Ο Γιώργος Ζάγκαλης, γεννήθηκε στο ακριτικό χωριό των Ιωαννίνων Δρυμάδες στις 15 Ιανουαρίου 1931, το τέταρτο παιδί μιας οικογένειας με πέντε παιδιά.  Πέθανε στη Μελβούρνη στις 26 Μαρτίου 2021. ΄Εφτασε στη Μελβούρνη, ως πολιτικός πρόσφυγας από την Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 1950, με το τέλος του Εμφυλίου στην Ελλάδα. Ο πατέρας του, που η οικογένειά του συμμετείχε στην αντίσταση και στον εμφύλιο, γνώριζε τους κινδύνους σύλληψης, δικών, εξορίας και διώξεων που θα αντιμετώπιζε ο γιος του και τον πίεσε να φύγει. Τον έκανε πακέτο, όπως έλεγε ο ίδιος ο Ζάγκαλης, και τον απέστειλε στην Αυστραλία, όπου ο ίδιος είχε ζήσει για λίγο στο μακρινό παρελθόν στη δεκαετία του 1920, πληρώνοντας «και το γραμματόσημο»’ (το εισητήριό του). ΄Οπως μου είπε σε μια παλιότερη συνέντευξή του,τη μέρα που αποβιβάστηκε στο Πορτ Μέλμπουρν (15/2/1950) έπνεε ένας τρομακτικός άνεμος συνοδευόμενος από καύσωνα πάνω από 43 βαθμούς Κελσίου. Τα τότε σπίτια του Πορτ Μέλμπουρν, κάτω από τις τσίγκινες οροφές τους, ήσαν φούρνοι! «Καλώς όρισα!, σκέφτηκε. ΄Ενα δωμάτιο στα εσωτερικά προάστια χωρίς δυνατότητες μεγειρικής. Μετά από τρεις μέρες, δουλειά στο Τζένεραλ Μότορς, πρωινό εγερτήριο, αρχικά μοναχικός βίος. «Καλώς όρισα και στη βιοπάλη!»

Ο Γιώργος Ζάγκαλης, όμως, πάντα ιδεολόγος, κοινωνικός και εξωστρεφής δεν έμεινε στο καβούκι του, αναμείχθηκε γρήγορα με φίλους και οργανώσεις. ΄Εγινε μέλος του Δημόκριτου, της Νεολαίας του Κομουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας, μέλος του ΚΚΑ και του Συνδικάτου. Βαθμηδόν εξελίχτηκε σε ένα ηγετικό  στέλεχος της Ελληνικής και Αυστραλιανής Αριστεράς. ΄Εγινε γνωστός για το αγωνιστικό του πνεύμα αλλά και τον ήπιο χαρακτήρα του και την ετοιμότητά του να συνομιλεί, και να βλέπει πέρα από τα στενά περιχαρακωμένα πλαίσια, τη μεγάλη εικόνα της κοινωνίας και των περίπλοκων ζητημάτων. Ως κομμουνιστής είχε προσηλωμένη τη σκέψη του στο όραμα ενός τελικού σκοπού αλλά ως συνδικαλιστής γνώριζε τις δυσκολίες και αποτυχίες μιας δογματικής ουτοπίας και επίσης πώς να διαπραγματεύεται και να ελίσσεται.

Γνώρισα τον Γιώργο Ζάγκαλη τον Μάιο του 1967 σε μια πρώτη αντιδικτατορική συγκέντρωση στο Ρίτσμοντ Τάουν Χολ. Στην εξέδρα ήσαν Αυστραλοί βουλευτές του Εργατικού Κόμματος, αντιπρόσωποι άλλων αριστερών κομμάτων, συνδικαλιστές και οι υπστηρικτές – διευθυντές των παροικιακών εφημερίδων Τάκης Γκόγκος του ‘Νέου Κόσμου’ και Ευστάθιος Βλασόπουλος των ‘Νέων’. Ο περισσότερος κόσμος στην αίθουσα ήσαν οπαδοί της ΄Ενωσης Κέντρου, και επίσης υπήρχαν αρκετά, μέλη του Δημόκριτου και αριστερών οργανώσεων. Οι Δημοκράτες του Κέντρου ήμασταν οι περισσότερο ασυγκράτητα εκδηλωτικοί κατά των πραξικοματιών, οι αριστεροί ήσαν περισσότερο συγκρατημένοι. Φαίνονταν να γνώριζαν από διώξεις και βίαιες κυβερνητικές πράξεις και η ανατροπή του ελληνικού καθεστώτος με μια φασιστική εκδοχή να μην τους εντυπωσιάζει πολύ. Ο Γιώργος Ζάγκαλης ήταν στα μπροστινά καθίσματα αλλά καθώς οι φωνές και οι αποδοκιμασίες του νέου χουντικού καθεστώτος από τους κεντρώους γίνονταν όλο και πιο άγριες ήρθε προς εμάς χαμογελαστός και μειλίχιος, συνιστώντας ηρεμία για να μπορέσουμε να αποφασίσουμε κάτι. Ο Ζάγκαλης γνώριζε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και επιπλέον γνώριζε αν η Αριστερά επρόκειτο να εμπλουτιστεί με περισσότερα μέλη η πιο βέβαιη δεξαμενή ήταν αυτή του κεντρώου χώρου. Πράγματι, στη συγκέντρωση πάρθηκε η απόφαση η Επιτροπή Υπεράσπισης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα που δημιουργήθηκε με το βασιλικό πραξικόπημα του Ιουλίου του 1965 να μετανομαστεί σε Επιτροπή Αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (ΕΑΔΕ) και να καλεστεί συγκέντρωση από όλους όσοι ήθελαν να συμμετάσχουν για να εκλεγεί Διοικητικό Συμβούλιο και να καταστρωθεί πρόγραμμα δράσης. Με αυτό τον τρόπο η Μελβούρνη δημιούργησε μια αντιπροσωπευτική αντιδικτατορική επιτροπή όλων των τάσεων που διατηρήθηκε αντιπροσωπευτική μέχρι την πτώση της Δικτατορίας. ΄Εκτοτε με τον ΓΖ ήμασταν καλοί φίλοι, και παρά τις κατά καιρούς διαφωνίες μας, οι συνεργασίες μας για πολιτικά, συνδικαλιστικά, κοινοτικά, εκπαιδευτικά, πολιτιστικά, ραδιοφωνικά  και άλλα παροικιακά ζητήματα ήσαν συχότατες και εγκάρδιες.

Ο ΓΖ ως συνδικαλιστής και ακτιβιστής βρισκόταν στη μαύρη λίστα των Φιλελεύθερων κυβερνήσεων και όπως πολλοί άλλοι μη αρεστοί, δεν μπορούσε να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Η οικογένεια των γονιών του βρισκόταν διασκορπισμένη σε τρεις ηπείρους: Ελλάδα, Τασκένδη, Μελβούρνη. Η μητέρα πέθανε στην Τασκένδη και ο πατέρας στη Μελβούρνη χωρίς να δει ο ένας τον άλλο από τη δεκαετία του 1940. Μόνο το 1973, ύστερα από 23 χρόνια στην Αυστραλία δόθηκε στο ΓΖ η Αυστραλιανή υπηκοότητα και διαβατήριο για να μπορέσει να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Μετά ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και τη Σοβιετική ΄Ενωση. Οι γονείς του είχαν πεθάνει αλλά μπόρεσε να συνδεθεί με την οικογένεια του μεγάλου αδελφού του Νίκου που βρισκόταν στην Τασκένδη  Στο  βιβλίο του: «Μια ωδή στη μάνα – τη δική μου μάνα – την άλλη Ελένη» (Μελβούρνη 2018), ο Ζάγκαλης παρουσιάζει μια αναφορά, έναν ύμνο στην αγωνίστρια μάνα του που ξεφεύγει από το στενά προσωπικό, «που θα μπορούσε να είναι η ιστορία κάθε μάνας». Περιγράφει με συγκίνηση στο βιβλίο αυτό τις επανασυναντήσεις τους με τις οικογένειες των αδελφών του στην Τασκένδη και την Ελλάδα και τις γλωσσικές δυσκολίες επικοινωνίας της Αυστραλέζας συζύγου του Καβέλ με τη Ρωσίδα γυναίκα του Νίκου, ΄Αννα. Τέτοιες δυσκολίες όμως ξεπερνούνταν ευχάριστα όταν αργότερα συναντούνταν στο πατρικό τους σπίτι στις Δρυμάδες. Στις Δρυμάδες τελικά ενώθηκαν τα οστά της μητέρας του Κωνστάντιας που πέθανε  στην Τασκένδη με τη στάχτη του πατέρα του Παντελή που πέθανε στη Μελβούρνη. Μετά το θάνατο του Νίκου, ο Γιώργος εξακολουθούσε να επισκέφτεται τις Δρυμάδες σχεδόν κάθε χρόνο. Πέντε μέρες πριν το θάνατό του επισκέφτηκα το Γιώργο στο σπίτι του, την ημέρα που βγήκε από το Κέντρο Αποκατάσταης. Μου είπε ότι η μισή του καρδιά είναι στις Δρυμάδες και η άλλη μισή στην Αυστραλία.

Τον Αύγουστο του 2012 βρισκόμασταν και οι δυο στην Ελλάδα και ο Γιώργος με προσκάλεσε στο σπίτι του στις Δρυμάδες. ΄Εμεινα μαζί του μια εβδομάδα αλλά οι 4 ημέρες ήταν ένα ταξίδι που κάναμε στην Αλβανία. Επισκεφτήκαμε τις πόλεις Αργυρόκαστρο, Αγίους Σαράντα, Χιμάρα και το προγονικό του χωριό, τις Αλβανικές Δρυμάδες, και τότε αποφασίσαμε να επισκεφτούμε και τα Τίρανα. Πήραμε το λεωφορείο από τις Αλβανικές Δρυμάδες για τα Τίρανα όπου μείναμε για ένα βράδυ. Το πρωί της άλλης μέρας, ενώ περιμέναμε να πάρουμε το λεωφορείο Τίρανα Γύθειο για να βγούμε στα σύνορα, στην Κακαβιά και να γυρίσουμε στο σπίτι του, ο Γιώργος μου λέει ότι ήθελε να επισκεφτούμε το άγαλμα του Ενβέρ Χότζα στα Τίρανα. Του είπα ότι δεν με ενδιέφερε το άγαλμα του Χότζα αλλά, αν ήθελε, είχαμε ώρα, μπορούσε να πάει μόνος του. Τελικά ούτε αυτός πήγε. ΄Οταν, στις 2 το απόγευμα, μπήκαμε στο λεωφορείο ο Γιώργος κάθισε σε μια μπροστινή θέση και εγώ λίγες θέσεις πίσω με έναν Αλβανό που επέστρεφε στην Ελλάδα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές του στην Αλβανία. Συζητούσα μαζί του για τις εμπειρίες του στην Αλβανία και την Ελλάδα και του είπα ότι ο φίλος μου ήθελε να πάμε να δούμε το άγαλμα του Χότζα στα Τίρανα. «Ποιο άγαλμα του Χότζα, μου λέει αυτός, όλα τα αγάλματα του Χότζα στα Τίρανα, την Κορυτσά και άλλες πόλεις τα γκρέμισαν και τα κατέστρεψαν μετά την αντιεπανάσταση.» Τότε λέω του Γιώργου που καθόταν στα μπροστινά καθίσματα «Το ακουσες αυτό Γιώργο; Καλύτερα να σου κάνουν το άγαλμα όταν πεθάνεις, παρά όσο είσαι ζωντανός γιατί δεν ξέρεις αν θα εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το θάνατό σου».

Ο ΓΖ έφερε μαζί του στην Αυστραλία  τα οράματα των εφηβικών του χρόνων για τη νίκη των ταξικών αγώνων και τον ερχομό του λαού στην Εξουσία με ο.τιδήποτε αυτό να μπορούσε να σημαίνει. Ωστόσο δεν ήταν αιθαιροβάμων, γνώριζε ότι επείγονταν πολλά πράγματα που έπρεπε να γίνουν να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής των λαϊκών ομάδων. Οι επείγουσες αυτές καταστάσεις απαιτούσαν αγώνες.  Για 70 χρόνια μετά τη ζεστή εκείνη ημέρα του Φεβρουαρίου του 1950 ο ΓΖ  παρέμεινε στο μετερίζι των κοινωνικών αγώνων για τα δικιώματα των μεταναστών εργατών, για τη διδασκαλία των Αγγλικών στους χώρους εργασίας, για τον Πολυπολιτισμό, για την ένταξη της διδασκαλίας των μεταναστευτικών γλωσσών στα Αυστραλιανά σχολεία, για την εξάπλωση των εθνοτικογλωσσικών ραδιοφωνικών προγραμμάτων. Η Αυστραλία που βρήκε ήταν ρατσιστική και μονοπολιτιστική. Ακόμη και στους χώρους των Συνδικάτων υπήρχαν προκαταλήψεις και διακρίσεις. Γι’ αυτό το 1973 πρωτοστάτησε στη σύγκληση του Α΄Συνδικαλιστικού Συνεδρίου για τα δικαιώματα των Μεταναστών Εργατών. Γι’ αυτό εξάλλου έγραψε και δημοσίευσε έναν αριθμό βιβλίων. Στο βιβλίο του “Migrant Workers and Ethnic Communities” (2009), ο Ζάγκαλης γίνεται εκφραστής και εξιστορητής των αγώνων δυο γενιών μεταναστών εργατών στην Αυστραλία, από το 1950 ως το 2009. Αυτόί ήταν οι τρόποι να πολεμήσει την πολιτική της Λευκής Αυστραλίας, και να προωθήσει την αποδοχή των δικαιωμάτων των μεταναστών ως ίσων Αυστραλών, για τη δημιουργία μιας κοινωνίας όπου τα μέλη των εθνοτικών ομάδων θα έχουν λόγο και συμμετοχή. Nα γίνουν αγώνες να τονιστεί στο ABC ότι οι γλώσσες των μεταναστών δεν ήσαν ξένες και απορρίψιμες αλλά επίσης Αυστραλιανές γλώσσες που ομιλούνταν από πολίτες της Αυστραλίας.

Γνώριζε ότι η προώθηση των ιδεών αυτών μπορούσε να γίνει μόνο μέσω παροικιακών και πολυεθνοτικών Επιτροπών και με τη συμμετοχή ατόμων της ομάδας της πλειοψηφίας των Αυστραλών. Αυτός ήταν ο τρόπος ενέργειας του ΓΖ: συμμετοχή, και δράση όχι μόνο σε παροικιακές επιτροπές αλλά κατά πρώτο λόγο, σε επιτροπές δράσης που περιελάμβαναν μέλη πολλών άλλων εθνοτήτων και μέλη του κύριου ρεύματος της Αυστραλιανής κοινωνίας, είτε επρόκειτο για δικαιώματα μεταναστών εργατών, είτε για τη διδασκαλία των εθνοτικών γλωσσών, είτε για τη δημιουργία και στήριξη εκπομπών σε άλλες Αυστραλιανές γλώσσες εκτός της Αγγλικής. Οι αγώνες αυτοί είχαν επιτυχίες και αποτυχίες αλλά, όπως έλεγε, κανένας αγώνας που δίνεται δεν πάει χαμένος. Αν παρακολουθήσουμε την ιστορική πορεία της Αυστραλίας από το 1950 μέχρι σήμερα θα παρατηρήσουμε μια σχεδόν διαφορετική χώρα. Η συμβολή του Γιώργου Ζάγκαλη στο επίτευγμα αυτό ήταν σημαντική. Πάντα υπήρχαν εμπόδια, ο Γιώργος επεξεργαζόταν στρατηγικές υπέρβασης των εμποδίων. Αντίκρυζε τα πράγματα με αισιοδοξία. Θα υπάρχει πάντα αντίδραση, «τα σκυλιά γαυγίζουν αλλά το καραβάνι προχωράει», συνήθιζε να λέει. Ο Γιώργος Ζάγκαλης έζησε μια πολυκύμαντη ζωή αγώνων και υπήρξε ένα σπουδαίο μέλος της Ελληνικής παροικίας και της Αυστραλίας.