίσματος – ήταν τα «πέτρινα» χρόνια της προσφυγιάς. Εκεί που περπατούσαμε, παρέες-παρέες, ένας συμμαθητής, ινδικής καταγωγής, με ρωτάει ξαφνικά: «Πες μου στον ύπνο σου, τί γλώσσα μιλάς;».

Ήθελα να ξεστομίσω την ατάκα, «στην ίδια γλώσσα που κ…», αλλά πιο ευγενικά του απάντησα «Δεν ξέρω, μάλλον Ελληνικά». Και αμέσως μου λέει με το διδακτικό ύφος ενός εδραιωμένου μετανάστη: «Αν θες να προκόψεις σε αυτό τον τόπο να ονειρεύεσαι στα Αγγλικά».

«Εντάξει», είπα μέσα μου και το παραμέρισα.

Μεσολάβησαν δεκαετίες ολόκληρες από τότε, διέσχισα πελάγη, άλλαξα πόλεις, ηπείρους, ακόμη και ημισφαίριο, και στα «χρόνια της αφομοίωσης», στα αγγλικά ονειρεύομαι, στα αγγλικά επαγγέλλομαι, και στα Αγγλικά τις περισσότερες φορές, συνδιαλέγομαι.

Και εκεί που πορευόμουν μια χαρά, όπως όλοι μας, αποδεχόμενος το πεπρωμένο μου, δεν ξέρω πως και γιατί, τώρα τελευταία, άρχισε να με φαγουρίζει το Ελληνικό μου.

Όχι, δεν νομίζω ότι η «ελληνική φαγούρα» μου έχει να κάνει με τα 200χρονα της Εθνικής Παλιγγενεσίας! Άλλωστε, σαν παιδί της Γενιάς της Εισβολής και δηλωμένος κυνικός, αλλά χωρίς τα «αντί» αντανακλαστικά πολλών φίλων και συντρόφων (όπως ομολογεί ο Σωτήρης Βαλντέν από τις Βρυξέλλες), δε δίνομαι στην αναπαραγωγή ενός προβληματικού επίσημου εθνικού αφηγήματος.

Ψιλά γράμματα θα μου πεις. Τι το ψάχνεις Μιχαλάκη μου – σαν να ακούω τη φωνή του δικού μας Σωτήρη;

Αιτία της παρενόχλησης, η «κατάρα» της διγλωσσίας και πως εκφράζεται η ελληνικότητα, για τον καθένα από εμάς, που τυγχάνει – με τον άλφα ή βήτα τρόπο – να έχουμε ελληνικές καταβολές. Άλλωστε – και εδώ θα δανειστώ τα λόγια του ποιητή Χάρη Μεγαλυνού από μια πρόσφατη συνέντευξή του στη LiFO, ότι: «το πιο αναγνωρίσιμο που μπορείς να πεις είναι ότι η (Ελληνικότητα), πέρα από τον (Ελλαδικό, και Κυπριακό) χώρο, είναι περισσότερο μια ιδέα.»

Από το διαφημιστικό σλόγκαν, πλέον, «Μίλα Ελληνικά» ενός επίμονου παππού – που αν το ψάξεις λίγο κάποιο διαγενεαλογικό κόμπλεξ κρύβει – στο πιο συναινετικό «άσε το παιδί να εκφραστεί όπως θέλει», η σχέση μας με την Ελληνικότητά ναι μεν, επιμένουμε, ότι είναι διαχρονική, αλλά, τουλάχιστο για μένα, είναι κυρίως διαλεκτική.

Βλέπεις η διγλωσσία δεν σημαίνει μόνο να ξέρεις και δεύτερη γλώσσα – στη δική μας περίπτωση τη δέσποζα και κάπως πληθωρική Αγγλική.

Η γλώσσα, η κάθε γλώσσα, κουβαλάει μέσα της μια ιδιαίτερη ιστορία, πολιτισμό, αφήγηση, έναν τρόπο ζωής, συναλλαγής, σκέψης, συμπεριφοράς, αντίληψης, ερμηνείας, ακόμη και έναν ιδιάζοντα πολιτικό λόγο. Άλλωστε σωστά το είπε, και πάλι, ο Μεγαλυνός ότι: «Ήμασταν πολιτικοποιημένοι – αλλά με ένα μείγμα αναρχισμού και ιδιοπροσωπίας».

Οπότε, η διγλωσσία σε βρίσκει ενδιάμεσα δύο γλωσσικών παραδόσεων, και όσα συνεπάγονται με αυτήν. Δίγλωσσοι, τελικά σημαίνει να ανήκουμε – και ταυτόχρονα να μην ανήκουμε – εδώ και εκεί και ενδιάμεσα στο πουθενά όπως λέει και το ρεφραίν

Σε μια δισκοθήκη το 1978 στα κατάχωνα της παλιάς Λευκωσία, ο φίλτατος Παντελής, ο μη-αγγλόφωνος, προσεγγίζει ευγενικά, με την αυτοπεποίθηση ντόπακα ιθαγενή, σουηδέζα με το κλασσικό «You-me κόκα κόλα».

Αυτά ήξερε, αυτά σέρβιρε το παιδί. Προσφυγάκι του Συνοικισμού Στροβόλου 2, δεν έπαιρνε τα γράμματα οπότε οι δικοί του τον βγάλαν απ’ την Τετάρτη Γυμνασίου και τον στείλαν να μάθει τέχνη – καλουπσιής στα χτίσματα.

Νέος, γεμάτος αυτοπεποίθηση, τόπος δικός του – παρόλο που ήταν πρόσφυγας – δεν ήταν ξένος στην ξενιτειά όπως ο νέο μετανάστης-εργάτης του Χαλκιά στο «Εδώ στην ξένη χώρα» (βλ. στίχους Γιώργου Σκούρτη, σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου).

Στα μονοπάτια της ζωής μας, σκοντάφτουμε στα βιώματα προηγούμενων γενιών. Βλέπεις η γλώσσα έχει και ταξική αιχμή. Στην (πρώην) πατρίδα η διγλωσσία αποτελούσε το προνόμιο της μεγαλοαστικής άρχουσας τάξης.

Για τον φίλτατο Βρασίδα, «πατρίδα είναι η ελληνική γλώσσα». Θαρρώ, κάπου αλλού το πήγαινε και σαν να τον έπιανα, αλλά για μένα τουλάχιστο τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά: η γλώσσα διοχετεύεται μέσα από την καθημερινότητα, και για μένα αυτό γίνεται μέσα από τη μελοποιημένη ποίηση: δηλαδή το ελληνικό τραγούδι (κάποτε παραδοσιακό, κυρίως λαϊκό, ρεμπέτικο, έντεχνο, Νέο Κύμα, και παροδικά ροκ, βυζαντινή εκκλησιαστική και ψαλτική).

Μιλάω για Ξυλούρη, Μάνο Λοίζο, Μανώλη Αγγελόπουλο, Νικόλα Άσιμο, Παύλο Σιδηρόπουλο, Στράτο Διονυσίου, Δημήτρη Λάγιο, Ρίτα Σακελλαρίου, Χατζιδάκη, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Μοσχολιού, Μαρία Δημητριάδη, Δούκισσα, Καίτη Χωματά, Παπάζογλου, Μητροπάνο, Πόλυ Πάνου, Λάκη Παππά, Αρλέτα, Λουκιανό Κηλαηδόνης, Τζίμη Πανούση, Βασίλη Ν. Τριανταφυλλίδη (Χάρρυ Κλυνν), Θάνο Μικρούτσικο, Μαχαιρίτσα, Γιάννη Πουλόπουλου, Καλογιάννη, Μυτιληναίο (αναφέρομαι χρονολογικά μόνο στους μακαρίτες).

Πάντως, η διγλωσσία είναι το στίγμα της δικής μας γενιάς. Κυνηγημένοι από το «φάντασμα (μιας άλλης) ιστορίας», η γενιά της δικτατορίας, του Πολυτεχνείου, της Εισβολής, της «Αλλαγής», της Αποχής, της αυταπάτης, των χαμένων πατρίδων, των αλησμόνητων επαναστάσεων, των διεξοδικών διαδηλώσεων, των παρεξηγήσεων, των «πέρα των συνθημάτων», «τα καλομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», οι αδικημένες γενιές, οι παρεξηγημένες γενιές, οι γενιές της αμφισβήτησης. Αυτοί που παιδιά, έφηβοι ή ακόμη και νέοι, βρεθήκαμε, συμπωματικά και αυθαίρετα, σε αυτή την παράξενη και αλλόκοτη χώρα, και για τις επόμενες 2-3-4, και βάλε, δεκαετίες, ριζώσαμε εδώ στους πρόσχαρους αλλά ανάποδους αντίποδες.

Και αύριο που θα «μετακινηθούμε» και εμείς οι «δίγλωσσοι», καλά κάνουμε να αφήνουμε πίσω μας για παρακαταθήκη δυο άδειες μπουκάλες: μια σε ελληνική γραφή και την άλλη σε αγγλική…