Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η Ελλάδα γνώρισε το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα της ιστορίας της από τη δεκαετία του ’50.
Αρκετοί ήταν εκείνοι που ως παιδιά πρώην μεταναστών ακολούθησαν τα βήματα των γονιών τους είτε από ανάγκη, είτε για την εμπειρία.
Η Αυστραλία «τράβηξε» πολλούς κι έτσι πολύ σύντομα δημιουργήθηκε το ρεύμα των «νεοφερμένων» σε αντιδιαστολή με τους μετανάστες πρώτης γενιάς.
Οι περισσότεροι από αυτούς, όπως άλλωστε και οι παλαιότεροι, ταξίδεψαν στην «άλλη άκρη του κόσμου» με μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα και προσδοκίες. Κανείς δεν ήξερε τι θα βρει στη νέα πατρίδα και πώς θα είναι η νέα ζωή.
Κι εδώ που τα λέμε, ο πήχης ήταν αρκετά ψηλά μιας και η ζωή που οι περισσότεροι άφηναν πίσω ήταν καλή, ακόμα κι αν ήταν δύσκολη.
Κάποιοι προσαρμόστηκαν εύκολα, άλλοι πιο δύσκολα. Κάποιοι ήρθαν για να μείνουν, κάποιοι ήρθαν με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και κάποιοι ψάχνοντας.
Για αρκετούς, πάντως, ο κύκλος έκλεισε με την πανδημία.
Ο εγκλεισμός και η απαγόρευση των μετακινήσεων φαίνεται να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφασή τους να γυρίσουν πίσω.
Ο «Νέος Κόσμος» βρήκε και μίλησε με κάποιους από αυτούς. Στη συνέχεια θα διαβάσετε την εμπειρία τριών Ελληνίδων που βίωσαν τη μετανάστευση στην Αυστραλία και για τους δικούς τους λόγους αποφάσισαν να επιστρέψουν μόνιμα ή προσωρινά στην Ελλάδα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΗΛΙΟΥ
Η Κατερίνα Μήλιου ήρθε στην Αυστραλία μαζί με τον σύζυγό της τον Γιάννη, το 2012. Έζησαν στην Αδελαϊδα και στη Μελβούρνη, απέκτησαν την κόρη τους, και μετά από επτά χρόνια πήραν το δρόμο της επιστροφής, λίγους μήνες πριν ξεσπάσει η πανδημία.

«Φύγαμε από την Ελλάδα στην αρχή της κρίσης. Άρχισε να κάνει έρευνα ο Γιάννης για δουλειά και βρήκε σχεδόν αμέσως στην Αδελαΐδα, οπότε σηκωθήκαμε και φύγαμε.
Την πρώτη μέρα που προσγειωθήκαμε στην Αυστραλία, θυμάμαι ότι ήταν μία Τρίτη μεσημέρι και η πόλη ήταν νεκρή. Δεν υπήρχε κανένας πουθενά. Σοκαρίστηκα. Ερχόμασταν από τη βαβούρα της Αθήνας στην πόλη των ζόμπι, έτσι τη λέγαμε την Αδελαΐδα τότε.
Ο Γιάννης είχε τη δουλειά του, και εγώ δεν άργησα. Μέσα σε πέντε εβδομάδες βρήκα δουλειά, όχι ως ψυχολόγος που ήμουν στην Ελλάδα, αλλά ως σύμβουλος.
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε φοβερή εντύπωση ήταν όλα αυτά τα «manuals», τα «terms» και τα «conditions». Μου φάνηκαν υπερβολικά, μη κατανοητά ή απαραίτητα.
Φυσικά τώρα βλέπω τη χρησιμότητα που είχαν, εάν συγκρίνεις με την Ελλάδα, όπου εργάζομαι ως ψυχολόγος στο δημόσιο είκοσι χρόνια και ακόμα προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τον τροχό. Δεν υπάρχει καμία διαδικασία για τίποτα εδώ.
Στο επαγγελματικό κομμάτι θα επέλεγα την Αυστραλία, ήταν δημιουργική η δουλειά, μού επέτρεπαν να λειτουργώ όπως εγώ πίστευα και το προτιμώ από το χάος που επικρατεί εδώ. Εδώ ακόμα υπογράφουμε τις παρουσίες με το χέρι, οι άδειες δίνονται επίσης με υπογραφή στο χέρι.
Στην Αυστραλία ήμασταν ασφαλείς, είχαμε βρει τον ρυθμό μας, και ωραίους ανθρώπους αλλά πάντα υπήρχε μία αίσθηση αμφιβολίας για το αν αυτή ήταν η ποιότητα ζωής που θέλαμε.
Στην Αυστραλία είναι όλα προγραμματισμένα, δεν βρίσκεις καφέ ούτε φαγητό ό,τι ώρα θέλεις. Δεν υπάρχει η ζωντάνια, ο αυθορμητισμός που υπάρχει στην Ελλάδα. Και αυτό ήταν τελικά που μας γύρισε πίσω.
Αυτό που μου έλειπε περισσότερο από την Ελλάδα ήταν μία αίσθηση οικειότητας στα πράγματα, δεν αισθάνθηκα ότι αυτή η ζωή στην Αυστραλία μου ανήκει, πάντα αισθανόμουν σαν τουρίστας.
Φυσικά, μου έλειπαν η οικογένεια, η κοινωνικότητα, και οι φίλοι. Μου έλειπε και λίγο το άναρχο της Ελλάδας. Είμαστε σε καραντίνα από τον Νοέμβριο αλλά βρισκόμαστε με κάποιους γείτονες με τους οποίους έχουμε κάνει τη δική μας «φούσκα» προστασίας. Στην Αυστραλία δεν θα τολμούσαμε να το κάνουμε.
Όταν επέστρεψα μόνιμα στην Ελλάδα, τις πρώτες μέρες έκλαιγα κάθε μέρα από την ασχήμια, την αγένεια, τη βρώμα στην Αθήνα. Η επιθετικότητα των ανθρώπων ήταν κάτι που δεν μπορούσα να χωρέσω μέσα μου. Δεν ξέρω αν ήταν μεγαλύτερη η επιθετικότητα από την περίοδο που είχα φύγει. Μου φάνηκαν όμως οι άνθρωποι περισσότερο επιθετικοί. Κάποια χρόνια μέσα στη κρίση δεν τα έζησα για να ξέρω πώς γράφτηκαν.
Οι πρώτοι μήνες ήταν συνταρακτικοί για μένα. Από την άλλη όμως, ήταν η γλώσσα. Όταν παράγγελνα έναν καφέ στα ελληνικά και μου απαντούσαν στα ελληνικά, ήταν κάτι που μου έφερνε δάκρυα στα μάτια… να με σερβίρουν στη γλώσσα μου χωρίς την επιτηδευμένη ευγένεια που επικρατεί στην Αυστραλία όταν σε σερβίρουν. Όλα αυτά ήταν πιο κατανοητά σε μένα, πιο ζεστά.
Δεν έχω κλείσει όμως την πόρτα της Αυστραλίας μέσα μου. Αν κάτι αλλάξει και θέλουμε να φύγουμε δεν τρέχει τίποτα να τα μαζέψουμε και να έρθουμε. Ξέρουμε αυτόν τον τόπο και υπάρχει μια πόρτα ανοιχτή εκεί.
Σίγουρα μας εμπλούτισε η εμπειρία μας στην Αυστραλία. Είναι σπουδαίο να ζεις σε μια χώρα όπου υπάρχουν ευκαιρίες και η αίσθηση ότι μπορείς να κάνεις πράγματα και έχεις προοπτικές χωρίς να χρειάζεσαι να γνωρίζεις τον μπάρμπα του μπάρμπα…
Άνοιξε το μυαλό μας επίσης γνωρίζοντας άλλους ανθρώπους, ανακαλύψαμε άλλα φαγητά, είμασταν ανεξάρτητοι, μόνοι μας χωρίς άλλη οικογένεια, το παιδί μας μίλησε μια άλλη γλώσσα.
Μου έδωσε τη δυνατότητα να δω τα πράγματα αλλιώς, μου έδωσε μία μεγαλύτερη αίσθηση αυτονομίας και ανεξαρτησίας, και την πεποίθηση ότι δεν θα χρειαστεί να στριμωχτώ ποτέ σε μια γωνιά. Ότι έχω άλλες επιλογές. Βέβαια πουθενά δεν μπορείς να έχεις όλο το πακέτο.
Δεν το μετανιώσαμε που γυρίσαμε. Έχουμε βάλει έναν ρυθμό στη ζωή μας, έναν τρόπο ζωής που ανακαλύψαμε ότι μας ταιριάζει όταν ζούσαμε στην Αυστραλία.
Η Δάφνη η κόρη μου μιλάει κάθε μέρα για την Αυστραλία και για τους ανθρώπους εκεί. Ως προς το σχολείο της, έχω εντυπωσιαστεί με τους δασκάλους της και τον τρόπο που πραγματοποιούν τα μαθήματα μέσα από την οθόνη, τον τρόπο που προσεγγίζουν τα παιδιά, πώς τα διδάσκουν, πώς τα διασκεδάζουν σε κάθε μάθημα που κάνουν.
Επίσης πριν ξεκινήσει η πανδημία είχαμε πολλές επιλογές για δραστηριότητες που έκανε για τα παιδιά ο Δήμος στον οποίο ζούμε. Καλλιτεχνικά και ομαδικά προγράμματα που ήταν όλα δίπλα μας.
Τι είναι αυτό που απολαμβάνουμε με ιδιαίτερη χαρά τώρα που επιστρέψαμε;
Το τσιπουράκι στη παραλία, με τα πόδια στην άμμο και να σε καίει ο ήλιος, κουβεντιάζοντας με φίλους. Δεν υπάρχει αυτό αλλού».
ΣΟΦΙΑ ΧΑΝΙΩΤΑΚΗ
Η Σοφία Χανιωτάκη κατάγεται από την Ιεράπετρα Κρήτης και ήρθε στην Αυστραλία το 2015. Μετά από μια πλούσια και δημιουργική πενταετία αποφάσισε να επιστρέψει προσωρινά στην πατρίδα.

“Έζησα στη Μελβούρνη από τον Νοέμβριο του 2015 έως και τον Δεκέμβριο του 2020. Ο πατέρας μου ήταν μετανάστης στην Αυστραλία, όπου έζησε έως το 1978 για περίπου 15 χρόνια, κυρίως στο Χόμπαρτ.
Έτσι από μικρές, η αδελφή μου κι εγώ ακούγαμε ιστορίες για την Αυστραλία, τις οποίες ο πατέρας μας αφηγείτο με ενθουσιασμό αλλά και νοσταλγία.
Ωστόσο, δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να επισκεφθούμε τη χώρα οικογενειακώς και ο πατέρας μου ποτέ δεν κατάφερε να επιστρέψει αφότου μετακόμισε μόνιμα στην Ελλάδα, παρόλο που το ήθελε πολύ.
Η ιδέα και η ανάγκη να μεταναστεύσω κι εγώ στη Μελβούρνη προέκυψε το 2013. Προετοιμαζόμουν γι’ αυτό το βήμα για περίπου δύο χρόνια και τελικά έφτασα στη Μελβούρνη το 2015.
Οι λόγοι της μετανάστευσής μου ποικίλουν, κυρίως όμως ήθελα να διδάξω τα Ελληνικά σε σχολεία της ομογένειας, όπως και έγινε. Εργάστηκα επί πέντε συναπτά σχολικά έτη σε κοινοτικά σχολεία της Μελβούρνης, κάνοντας παράλληλα και ένα μεταπτυχιακό στη διδασκαλία της Αγγλικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας.
Επίσης, φέτος διανύω τον δεύτερο χρόνο ως μεταπτυχιακή ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο La Trobe, στο Τμήμα Γλωσσών και Γλωσσολογίας, με ειδικότητα στην ενσωμάτωση της λογοτεχνίας στη διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας. Επομένως, η σχέση μου με την Αυστραλία δεν έχει ολοκληρωθεί.
Ο λόγος που επέστρεψα στην Ελλάδα ήταν διότι τον Μάιο του 2020 έχασα τον πατέρα μου και λόγω της επιδημίας, δεν μπόρεσα να τον αποχαιρετήσω όπως θα ήθελα και να είμαι κοντά στην οικογένειά μου.
Η απόφαση να επιστρέψω στην Ελλάδα -έστω και για λίγους μήνες- πάρθηκε καθώς παρακολουθούσα την κηδεία μέσω βιντεοκλήσης.
Ήταν τραγικό και συνάμα σχεδόν αστείο όλο αυτό και, σίγουρα, με έκανε να αναθεωρήσω αρκετά πράγματα.
Ευελπιστώ να καταφέρω να επιστρέψω στη Μελβούρνη, ώστε να είμαι παρούσα στην τελετή αποφοίτησης από το Πανεπιστήμιο. Στην Ελλάδα συνεχίζω να ασχολούμαι με τη διδασκαλία, διδάσκοντας Ελληνικά σε μαθητές από τη Μελβούρνη και τη Νέα Ζηλανδία διαδικτυακά, ενώ παράλληλα συνεχίζω την έρευνά μου.
Η εμπειρία της Αυστραλίας ήταν πολύ ωφέλιμη. Είχα την ευκαιρία να ζήσω κι εγώ στη χώρα όπου έζησε ο πατέρας μου και αυτό κατά κάποιο τρόπο με συνέδεσε περισσότερο μαζί του.
Επίσης, η Μελβούρνη είναι μία πολυπολιτισμική πόλη, όπου είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω εξαιρετικούς ανθρώπους από διάφορες χώρες του κόσμου.
Σε σχέση με τη διδασκαλία στη Μελβούρνη, ήταν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες διδακτικές εμπειρίες για μένα.
Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη που γνώρισα τόσο ενδιαφέροντες συναδέλφους, ενώ δεν μπορώ να μην αναφέρω όλες τις μαθήτριες και τους μαθητές μου, που όλα αυτά τα χρόνια μου προσέφεραν πάρα πολλά και τους ευχαριστώ από καρδιάς γι’ αυτό!”
ΣΩΤΗΡΙΑ ΝΙΚΑ
Η Σωτηρία Νίκα κατάγεται από την Κυλλήνη. Ήρθε στην Αυστραλία το 2014 για σπουδές και μετά από έξι χρόνια ο κύκλος έκλεισε γι’ αυτήν και αποφάσισε να επιστρέψει.

“Η μητέρα μου γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα 22 της στη Μελβούρνη κι εγώ απέκτησα την αυστραλιανή υπηκοότητα από καταγωγή.
Αυτό θεώρησα ότι ήταν ένα προνόμιο που θα έπρεπε το αξιοποιήσω με κάποιο τρόπο και αφού τελείωσα το σχολείο στην Ελλάδα αποφάσισα να κάνω το μεγάλο βήμα και να πάω στην Αυστραλία για σπουδές.
Το αρχικό μου πλάνο ήταν αφού τελειώσω τις σπουδές μου στην κοινωνική εργασία -σπούδασα στο RMIT κοινωνική λειτουργός (social work)- να επιστρέψω στην Ελλάδα.
Στην πορεία, όμως, βρέθηκα να μένω 6 χρόνια στη Μελβούρνη καθώς, αφού ορκίστηκα, παρέμεινα για δύο επιπλέον χρόνια ως εργαζόμενη στον τομέα μου.
Η επαγγελματική ευκαιρία που μου παρουσιάστηκε ήταν πολύ καλή και ήμουν πολύ ενθουσιασμένη και θα έλεγα ότι τα δύο επιπλέον χρόνια ήταν και από τα καλύτερα εντέλει.
Εργάστηκα σε μια μη κυβερνητική οργάνωση που είχε ως στόχο την υποστήριξη αστέγων, ως κοινωνική λειτουργός στην ομάδα των αξιολογήσεων. Για μένα ήταν μια πολύ σημαντική και ηθικά ικανοποιητική δουλειά. Ήταν μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία η εργασία στην συγκεκριμένη οργάνωση.
Νομίζω ότι τα δύο πρώτα χρόνια προσπαθούσα να συγκρίνω και να βρω κοινά στοιχεία της Ελλάδας με την Αυστραλία. Αυτό ξέρουμε ότι δεν γίνεται, καθώς οι δύο χώρες είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, οπότε το να προσπαθώ να βρω κοινά στοιχεία ήταν για μένα –έτσι όπως το βλέπω 6 χρόνια μετά– χάσιμο χρόνου.
Έπρεπε από την αρχή να πάρω απόφαση ότι η Αυστραλία δεν είναι Ελλάδα και να αδράξω όλες τις ευκαιρίες αυτές που μου έδινε.
Στα 2 πρώτα χρόνια ήμουν πολύ προβληματισμένη, δεν το χαιρόμουν όσο το χάρηκα στη συνέχεια, πάντα σκεφτόμουν την Ελλάδα, τι κάνουν οι φίλοι μου, τι κάνει η οικογένειά μου στην Ελλάδα, γιατί εμείς εδώ δεν μπορούμε να διασκεδάσουμε όπως στην Ελλάδα, εκείνο στην Ελλάδα, το άλλο στην Ελλάδα…
Κι αυτό ήταν κάτι που δεν με βοήθησε, ίσα ίσα δημιούργησε ένα μελαγχολικό και μίζερο τοπίο.
Όμως στάθηκα πάρα πολύ τυχερή και αυτό θέλω να το τονίσω γιατί σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα γνώρισα πάρα πολύ καλά άτομα, πάρα πολύ καλούς φίλους οι οποίοι μένανε στην Αυστραλία πιο πολλά χρόνια από μένα και ήταν εξωστρεφείς άνθρωποι και με βοήθησαν να βγω από αυτό το καβούκι της μιζέριας και να δω τελικά τι έχει να μου προσφέρει η Αυστραλία.
Ήταν σαν ένα μαγικό «κλικ» κι έπειτα απλά ένιωσα ότι άνοιξε ο δρόμος μου και είπα, «ναι, είμαι στην Αυστραλία κι έχω να κάνω πράγματα που θα τα κάνω και θα τα απολαύσω».
Άλλαξε ο τρόπος σκέψης μου και μπόρεσα να δω τα πράγματα από άλλη σκοπιά κι έτσι έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα στην Αυστραλία και πραγματικά πέρασα υπέροχα.
Μου έλειπε η οικογένειά μου, ο ήλιος, ο υπέροχος καιρός που σου φτιάχνει το κέφι και λίγο η εξωστρέφεια των ανθρώπων και λίγο η χαλαρότητα, η ανεμελιά, ο τρόπος ζωής, διασκέδασης, μην ξεχνάς πως ήμουν πολύ νέα τότε, ήμουν 18, οπότε τα επιζητούσα και αυτά.
Αργότερα, βέβαια, που συνήθισα και τον τρόπο διασκέδασης της Αυστραλίας μου άρεσε και αυτός.
Οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί στην Αυστραλία αλλά ποτέ δεν ένιωσα σαν στο σπίτι μου. Ήταν τα τυπικά.
Ήμουν πάρα πολύ τυχερή και είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ την Ελλάδα άπειρες φορές όσο ήμουνα στην Αυστραλία. Μέσα στα 6 χρόνια πήγα οκτώ φορές που είναι παραπάνω από μία φορά το χρόνο.
Αν και τα τελευταία χρόνια η δουλειά μου και η ζωή μου είχαν αποκτήσει μια σταθερότητα και μια ποιότητα αποφάσισα να γυρίσω πίσω γιατί μετά από έξι χρόνια αισθανόμουν έντονη την ανάγκη να βρεθώ σε ένα οικείο περιβάλλον, στο σπίτι μου.
Από την άλλη, όμως, δεν ήθελα να παρατήσω ό,τι είχα χτίσει μετά από τόσο κόπο και το σημείο που είχα φτάσει ήταν κάτι πολύ καλό για να το αφήσεις ξαφνικά, αλλά σε αυτή την τραμπάλα σκέψεων είχα καταλήξει ότι θα γυρνούσα Ελλάδα μέσα στο 2021. Το ήθελα.
Όσο για τη δουλειά, το είδα πιο ψύχραιμα, είπα στον εαυτό μου ότι είμαι πολύ νέα και ότι με τις γνώσεις και την προϋπηρεσία μου εδώ θα μπορούσα να κάνω πράγματα και στην Ελλάδα, όμως το γεγονός που με έσπρωξε να φύγω και, μάλιστα, νωρίτερα από ό,τι υπολόγιζα, ήταν η αρρώστια του παππού μου στον οποίο έχω τεράστια αδυναμία.
Αυτό ήταν κάτι το οποίο με βάρυνε πάρα πολύ ψυχολογικά, δεν μπορούσα να συνεχίσω και να ξέρω ότι ο παππούς μου στην Ελλάδα είναι πολύ άρρωστος και μπορεί να πεθάνει κι εγώ να μην είμαι εκεί. Έφτασα να μην είμαι λειτουργική στην Αυστραλία από την στεναχώρια μου.
Επιπλέον, ήρθε και ο κορονοϊός με τον εγκλεισμό που μας κούρασε όλους και όχι μόνο εμένα φαντάζομαι. Οπότε ο συνδυασμός αυτών των δύο γεγονότων ξύπνησε μια φωνή που μου έλεγε «φεύγεις τώρα!»
Και πράγματι έφυγα σχετικά πάρα πολύ γρήγορα.
Πήρα την απόφαση τέλη Ιουνίου και μέσα Αυγούστου ήμουνα Ελλάδα, παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα μέχρι να μπορέσω να φύγω τελικά. Πίστευα ότι δεν θα τα καταφέρω, ότι δεν θα προλάβω να δω τον παππού μου.
Τελικά, όλα πήγαν καλά, πήρα την εξαίρεση πάρα πολύ γρήγορα, πρόλαβα και τον παππού…
Έτσι αυτοί ήταν οι δύο λόγοι που με έκαναν να φύγω οριστικά. Τώρα τι σημαίνει «οριστικά», ειλικρινά, δεν ξέρω. Όλα είναι σχετικά.
Θα μπορούσα να μείνω, αλλά δεν είχα τη συναισθηματική πυγμή να το κάνω. Για μένα είναι οι άνθρωποι που μετρούν πιο πολύ στη ζωή, κι έτσι διάλεξα να είμαι κοντά στους ανθρώπους που αγαπώ και χαίρομαι πάρα πολύ που το έκανα.
Εδώ στην Ελλάδα, τα πράγματα έχουν ξεκινήσει πολύ ομαλά, πολύ καλύτερα από ό,τι περίμενα, θεωρούσα ότι θα είμαι άνεργη για κάνα δυο χρόνια λόγω της κρίσης, αλλά το επάγγελμά μου αυτή τη στιγμή είναι πολύ χρήσιμο για τη χώρα και υπάρχει απορρόφηση, οπότε όλα έχουν πάει πολύ καλά και με το επαγγελματικό.
Συνεχίζω να εργάζομαι στον τομέα μου, που επίσης είναι κάτι πολύ θετικό. Ξεκίνησα ως κοινωνική λειτουργός σε δομές προσφύγων και αυτή την περίοδο βρίσκομαι στη Λέσβο όπου δουλεύω με γυναίκες για λογαριασμό μιας ιταλικής ΜΚΟ.
Δεν έχω μετανιώσει που επέστρεψα.
Αισθάνομαι κερδισμένη από την εμπειρία της Αυστραλίας. Με διαμόρφωσε σαν άνθρωπο, μου έδωσε ταυτότητα, ήρθα στα 18, έφυγα στα 24 άλλος άνθρωπος, προς το καλύτερο και πραγματικά είμαι πολύ ευγνώμων για όλες αυτές τις ευκαιρίες που μου δόθηκαν και χαίρομαι που είχα τη διαύγεια να τις εκμεταλλευτώ.
Δηλαδή έκανα κι εγώ πράγματα, δεν καθόμουν σε έναν καναπέ να μιζεριάζω και ήμουν πολύ ενεργός άνθρωπος εκεί και πραγματικά στόχευα στην ανέλιξή μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Στην Αυστραλία θα ξαναερχόμουν μόνο αν είχα αποκτήσει οικογένεια και αποφασίζαμε με την οικογένειά μου να έρθουμε εδώ.
Αυτή τη στιγμή που είμαι μόνη μου δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος να επιστρέψω.
Σίγουρα, όμως, θα επισκεφτώ την Αυστραλία για διακοπές για να ξαναδώ τους φίλους μου και να κάνουμε όσα κάναμε παρέα όταν ήμουν εκεί”.