Tο πρόσφατο ρεπορτάζ του κρατικού καναλιού ABC σχετικά με την Ιερά Αρχιεπισκοπή  Αυστραλίας και τη Βασιλειάδα εγείρει σημαντικά ερωτήματα ως προς τον τρόπο με τον οποίο το ABC προσεγγίζει την αυστραλιανή κουλτούρα και ιδιαίτερα σχετικά με την προοπτική του καναλιού όσον αφορά στις εθνο-θρησκευτικές ομάδες που αποτελούν το υποτιθέμενη πολυπολιτισμικό υπόβαθρο της Αυστραλιανής  κοινωνίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ως εθνικός ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός, το ABC αυτοπροσδιορίζεται ως η «ανεξάρτητη οικεία των συνομιλιών, του πολιτισμού και των ιστοριών της Αυστραλίας».

Ακριβώς πώς το ABC κατανοεί τους όρους  «Αυστραλία», «συνομιλία» και «πολιτισμός» τεκμηριώνεται από το ύφος και τα περιεχόμενα του ρεπορτάζ και αυτό θα πρέπει να μας προκαλεί βαθιά ανησυχία.

 

Συγκεκριμένα, το ρεπορτάζ  αποδεικνύει είτε την πλήρη άγνοια του συντάκτη είτε κάποια εσκεμμένη αμέλεια κατανόησης της ορθόδοξης λειτουργικής παράδοσης και της εκκλησίας γενικότερα. Αναφερόμενη σε  «ανώνυμες πηγές», η δημοσιογράφος  Άσλην ΜακΓκη διατυπώνει τον ακόλουθο ισχυρισμό σχετικά με τον προκαθήμενο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας:

«Οι τελετουργικές του ρόμπες από πολυτελή μετάξια και μαλλί σε έντονες αποχρώσεις, κεντημένες με χρυσό νήμα, κοστίζουν έως και $30.000 το καθένα, σύμφωνα με πηγές που συνδέονται με την εκκλησία. Αποτελεί μια απόλυτη αποχώρηση από τα συντηρητικά μαύρα βαμβακερά ενδύματα που φορούσαν ο προκάτοχός του, ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός».

Είναι προφανές ότι η δημοσιογράφος δεν έχει ιδέα για τη διάκριση μεταξύ των λειτουργικών αμφίων  που φοριούνται μόνο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και του ράσου. Ούτε κατέχει το ανάλογο λεξιλόγιο ώστε να ονομάσει τα αντικείμενα με την σωστή ορολογία και κατά συνέπεια γίνεται «ρόμπα». Από αυτό και μόνο μπορεί ο αναγνώστης να λάβει συμπεράσματα για την  ικανότητά της εν λόγω δημοσιογράφου να αναφερθεί σε θέματα που σχετίζονται με την Εκκλησία και την παροικία μας.

 

Οι προχειρότητες συνεχίζονται με το γελοίο και ανυπόστατο ισχυρισμό  ότι «οι τελετουργικές ρόμπες» αποτιμούνται  σε $30.000 η κάθε μία. Είναι πολύ εύκολο να κάνουμε έναν τέτοιο αστήριχτο ισχυρισμό και να το αποδώσουμε σε «πηγές που συνδέονται με την εκκλησία». Η δημοσιογράφος δεν αποκαλύπτει την ταυτότητα της πηγής της και έτσι δεν παρέχει στον αναγνώστη την ευκαιρία να αξιολογήσει την ικανότητα της υποτιθέμενης «πηγής»  να αποτιμήσει την  χρηματική αξία των  εν λόγω αμφίων. Είναι η «πηγή» εγγεγραμμένος εκτιμητής, ενδυματολόγος ή αυθεντία στα ορθόδοξα άμφια;  Ή μήπως αυτή η «πηγή» διαθέτει την ίδιες βαθύπλουτες γνώσεις με τη δημοσιογράφο, σε θέματα που σχετίζονται με την εκκλησιαστική λειτουργική και την παράδοση; Εάν ισχύει το τελευταίο, τότε ως Αυστραλοί φορολογούμενοι θα πρέπει να μας προβληματίζουν οι ερευνητικές ικανότητες των δημοσιογράφων του ABC.

Το κάθε ερώτημα που αφορά στην λειτουργία οποιωνδήποτε θεσμικών οργάνων  που δραστηριοποιούνται στην ή χρηματοδοτούνται από το αυστραλιανό δημόσιο είναι ευπρόσδεκτο. Είναι καθήκον  των δημοσιογράφων να εγείρουν διάφορα ζητήματα και  να αναζητούν απαντήσεις . Αυτή η διαδικασία απαιτεί όμως κάποια κατάρτιση με το χώρο/αντικείμενο της έρευνας καθώς και εξοικείωση με τη δημοσιογραφική  δεοντολογία. Τι να συμπεράνουμε για τις ικανότητες της εν λόγω δημοσιογράφου ή καλύτερα για τον απώτερο στόχο της συγγραφής του ρεπορτάζ όταν προσφεύγει σε αόριστες γενικεύσεις για την Ιερά Αρχιεπισκοπή, η παρουσία της οποίας σε αυτήν την ήπειρο προηγείται αυτής της Αυστραλίας ως ίδιου έθνους , τύπου:

«Σύμφωνα με μια ανώνυμη πηγή που μίλησε στο Background Briefing, η Αρχιεπισκοπή θεωρεί τα γηροκομεία ως« παχιά παιδιά »και την ίδια ως «λιμοκτονούμενη μητέρα».

Και πάλι, δεν έχουμε κανέναν τρόπο να αξιολογήσουμε τα προσόντα αυτής της ανώνυμης πηγής  ή να επαληθεύσουμε τον ισχυρισμό της. Επιπλέον, δεν παρέχονται πληροφορίες σχετικά με την ιδιότητα του ατόμου που φέρεται να έχει εκφέρει αυτήν την συναρπαστική παρατήρηση. Στην καλύτερη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με κουτσομπολιό και στη χειρότερη, με συκοφαντία. Αντί να παρουσιάσει επιχειρήματα και στοιχεία που να υποστηρίζουν την μέχρι τώρα ανυπόστατη καταγγελία της δημοσιογράφου περί κατάχρησης κρατικών κονδυλίων,  η εν λόγω δημοσιογράφος υπονομεύει το ίδιο της το κύρος , προσφεύγοντας και πάλι σε «απόψεις» άγνωστων «εμπειρογνωμόνων», προκειμένου να της προσδώσουν, μια εμφάνιση αξιοπιστίας, που της λείπει παντελώς.

 

Αυτή η αξιοπιστία είναι απολύτως απαραίτητη επειδή αδυνατεί  να υποστηρίξει το βασικό επιχείρημα της. Παρόλων των καταγγελιών, παρόλων των ισχυρισμών (πάντοτε χωρίς αποδείξεις) περί ανακαίνισης του διαμερίσματος της Αρχιεπισκοπής με κόστος $3 εκατομμυρίων, παρόλων των αναφορών στην πολυτελέστατη αρχιεπισκοπή άμαξα που κάθε άλλο δεν είναι, δεν παρουσιάζει κανένα απολύτως στοιχείο που να τεκμηριώνει, έστω και στον ελάχιστο βαθμό, τον ισχυρισμό ότι κρατικά κονδύλια που έλαβε η Βασιλειάδα διατέθηκαν για την αγορά του διαμερίσματος. Αντίθετα, γίνονται περιστασιακές και σε μεγάλο βαθμό άσχετες παρατηρήσεις που φαίνεται να εξυπηρετούν το σκοπό να αποσπάσουν την προσοχή του αναγνώστη από το γεγονός ότι ολόκληρο το άρθρο απαρτίζεται από κοινοτοπίες, για να μην πούμε κιτρινοτυπίες.

 

Δεδομένης της προφανέστατα πρόχειρης έρευνας και ερασιτεχνικής σύνταξης του ρεπορτάζ του ABC θα πρέπει να αναλογιστούμε αν θα συναντούσαμε τέτοιες προχειρότητες και απροσεξίες  σε ανάλογο ρεπορτάζ  που θα αφορούσε σε ένα ίδρυμα της άρχουσας τάξης, ή αν θα καταγράφονταν τα ίδια  μειωτικά σχόλια γύρω από την παροικία μας και την παράδοσή μας.  Φαίνεται ότι όταν διαπραγματεύονται ζητήματα που αφορούν «μειονοτικά» ιδρύματα, οι δημοσιογράφοι της άρχουσας τάξης δεν δεσμεύονται από  τα ίδια δημοσιογραφικά πρότυπα και ότι τέτοια ιδρύματα, τα οποία είναι πιο ευάλωτα επειδή υπάρχουν στο περιθώριο, με πολιτισμό, τρόπο σκέψης και έκφρασης και ερείσματα που δεν ανταποκρίνονται  πάντοτε στις αξίες της άρχουσας τάξης, δεν έχουν την ίδια πρόσβαση στο κοινό διάλογο ώστε να αρθρώσουν την δική τους αφήγηση, ούτε μπορεί πάντοτε η αφήγηση αυτή να γίνει κατανοητή  τόσο από τους δημοσιογράφους της άρχουσας τάξης όσο από το κοινό τους.

Αυτό το φαινόμενο αποτελεί το επίκεντρο του προβλήματος που παρουσιάζεται από το ρεπορτάζ του ABC. Ποιες είναι οι ιστορίες που διηγείται το ABC; Σε πόσες και ποιες εθνοθρησκευτικές κοινότητες επιτρέπεται να παρουσιάζουν τις αφηγήσεις και τους κοινοτικούς διαλόγους τους μέσω του ABC σύμφωνά με τα δικά τους συμφραζόμενα και τους δικούς τους όρους; Ποιες είναι οι συνομιλίες και οι διάλογοι που διευκολύνονται από το ABC και σε ποιον απευθύνονται; Πώς επιτρέπει η δημοσίευση προχειρογραμμένων ρεπορτάζ που βασίζονται σε αόρατες  πηγές, μια ευρύτερη γενική κατανόηση των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων και των πολιτισμών τους; Αντιθέτως, στο ρεπορτάζ για την Ιερά Αρχιεπισκοπή, παρατηρούμε ακριβώς το αντίθετο:  παγίωση στερεοτύπων, προώθηση ρατσιστικών αφηγήσεων και παρουσίαση των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων ως ανατρεπτικών και ηθικά αμφισβητήσιμων, συμβάλλοντας στην περαιτέρω περιθωριοποίηση τους από το δημόσιο λόγο. Αυτό επιδρά στην ήδη κλονισμένη οντοπαθολογία του ελληνο-αυστραλού. Όταν τα όργανα της άρχουσας τάξης μας μειώνουν συλλογικά, αρχίζουν οι αυτοέριδες και οι απόπειρες ανασυγκρότησης ή αυτοπαρουσίασης της οντότητός μας σε μορφή που πιστεύουμε ότι θα είναι αρεστή σε αυτούς που την έχουν περιθωριοποιήσει και αμφισβητήσει εξ αρχής.

 

«Δικό μας» ABC λοιπόν; Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνουμε τον όρο  «δικό μας». Και αυτό με τη σειρά του, καθορίζεται κατά πολύ από τον τόπο προέλευσης μας.

Κώστας Καλυμνιός.

 

 

Dean Kalimniou Ba Llb