Ευελπιστώ να σας μεταφέρω το πλατύτερο συναίσθημα του απόδημου Ελληνισμού της Αυστραλίας προς μια νέα αμφίδρομη και ισότιμη σχέση με την Ελλάδα.

Οι απόδημοι που είναι τα άτομα ελληνικής καταγωγής (δηλαδή, η πρώτη γενιά μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και όσοι από τους απογόνους τους έχουν πάρει ιθαγένεια) είναι ένα αδιάσπαστο μέλος του οικουμενικού Ελληνισμού.

Η Ελληνική νομοθεσία υποτιμά τα οράματα και τις προσδοκίες του απόδημου Ελληνισμού. Ο μεν παρών νόμος του 2019 καθορίζει το δικαίωμα ψήφου στον τόπο διαμονής τους σε όσους έχουν ζήσει δύο χρόνια στην Ελλάδα τα τελευταία 35 χρόνια και έχουν υποβάλει φορολογικές δηλώσεις πρόσφατα, με εξαίρεση τους νέους κάτω των 30 ετών, όταν η μητέρα ή ο πατέρας έχουν ΑΦΜ.

Το δε πρόσφατο νομοσχέδιο Βορίδη χορηγούσε στους απόδημους δικαίωμα ψήφου άνευ όρων (χωρίς το δικαίωμα του εκλέγεσθαι) με ενσωμάτωσή τους στους εκλογικούς καταλόγους καταγωγής τους, κάτι που ισοδυναμεί με μια απλή αύξηση των ψηφοφόρων στην Ελλάδα.

Διαχρονικά, υπάρχει μια ασύμμετρη μεταχείριση των απόδημων και αυτό είναι εμφανές στον ισχύοντα νόμο του 2019. Πρώτον, η στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι μαζί με την ενσωμάτωση των αποδήμων στους εκλογικούς καταλόγους της καταγωγής τους, υποδηλώνει μια αποκλειστική αναφορά στα ελληνικά δεδομένα και αγνοεί τα ιδιαίτερα ζητήματα που αφορούν τους απόδημους στους τόπους διαμονής τους.

Τα ζητήματα αυτά έχουν σχέση με την Ελλάδα, αλλά προτρέπουν και σε μια ιδιόμορφη θεσμική αντιπροσώπευση έτσι ώστε οι εκπρόσωποι των απόδημων να εστιάζονται στα τοπικά θέματα στον τόπο διαμονής και να αλληλοτροφοδοτούν τις διακρατικές κοινωνίες με τεχνογνωσία και ευθύνη.

Ετσι δεν θα αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του θεσμικού ρόλου των αντιπροσώπων στην συγκεκριμένη επικράτεια και, ταυτοχρόνως, οι απόδημοι δεν θα επεμβαίνουν αποφασιστικά σε ζητήματα που αφορούν τον τόπο καταγωγής.

Συνοπτικά, τα παραπάνω μας καλούν προς αναθεώρηση του απώτερου σκοπού της εκπροσώπησης των απόδημων, όπου η προσοχή θα στρέφεται προς τις ανάγκες των απόδημων στον τόπο διαμονής που συσχετίζονται με τον παγκόσμιο Ελληνισμό (π.χ. Ελληνομάθεια, εμπόριο, συντάξεις, επαναπατρισμό, νέοι μετανάστες, πολιτιστικές ανταλλαγές, μετεκπαίδευση κλπ.)

Δεύτερον, τα παραπάνω μας απελευθερώνουν κάπως από την εμμονή της ελληνικής κοινωνίας σε δύο βασικά κριτήρια για την απονομή ψήφου που εστιάζονται στο αν οι απόδημοι: (α) συμμετέχουν ενεργά στα ελληνικά ζητήματα, και (β) είναι υπόλογοι των εκλογικών προτιμήσεών τους.

Δηλαδή, οι ιδιαίτερες εκλογικές περιφέρειες προσφέρουν την ευκαιρία για προβολή των ιδιαίτερων θεμάτων που απασχολούν τους απόδημους και για μεγαλύτερη διαφάνεια στην αξιολόγηση του έργου των εκπροσώπων τους. Συνεπώς, ο Ελληνισμός καλείται πια να διευκρινίσει τις δικαιοδοσίες των εκπροσώπων των απόδημων.

Τρίτον, η Ελληνική κοινωνία έχει την εντύπωση ότι η επιθυμία για ψήφο εκ μέρους των απόδημων είναι μηδαμινή, μιας και οι αιτήσεις για εγγραφές στην πλατφόρμα του Υπουργείου Εσωτερικών είναι ελάχιστες.

Μια τέτοια ερμηνεία όμως θα ήταν άδικη αν η κύρια αιτία είναι τα ασφυκτικά κριτήρια συμμετοχής. Το πιο πιθανόν είναι ότι οι απόδημοι θεωρούν την συμμετοχή στις Ελληνικές εκλογές σημαντική μόνο όταν τους δοθεί το δικαίωμα του εκλέγεσθαι.

Επίσης, η πλειοψηφία των απόδημων δεν είναι στην προνομιακή θέση να έχει ζήσει στην Ελλάδα δύο χρόνια όπως απαιτεί ο κανονισμός.

Για παράδειγμα, εγώ μεγάλωσα και τελείωσα το Λύκειο στην Ελλάδα, πληρώνω ΕΝΦΙΑ, επισκέπτομαι συχνά την Ελλάδα με τα παιδιά μου, έχω ανακαινίσει το σπίτι των γονέων μου, έχω καταθέσει έγγραφα στο Κτηματολόγιο, παρακολουθώ τις εξελίξεις στην Ελλάδα, κι όμως δεν έχω ζήσει στην Ελλάδα δύο ολόκληρα χρόνια για να έχω δικαίωμα ψήφου όπως απαιτεί ο ισχύων νόμος. Με άλλα λόγια, η πατρίδα μου δεν με αναγνωρίζει ως απόδημο με θεσμικά δικαιώματα.

Τέταρτον, υπάρχει διαχρονικά μια ασύμμετρη προσέγγιση προς τους απόδημους. Από την μια, η Ελληνική Πολιτεία ασκεί ψυχολογική πίεση προς τον απόδημο Ελληνισμό ο οποίος καλείται να αναλάβει πατριωτικά καθήκοντα ώστε να συνδράμει στην ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας, την υποστήριξη εθνικών συμφερόντων και στην προώθηση του Ελληνικού πολιτισμού στις χώρες διαμονής. Π.χ. συμβουλές όπως «να είστε υπερήφανοι για την πατρίδα σας», «κρατήσετε την Ελληνική γλώσσα και τα έθιμα» κλπ.

Από την άλλη, η Ελληνική κοινωνία, προς το παρόν, παραμένει αντίθετη στην απόδοση θεσμικών δικαιωμάτων εξ αποστάσεως στην πλειοψηφία των απόδημων που δεν έχουν ζήσει στην Ελλάδα δύο χρόνια ή δεν είναι πρόσφατοι μετανάστες.

Επανέρχομαι στις βασικές ενστάσεις για ψήφο προς τους απόδημους που έχουν ορθολογική υπόσταση, αλλά συχνά οδηγούν σε ασύμμετρη και αντιφατική μεταχείριση των απόδημων.

Τα κοινοβουλευτικά κόμματα της Ελλάδας επιμένουν στην χορήγηση εκλογικών δικαιωμάτων αποκλειστικά μόνο όταν οι απόδημοι:

(1) συμμετέχουν σε θεσμικές υποχρεώσεις,

(2) ξέρουν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και

(3) έχουν ζήσει και υφίστανται άμεσα τις συνέπειες της ψήφου.

Τα δύο πρώτα επιχειρήματα εστιάζονται στο ορατό ισοζύγιο καθηκόντων και δικαιωμάτων. Η κυρίαρχη θέση εκτιμά την ψήφο ως σημαντικό προνόμιο των απόδημων και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι ως πολυτέλεια.

Θα λέγαμε μια ωφελιμιστική προσέγγιση με παθητικούς αποδέκτες στο εξωτερικό. Η λογική όμως του (1) οδηγεί αναπόφευκτα και στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι αν ισχύει η θεσμική αρχή της ουσιαστικής αντιπροσώπευσης. Όσο για το (2), ουκ ολίγοι οι Ελλαδίτες που δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις ενώ απολαμβάνουν δικαιώματα.

Το τρίτο επιχείρημα, αν και αληθοφανές, αγνοεί τους έμμεσους τρόπους και διαύλους μέσα από τους οποίους ακόμη και οι απόδημοι είναι μερικώς υπόλογοι.

Πιο αξιοσημείωτο είναι ότι, ως αποδέκτες του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, οι απόδημοι θα έχουν μεγαλύτερα κίνητρα να επενδύσουν στην ανάπτυξη της οικονομίας και του Ελληνικού πολιτισμού, καθιστώντας τους δυνητικά ακόμη πιο ενεργούς και υπόλογους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αποδήμων πρώτης γενιάς ξενιτεύτηκε για μια καλύτερη ζωή και όχι από απέχθεια προς την πατρίδα. Παρατηρούμε επίσης ένα δυνατό συναισθηματικό δεσμό σε ένα σημαντικό κομμάτι της δεύτερης και τρίτης γενιάς των αποδήμων (γεννημένων εκτός Ελλάδος).

Αυτό οφείλεται πρωτίστως στην γαλούχηση από την πρώτη γενιά που διατήρησε την αγάπη της προς τον Ελληνικό πολιτισμό. Μια τεράστια οικονομική και ψυχική επένδυση που έχει συμβάλλει σημαντικά στην αίγλη του παγκόσμιου Ελληνισμού αλλά δεν έχει αναγνωριστεί έμπρακτα από την Ελληνική κοινωνία.

Παραδοσιακά, η ευθύνη για την ενδυνάμωση του ελληνισμού εκτός Ελλάδας έχει περιοριστεί στην οικογένεια, τη διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας και τις σπασμωδικές εξαγωγές πολιτιστικού υλικού απ’ τη μητρόπολη.

Προς το παρόν, αν και σε σταθερή πτώση, υπάρχει ενδιαφέρον για τον ελληνικό πολιτισμό και συνειδητή αναγνώριση ελληνικής κληρονομιάς από τη δεύτερη και τρίτη γενιά στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τη Σουηδία, τη Γαλλία και την Ιταλία.

Όμως, η μη απόδοση δικαιωμάτων στον τόπο διαμονής σε όσους έχουν επίσημα ελληνική καταγωγή είναι πιθανόν να οδηγήσει στην πολιτιστική φθορά της Ελληνικής Διασποράς.

Από τη σκοπιά των απόδημων, η παρούσα νομοθεσία φαίνεται ελληνοκεντρική. O αποκλεισμός των αποδήμων από βασικά θεσμικά δικαιώματα στον τόπο διαμονής τους είναι μια μικρόψυχη και κοντόφθαλμη μεταχείριση των απόδημων με γνώμονα το ορατό, εκλογικό όφελος και όχι το μακροπρόθεσμο συμφέρον του παγκόσμιου Ελληνισμού.

Είναι πια καιρός να προβάλουμε τις απόψεις και εμπειρίες των απόδημων. Υπάρχει ένα αόρατο αλλά υπαρκτό συμφέρον του οικουμενικού Ελληνισμού που υποδηλώνει ενδεχομένως μια σημαντική δυναμική.

Η ψυχολογία της κοινωνικής συμπεριφοράς συστήνει μια αμφίδρομη, αιτιακή σχέση μεταξύ καθηκόντων και δικαιωμάτων. Ακόμη και η σύγχρονη οικονομική σκέψη (δηλαδή, μισθοί αποδοτικότητας ή efficiency wages) θεωρεί ότι η χορήγηση δικαιωμάτων οδηγεί στην αύξηση των ευθυνών και της παραγωγικότητας του αποδέκτη.

Συνεπώς, η αναγνώριση της ελληνικής καταγωγής έχει την προοπτική να επιφέρει ανυπολόγιστα οφέλη στους απόδημους και ιδιαίτερα στην Ελλάδα μακροπρόθεσμα.

Συνεπώς, να τελειώνουμε με την διπολική μεταχείριση των απόδημων ως (α) τον πετυχημένο (τουρίστα ή επενδυτή) απ’ τον οποίο έχει να ωφεληθεί η Ελλάδα ή (β) την μετανάστρια που έχει την απαίτηση για δικαιώματα επειδή περηφανεύεται για την κληρονομιά της. Οι απόδημοι δεν είναι ούτε κατώτεροι ούτε ανώτεροι.

Είναι διαφορετικοί και από την πολυμορφία απορρέουν πολλά καλά.

Κλείνω με την υπενθύμιση ότι οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά σε βουλευτικές εκλογές μόλις το 1956 (σε σύγκριση με τις Ιταλίδες το 1945) ενώ οι πρώτες σοβαρές συζητήσεις στο Κοινοβούλιο άρχισαν το 1921 και πήραν περιορισμένο δικαίωμα ψήφου (όχι του εκλέγεσθαι) το 1930.

Πιστεύω ότι, όπως με την καθυστέρηση στην απονομή δικαιωμάτων στις γυναίκες, έτσι και με τον Ελληνισμό της Διασποράς, η αντίσταση οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό σε υποσυνείδητες προκαταλήψεις και σκοτεινά σημεία θέασης του παγκόσμιου Ελληνισμού.

Οι προκαταλήψεις μάλλον συσχετίζονται με την υποτίμηση του ανθρώπινου και κοινωνικο-πολιτιστικού κεφαλαίου που έχει συσσωρεύσει η Ελληνική Διασπορά και την έλλειψη φαντασίας ως προς τον καλύτερο τρόπο εκπροσώπησης των απόδημων εξ αποστάσεως.

Είναι λοιπόν καιρός να δούμε τον παγκόσμιο Ελληνισμό ως ευκαιρία, ως πηγή ανάπτυξης και πολιτιστικής αναγέννησης.

Το “Greek Brand” στο οποίο πολλοί αναφέρονται, θα είναι πατερναλιστικό και αδύναμο έως ότου η Ελληνική Διασπορά δεν εγκαλείται σε ενεργό συμμετοχή.

Η Ελληνική κοινωνία καλείται σήμερα να δείξει μεγαλοψυχία και να αγκαλιάσει τη Διασπορά προς μια πιο ουσιαστική αντιπροσώπευση στον τόπο διαμονής τους με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι που έχει την προοπτική να ενδυναμώσει τον παγκόσμιο Ελληνισμό.

Υ.Γ.: Το κείμενο εμπλουτίστηκε από παρατηρήσεις και συζητήσεις με δέκα ενεργά μέλη της ελληνικής Διασποράς εκ των οποίων και οι Εύη Λιώλου, Ελένη Παπαϊωάννου, Μάγδα Χατζοπούλου, Κωνσταντίνος Καλυμνιός μαι Κώστας Καραμάρκος.

*Ο Γιώργος Μεσσήνης είναι οικονομολόγος και λέκτορας Οικονομικών του Victoria University.