Άννα, η κόρη της Σοφούλας και του Νέστορα. Άννα, από το «Αννα, ζούμε για να σ’ ακούμε». Ακόμη και αν δεν σας αρέσει η σημειολογία, θα πρέπει να παραδεχτείτε ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι το μικρό όνομα της Αννας Βίσση αποτελεί μια παλινδρομή, ακούγεται το ίδιο δηλαδή, είτε το διαβάσεις κανονικά είτε αντίστροφα. Διότι, όπως και αν προσπαθήσεις να την ερμηνεύσεις, καταλήγεις στο ίδιο συμπέρασμα. Από όσες στυλιστικές φάσεις και αν έχει περάσει, ό,τι και αν έχει τραγουδήσει, η φωνή της είναι πάντα εκεί, το πάθος της το ίδιο – μονίμως παρόν, ακόμη και στις λανθασμένες επιλογές, ακόμη και σε τραγούδια όπως το σχετικά πρόσφατο «Αγάπη είναι εσύ» (ίσως με τους πιο κακόγουστους στίχους σε ολόκληρο το ρεπερτόριό της) ή σε πανθομολογούμενες αποτυχίες, όπως η συμμετοχή της στη Γιουροβίζιον το 2006. Αυτό που, βέβαια, ξεχνάμε όταν πρόκειται για μια σταρ του ελληνικού πενταγράμμου, αυτό που επισκιάζουν οι αλλαγές στο χρώμα των μαλλιών, οι έρωτες, ο Νίκος Καρβέλας, οι εκτυφλωτικές μαρκίζες και τα ατυχήματα, είναι ότι η μόνη σταθερά στη ζωή της είναι τελικά η μουσική. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης, λίγο να ακουγόταν η ορχήστρα να παίζει, το βλέμμα της (που είναι ούτως ή άλλως βαθύ και έντονο), ζωντάνευε ακόμη περισσότερο. Φανταστείτε να της βάζαμε ως μουσική υπόκρουση Florence and the Machine, την οποία λατρεύει.

Φοράτε γυαλιά ηλίου σαν αυτά της Τζάνις Τζόπλιν, τραγουδήσατε και το «Piece of Μy Heart» στις φετινές σας εμφανίσεις. Περνάτε από μια ροκ φάση λόγω των «Δαιμόνων»;
«Μα είναι θεϊκό τραγούδι το “Piece of Μy Heart”. Το φοβόμουν τόσο πολύ. Αρνιόμουν κατηγορηματικά να το πω, γιατί τη λατρεύω. Το τόλμησα τελικά, γιατί, αν τρελαίνεσαι για ένα τραγούδι, καλό είναι να το λες χωρίς να σε ενδιαφέρει η σύγκριση. Επόμενος στόχος είναι να πω ένα της Εντίτ Πιαφ, το “La Vie en Rose”. Ή το “Ne me quittes pas” του Ζακ Μπρελ».

Αυτό το μισάωρο στο τέλος κάθε προγράμματός σας, όταν ερμηνεύετε, συνοδευόμενη από ένα πιάνο μονάχα, από το «Πάτωμα» μέχρι το «Someone Like You», δείχνετε να το απολαμβάνετε πολύ…
«Μόνο εκείνη την ώρα μπορείς να τα πεις αυτά τα κομμάτια, είναι τραγούδια της ψυχικής κούρασης. Δεν μπορείς να τα πεις χαρούμενη, νωρίς νωρίς. Δεν θα τα “πιάσεις”. Για μένα, κάθε live είναι σαν μια ζωή που μοιράζομαι με τους θεατές μου – γι’ αυτό και διαρκούν τεσσερισήμισι ώρες τα σόου μου. Περνάμε από όλα τα στάδια μαζί. Αρχίζουμε από τη γέννηση: “Γεια σας, ήρθα, αυτή είμαι”. Σιγά σιγά, μεγαλώνω μαζί τους, ερωτεύομαι, χωρίζω, τα ξαναφτιάχνω, έρχεται στη συνέχεια το διαζύγιο και κάποια στιγμή φτάνει και η ώρα του απολογισμού. Ε, εκεί, τα λες όλα».

Μας προετοιμάζετε χρόνια για το ενδεχόμενο να παρουσιάσετε κάποια στιγμή πιο χαμηλόφωνες παραστάσεις. Ηρθε το πλήρωμα του χρόνου για μια τέτοια κίνηση;
«Το έχω δοκιμάσει. Κάναμε στην Κύπρο κάποιες συναυλίες πιο ακουστικές, με άρπα, πιάνο και μια επιλογή τραγουδιών η οποία δεν είχε σχέση με τη διασκέδαση τύπου “πίνω – μεθάω”. Θα μπορούσε να γίνει και σε κλειστό χώρο, με μικρότερο κοινό. Το λέω, βέβαια, και τελικά δεν το αποτολμώ. Δεν ξέρω γιατί. Δεν μπορώ να βρω τον λόγο μέσα μου. Χαίρομαι που ξέρω ότι μπορώ να κάνω και τα δύο. Ισως τώρα, μετά τους “Δαίμονες”, να το τολμήσω. Το ’90, που το είπα ξανά αυτό, ίσως ήταν λίγο νωρίς. Ανοιγόμουν τότε στο dance τραγούδι και είχα ακόμη την ενέργεια να το κυνηγήσω αυτό».

Φοβάστε μήπως ότι θα προδώσετε το φανατικό κοινό που σας ακολουθεί εδώ και χρόνια, χωρίς να νοιάζεται για χώρους και ταμπέλες; Αυτό που φέρνει το χρήμα στα μαγαζιά;
«Ξέρεις κάτι… Οταν έχεις πολυσύνθετη προσωπικότητα και βλέπεις ότι έχεις τη δυνατότητα να κάνεις πολλά πράγματα, να τα κάνεις καλά, και να σε χειροκροτούν για τα περισσότερα, είναι μια πρόκληση να δοκιμάσεις μέχρι πού μπορείς να φτάσεις. Και εγώ η ίδια αναρωτιέμαι τι γουστάρω πιο πολύ, τη στιγμή που λέω το “Αγάπη υπερβολική” και η αδρεναλίνη που νιώθω με κυριεύει, και ας μην είναι ποίηση – αλλά αναφέρεται σε κάτι που έχω νιώσει στη ζωή μου –, ή την ώρα που τραγουδάω για την ύψιστη μορφή του έρωτα στη “Μάλα”. Είναι άδικο να τα συγκρίνω. Δεν ζούμε με τέτοιους όρους. Εμένα μου αρέσει να παίζω και με τη λάσπη και με τον χρυσό. Ετσι νιώθω, έτσι είμαι φτιαγμένη, δεν θέλω να προδώσω κανένα πάθος μου. Και, όχι, δεν είναι ότι με τραγούδια σαν το “Αγάπη υπερβολική” βγάζω πιο πολλά λεφτά. Καμία σχέση. Τα ίδια λεφτά βγάζω και με τις δύο επιλογές. Δεν είναι οικονομικό το θέμα. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας και ταλέντου».

Λένε πως μια συνέντευξη αποκλείεται να είναι τελείως αποτυχημένη αν αγγίξει τρία ζητήματα: έρωτας, θάνατος, λεφτά…
 «Ζούμε θανάτους κάθε μέρα. Με πειράζουν πιο πολύ οι συναισθηματικοί θάνατοι, παρά ο ένας που θα έρθει στο τέλος της ζωής μας, για τον οποίο νομίζω ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι είμαστε τελικά προετοιμασμένοι. Εκείνα που πονάνε, που δεν μπορούμε να τα δεχτούμε, είναι οι μικροί θάνατοι και οι απώλειες, που δεν μπορούμε δυστυχώς να αποφύγουμε».

Ο έρωτας;
«Ο έρωτας είναι ο εχθρός του θανάτου, το μόνο συναίσθημα που μπορεί να τον νικήσει».

Τα λεφτά;
«Τα λεφτά χαλάνε τα πάντα. Και τον έρωτα, και τον θάνατο, και τη ζωή – τα πάντα. Καμιά φορά, φαντάζομαι πως θα μπορούσα να ανήκω στην κοινότητα των Αμις, να ζω χωρίς ηλεκτρικό και περιουσία, αρκεί να ήμουν η τραγουδίστρια του χωριού, και θα ήμουν, σε διαβεβαιώ η πιο ρομαντική από όλους. Δεν θα ήθελα να πληρώνομαι, αν είχαμε να φάμε και να πιούμε και μπορούσαμε να μιλάμε, να επικοινωνούμε και να εξελισσόμαστε, θα ήμουν πολύ ευτυχισμένη».

Εχετε μετανιώσει ποτέ επειδή απορρίψατε ένα τραγούδι όταν το ακούσατε ηχογραφημένο από κάποιον άλλον;
«Οχι, πάντα επιβεβαιώνομαι για την απόφασή μου. Εχω χάσει, όμως, ένα σπουδαίο τραγούδι που μου δόθηκε, το έκανα πρόβα και το άκουσα τελικά από άλλον τραγουδιστή. Την “Οδό Αριστοτέλους”. Ημουν πιτσιρίκα τότε και πήγα να κάνω πρόβα με τον Γιάννη Σπανό. Ενιωθα με το ένστικτό μου ότι συνέβαινε κάτι σπουδαίο, όμως δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω με καθαρότητα. Εγώ άκουγα τότε Beatles, Rolling Stones και βρέθηκα ξαφνικά στην παρέα του Κουγιουμτζή, του Νταλάρα, της Αλεξίου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου – θεού τότε των στίχων και της ποίησης των τραγουδιών. Στην εταιρεία Μίνως Μάτσας και Υιός όλα αυτά. Μου άρεσε, αλλά δεν ένιωθα ότι ανήκα εκεί. Με φώναξε ο Γιάννης Σπανός μια μέρα να τραγουδήσω την “Οδό Αριστοτέλους” και μου έλεγε, θυμάμαι, “θέλω να ακούσω αυτή τη φωνή που ακούω στο “Σ’ αγαπώ”, μου θυμίζεις βιολοντσέλο σε ψηλές νότες”. “Μάλιστα, κύριε Σπανέ” απαντούσα εγώ. Με παίρνει, λοιπόν, μια μέρα τηλέφωνο και μου λέει “Ξέρεις, Αννούλα, θα το πει τελικά η Χαρούλα Αλεξίου”. Δεν αισθάνθηκα πικρία, την αγαπούσα τη φωνή της Χαρούλας, και τη Χαρούλα βέβαια. Κάναμε πολλή παρέα τότε, μοιραζόμασταν το ίδιο καμαρίνι. Βγάζαμε τέσσερις-πέντε παραστάσεις κάθε Κυριακή στις μπουάτ στην Πλάκα».

Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο όταν πρωτοήρθατε στην Αθήνα από την Κύπρο;
 «Με δυσκόλεψε περισσότερο η προφορά μου όταν έλεγα τα τραγούδια. Προσπαθούσα να απαλύνω τα έντονα σύμφωνα. Και το να ξυπνάω πρωί με παίδευε, για να πάω σχολείο στην αρχή και στο πανεπιστήμιο μετά. Εκανα δύο χρόνια στις Πολιτικές Επιστήμες και το αποφάσισα κάποια στιγμή: “Μη βαυκαλίζεσαι άλλο, για αλλού είσαι ταγμένη”. Θα καταφέρεις να μορφωθείς αλλιώς. Στο πανεπιστήμιο της ζωής, που λένε».

Τα κυπριακά σάς βγαίνουν αυθόρμητα επάνω σε μια μεγάλη χαρά ή επάνω στον θυμό;

«Στα κυπριακά εκφράζομαι μόνο με την οικογένειά μου και τους συμπατριώτες μου. Τσατίζομαι στα ελληνικά. Στις μοναξιές μου μιλάω έτσι. Καλαμαρίστικα, που λέμε και στην Κύπρο».

Σας φοβίζει η σύγκριση με το τότε;
«Δεν με φοβίζει η σύγκριση, γιατί πιστεύω ότι ετοιμάζουμε κάτι πολύ καλύτερο. Είναι πιο ώριμοι οι “Δαίμονες” του 2013. Νομίζω πως κι εγώ μπορώ να παίξω καλύτερα, σαν ηθοποιός δηλαδή. Σε ό,τι αφορά τη φωνή, ναι, μιλάμε για 22 χρόνια πριν, τότε ήταν πιο καθαρή η φωνή μου, τώρα είναι πιο καθαρή η ψυχή. Εχω να δώσω περισσότερη ουσία, έχω πλουτίσει μέσα μου. Σκέφτομαι επίσης… Πόσες πιθανότητες έχεις να παίξεις τον ίδιο ρόλο δύο φορές στη ζωή σου; Είναι σαν να μου δίνεται η ευκαιρία να ζήσω τον έρωτα με τον ίδιο άνθρωπο δύο φορές».

Εχετε παγιδευτεί ποτέ σε μια συγκεκριμένη εικόνα του εαυτού σας;
«Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το πω αυτό. Σκέφτομαι καμιά φορά πώς απαιτούσα να είναι το κορμί μου, που δεν είναι η ουσία της τέχνης μου, και όμως θυσίαζα πάρα πολλά πράγματα για να είμαι σε μια πολύ συγκεκριμένη φυσική κατάσταση. Κοίταζα πριν από λίγο καιρό μια φωτογραφία μου από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και ζήλεψα πάρα πολύ το πώς ήμουν. Δεν ήταν ματαιοδοξία, ήταν ενέργεια, ήταν διάθεση για ζωή, το έκανα πρώτα απ’ όλα για να γουστάρω εγώ τον εαυτό μου και όταν έβγαινα στη σκηνή, αισθανόμουν τόσο περήφανη και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Τώρα πια, μου φαίνεται λίγο υπερβολικό. Τι άλλο να πω… Το “Rockumentary” (σ.σ.: το τηλεοπτικό ντοκυμαντέρ με θέμα την καθημερινότητά της) για παράδειγμα, ήταν τελικά ένα τόλμημα, κρίνοντας τουλάχιστον από τις αντιδράσεις των άλλων. Εγώ είμαι πολύ ήσυχη, και το απολάμβανα πολύ σαν διαδικασία. Θυμίζω ότι το τραβούσε μια φίλη μου, και μετά, με μια άλλη φίλη, το μοντάραμε. Οφειλα στον εαυτό μου να το κάνω, ήθελα να δείξω ποια είμαι, να φανεί ένα κομμάτι από τη ζωή μου όπως είναι πραγματικά, όχι όπως φαντάζονται οι άλλοι ότι είναι. Για κάποιους ήταν ένα πείραμα που απέτυχε. Βλέπω, όμως, ότι είχε και αποδέκτες, τις χειραφετημένες γυναίκες, που είναι πολύ προχωρημένες και ανοιχτόμυαλες. Δανείστηκα τη φόρμα του ριάλιτι για να πω κάποιες δικές μου αλήθειες. Ηταν σαν δημόσια εξομολόγηση, σαν συνεδρία σε ψυχαναλυτή, μπροστά σε μεγάλο κοινό».

Η απομυθοποίηση;
 «Πρέπει να είσαι ένα τίποτα για να απομυθοποιηθείς έτσι εύκολα. Αν ήμουν ένα τίποτα, ας μου συνέβαινε κι αυτό. Δεν στόχευα, όμως, ούτε σε κάποια έξτρα μυθοποίηση. Ηθελα να αποφύγω το πολύ σκηνοθετημένο αποτέλεσμα. Είχα δει κάτι αντίστοιχο που είχε κάνει η Σελίν Ντιόν και ήταν τόσο φανερό ότι προσέβλεπε στο να συγκινήσει με το ζόρι, εκβιαστικά σχεδόν. Ηταν τόσο στημένες οι σκηνές με το παιδί της, τόσο ψεύτικες. Κάτι τέτοιο ήθελα πάση θυσία να το αποφύγω».

Υπάρχει κάποια συντηρητική εκδοχή σας, την οποία μάς αποκρύπτετε επιμελώς;
«Με την έννοια του προσεκτικού, του φοβισμένου ανθρώπου, δεν νομίζω ότι έχω υπάρξει ποτέ συντηρητική. Τη φοβάμαι αυτή τη λέξη, την έχω ταυτίσει με τα γηρατειά και είναι σαν να μην το αφήνω να μου συμβεί. Δεν είναι, βέβαια, δύσκολο στην περίπτωσή μου, επειδή είμαι χύμα από τη φύση μου, χωρίς να είμαι απρόσεκτη. Είμαι χύμα, δεν είμαι ό,τι να ’ναι. Συνώνυμο της ελευθερίας είναι για μένα αυτό που περιγράφω ως χύμα, λέω “ας αφεθούμε, γιατί, αν δεν αφεθούμε, μπορεί κάτι να μη γνωρίσουμε, μπορεί να μη ζήσουμε, να μη μας δοθεί η ευκαιρία να συναντήσουμε στη ζωή μας κάτι που θα μας ξαφνιάσει, που θα μας κάνει να νιώσουμε, να αγαπήσουμε, να ερωτευτούμε, να χαρούμε, να λυπηθούμε”. Είναι φυλακή το να φοβάσαι».

Ποια είναι η πιο έντονη μουσική ανάμνηση που έχετε από την παιδική ηλικία σας;
«Κάθε Κυριακή, σε ένα κέντρο στην παραλία στις Φοινικούδες στη Λάρνακα, όπου γίνονταν χοροί παιδικοί, πηγαίναμε όλοι να χορέψουμε και να συναντηθούμε στην πίστα. Εγώ καθόμουν σε ένα τραπέζι, δεν επικοινωνούσα με κανέναν, και περίμενα τη στιγμή, θυμάμαι ότι χτύπαγε η καρδιά μου τόσο δυνατά, που θα με καλούσαν να τραγουδήσω με την ορχήστρα. Ετρεχα αμέσως φυσικά, δεν έκανα νάζια. Αν μου έδιναν λάθος τόνο, σταματούσα την ορχήστρα και έλεγα “πάμε από την αρχή”. Ημουν μαέστρος από τότε».

Αισθανθήκατε ποτέ ενοχές επειδή γεννηθήκατε με το χάρισμα της ωραίας φωνής; Είχατε εξαιτίας του αυτοκαταστροφικές τάσεις;
«Αυτοκαταστροφική δεν μπορώ να αρνηθώ ότι έχω υπάρξει, αλλά δεν υπάρχει λόγος να επεκταθούμε. Δεν ξέρω αν ήταν από ενοχές επειδή μου δόθηκε γενναιόδωρα ένα χάρισμα με το οποίο δεν είναι ευλογημένοι όλοι. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ευνοημένη από τη μοίρα με τον τρόπο που φαντάζομαι ότι νιώθουν οι δισεκατομμυριούχοι. Και, χωρίς να θέλω να κάνω βαρύγδουπες δηλώσεις, νομίζω πως το δώρο που μου δόθηκε το χρησιμοποιώ για να δίνω χαρά. Με απασχολεί περισσότερο η κοινωνική ανισότητα. Εκανα ένα ταξίδι στην Κένυα πρόσφατα. Δεν είναι δυνατόν να ξέρεις ότι ο άλλος βάζει στοίχημα για το πώς θα βγάλει το επόμενο δισεκατομμύριό του ενώ τα αγόρια και τα κορίτσια της Αφρικής να παλεύουν για να γλιτώσουν από τον βιασμό ενός φορέα του ιού του AIDS, επειδή επικρατεί η δεισιδαιμονία ότι θεραπεύεσαι αν κάνεις σεξ με παρθένο. Τους δίνεις ένα κομμάτι σοκολάτα και αντιδρούν σαν να ανακάλυψαν το νόημα της ζωής. Είναι τρομακτική η απόσταση ανάμεσα στους δύο κόσμους».

Χρειάστηκε ποτέ τώρα, στα χρόνια της υπομονής, να απολογηθείτε στον εαυτό σας επειδή ένα «πρώτο τραπέζι πίστα στη Βίσση» συμβόλιζε την επιτυχία στα χρόνια της ευμάρειας;
«Οχι, διότι εγώ δεν έκανα τέτοια ζωή, χλιδάτη δηλαδή, όσο και αν φαινόταν κάτι τέτοιο. Βέβαια, κάθε εποχή έχει τις απαιτήσεις της. Τώρα είμαι πιο απενοχοποιημένη από ποτέ. Νιώθω καλύτερα – σαν να μην τα θέλω πια τα περιττά, δεν μετανιώνω όμως και για τις περιόδους του στρας και του γκλάμουρ. Αλλά, ξέρεις, νομίζω ότι όλα είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης. Δεν καθορίζεις εσύ τις προσδοκίες του κοινού, τις καθορίζουν οι συνθήκες της κοινωνίας, η μόδα ενδεχομένως, όλα αυτά».

Αν σας ζητούσα να φτιάξουμε τώρα ένα πολύ πρόχειρο βιογραφικό, τι θα γράφαμε σε αυτό;
«Είμαι τραγουδίστρια, είμαι περφόρμερ, δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι υπήρξα κάτι άλλο. Εχω πίσω μου μια πορεία που ήταν πιστή στα βιώματά μου, στην όρεξή μου, στις δυνατότητές της φωνής μου, στα γούστα μου, στο πώς αντιλαμβανόμουν τη ζωή, γι’ αυτό και διάλεγα τα τραγούδια που διάλεγα. Δεν νομίζω ότι έχω πει ποτέ κάτι απλοϊκό. Υπάρχουν και οι ατάλαντοι που χρησιμοποιούν το ακαταλαβίστικο για να το παίζουν κουλτουριάρηδες. Μόνο αυτοί μού την έχουν πέσει εμένα. Όσοι είναι ουσιαστικοί με αγαπάνε, νομίζω».