Τα διεθνή συνέδρια πάνε και έρχονται, εν μέσω καταιγισμών από στημένες φωτογραφίες και ανακοινωθέντα που δεν τα διαβάζει κανείς. Αλλά η σύνοδος της G7 στην Κορνουάλη αυτή την εβδομάδα ενδέχεται να αποτελέσει μια σπάνια τέτοια εκδήλωση, που μπορεί πράγματι να έχει σημασία, τόσο για τις μεμονωμένες χώρες που εμπλέκονται σε αυτήν όσο και για τη Δυτική συμμαχία και τον ευρύτερο κόσμο.

Για τον Boris Johnson, ο οποίος φιλοξενεί τη σύνοδο, είναι μια ευκαιρία για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε εντύπωση αιωρείται πως είναι ένας ασήμαντος κυνικός και να δείξει πως μπορεί να κατευθύνει μια σημαντική διεθνή συνεδρίαση. Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου χρειάζεται επίσης να δείξει πως το «Global Britain» (παγκόσμια Βρετανία) δεν είναι απλώς ένα σλόγκαν.

Για τον Joe Biden, που κάνει το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό ως πρόεδρος των ΗΠΑ, είναι μια ευκαιρία να δείξει πως η Αμερική επέστρεψε. Ο Biden έχει καταστήσει σαφές πως σκοπεύει να επιστρατεύσει τις δημοκρατίες του κόσμου για να αποκρούσουν τη Ρωσία και την Κίνα.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα πραγματοποιήσει διμερή συνάντηση με τον Johnson και θα ακολουθήσουν τρεις συναντήσεις με δημοκρατικούς συμμάχους -πρώτα στη σύνοδο των G7, μετά στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια μια σύνοδος ΕΕ-ΗΠΑ-, προτού προχωρήσει σε συνάντηση με τον Vladimir Putin στη Γενεύη. Στοχεύει να στείλει ένα μήνυμα ενότητας της Αμερικής και των δημοκρατικών συμμάχων στη συνάντηση με τον πρόεδρο της Ρωσίας.

Η σύνοδος των G7 θα στείλει επίσης έμμεσο μήνυμα στην Κίνα. Η γραμμή της προπαγάνδας που βγαίνει από το Πεκίνο είναι πως η Δύση βρίσκεται σε μη αναστρέψιμη πτώση. Μια επιτυχημένη σύνοδος των G7 θα αναζωογονούσε την ιδέα πως η Δύση μπορεί να παρέχει παγκόσμια ηγεσία σε μια συμμαχία με άλλες δημοκρατίες στην Ασία και ανά τον κόσμο.

Η ταυτότητα της G7 ως ενός κλαμπ δημοκρατιών είναι αυτή που της δίνει νέα σημασία σε μια εποχή αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ της Κίνας και της Δύσης. Οι βασικές επτά χώρες -οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία και ο Καναδάς- συνεδρίασαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1970. Στο τέλος του ψυχρού πολέμου, η Ρωσία προσκλήθηκε να ενταχθεί στην ομάδα, μετατρέποντας το κλαμπ στους G8. Αλλά η Ρωσική Ομοσπονδία αποβλήθηκε, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014.

Η μεγάλη πρόκληση ως προς τη σχετικότητα των G7 είναι η μείωση του μεριδίου της παγκόσμιας οικονομίας που εκπροσωπείται από αυτά τα επτά βασικά έθνη. Όπως σημειώνει η Renata Dawn του βρετανικού think tank Chatham House, τη δεκαετία του 1970, οι χώρες G7 αντιπροσώπευαν περίπου το 80% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Τώρα αυτό έχει μειωθεί στο περίπου 40%.

Όταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έπληξε τον κόσμο το 2008, χρειάστηκε μια ομάδα χωρών μεγαλύτερη από τους G7, προκειμένου να οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία μακριά από τα «βράχια». Για να αντιμετωπιστεί εκείνη η έκτακτη ανάγκη, η κυβέρνηση Bush συγκάλεσε την πρώτη σύνοδο των G20 -που περιελάμβανε την αρχική G7 καθώς και αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις όπως η Βραζιλία, η Ινδία και, πάνω απ’ όλα, η Κίνα.

Το γεγονός πως η G7 δεν αντιπροσωπεύει πλέον το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας -και τείνει προς την ευρωατλαντική περιοχή- παραμένει πρόβλημα.

Για να το αντισταθμίσει, η ομάδα έχει προσκαλέσει τέσσερις φιλοξενούμενους στη σύνοδο: την Αυστραλία, την Ινδία, τη Νότια Αφρική και τη Νότια Κορέα. Το γεγονός πως τρεις από αυτούς τους φιλοξενούμενους είναι ασιατικές χώρες υπογραμμίζει τον ρόλο της ομάδας στην αντίδραση έναντι του Πεκίνου.

Εντούτοις, αρκετά από τα βασικά ζητήματα που έχουν τεθεί στην ατζέντα της συνόδου των G7  -η πανδημία, το κλίμα και το εμπόριο- χρειάζονται τελικά κινεζική συνεργασία. Είναι παγκόσμια θέματα που δεν μπορούν να διορθωθούν χωρίς τη συμμετοχή του πολυπληθέστερου κράτους και δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου.

Η προσέγγιση των G7 στο δίλημμα αυτό φαίνεται να είναι πως προσπαθούν να παράσχουν μια πρακτική και ηθική ηγεσία που δημιουργεί δυναμική για μια παγκόσμια συμφωνία. Ένα παράδειγμα που πιάνει τα πρωτοσέλιδα είναι η συμφωνία που ήδη επιτεύχθηκε για τον παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φορολογικό συντελεστή, που λογικά θα επικυρωθεί στη σύνοδο των G7 αυτή την εβδομάδα και θα πάει στη σύνοδο των G20 αργότερα φέτος.

Το βασικό ερώτημα στην Κορνουάλη θα είναι αν οι G7 μπορούν να βρουν και άλλες πρακτικές πρωτοβουλίες που πάνε πέραν των διαφόρων σλόγκαν περί εμβολιασμού του κόσμου, των καθαρά μηδενικών εκπομπών ρύπων και του «ελεύθερου και δίκαιου εμπορίου».

Για την Covid-19, ένα προφανές βήμα θα ήταν να αυξηθεί σημαντικά η χρηματοδότηση για το Covax, το πρόγραμμα παγκόσμιου εμβολιασμού. Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο θα βρίσκονται επίσης υπό πίεση να αρχίσουν να δωρίζουν περισσότερα εμβόλια στον αναπτυσσόμενο κόσμο, προτού πετύχουν τον σχεδόν καθολικό εμβολιασμό εγχωρίως. Σε όρους εσωτερικής πολιτικής, αυτό θα μπορούσε να είναι δύσκολο. Αν όμως οι G7 αποφύγουν την πρόκληση, τότε η Κίνα βρίσκεται σε θέση να γίνει η μηχανή της παγκόσμιας ώθησης για εμβολιασμό.

Αφού η Κίνα είναι πλέον η χώρα με τις μεγαλύτερες εκπομπές αερίων, θα ήταν μάταιο οι G7 να κινηθούν μόνοι σε ό,τι αφορά το κλίμα. Αλλά η ομάδα θα μπορούσε να προωθήσει την παγκόσμια ατζέντα ενόψει της συνόδου COP26 τον Νοέμβριο, συμφωνώντας σε κάποιες εντυπωσιακές πρωτοβουλίες -όπως για παράδειγμα τον τερματισμό των επιδοτήσεων στον κλάδο του άνθρακα.

Μια παγκόσμια πανδημία δημιουργεί ένα εξαιρετικά δύσκολο σκηνικό για τη σύνοδο των G7. Αλλά μια παγκόσμια κρίση παρέχει επίσης μια μοναδική ευκαιρία να φανεί ηγεσία.

Οι G7 θα πρέπει να αδράξουν την ευκαιρία, γιατί μπορεί να μην την έχουν ξανά.

ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Στη σύνοδο συμμετέχει και ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Scott Morrison.

«Δεν υπήρξε ποτέ πιο σημαντική στιγμή για την Αυστραλία να μπορεί να βρίσκεται στο ίδιο τραπέζι με τις μεγαλύτερες φιλελεύθερες δημοκρατίες και προηγμένες οικονομίες διεθνώς», ανέφερε ο κ. Morrison για τη συμμετοχή του στην G7, σημειώνοντας:

«Η παγκόσμια πανδημία και η ύφεση που έχει προκαλέσει σημαίνει πως χώρες και επιχειρήσεις με παρόμοιο σκεπτικό πρέπει να συνεργαστούν για να ηγηθούν της διεθνούς ανάκαμψης για να αποκαταστήσουν τον τρόπο ζωής».

Επεσήμανε δε πως διακυβεύονται πολλά για την Αυστραλία, την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή που ανήκει η χώρα, αλλά και τον Κόσμο όλο.

Μέχρι το 2014 η Σύνοδος ήταν γνωστή ως G8 καθώς συμμετείχε και η Ρωσία, η οποία δεν είναι δεκτή λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας.

Στο επίκεντρο της προσοχής της φετινής Συνόδου και η παρουσία του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Joe Biden, που δηλώνει πως η χώρα του «επέστρεψε» στη διεθνή σκηνή μετά από τέσσερα χρόνια, που ο πρώην πρόεδρος, Donald Trump, είχε μία πιο «κλειστή» προσέγγιση στα παγκόσμια δρώμενα.

Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας πριν από τη μετάβασή του στη Βρετανία επισκέφθηκε τη Σιγκαπούρη για την Ετήσια Συνάντηση Ηγετών, με τον πρωθυπουργό της χώρας, Lee Hsien Loong.

Ο κ. Morrison επεσήμανε πως η συμμετοχή του στην G7 θα είναι το πρώτο του ταξίδι εκτός περιοχής Ινδοειρηνικού από την αρχή της πανδημίας και πως θα έχει την ευκαιρία για μία σειρά συναντήσεων με πολλούς διεθνείς ηγέτες για πρώτη φορά από το 2019.

Σημειώνεται πως ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Narendra Modi, θα συμμετέχει στη Σύνοδο μέσω τηλεδιάσκεψης.

Τα θέματα που θα συζητηθούν, ανέφερε ο κ. Morrison, είναι η ενίσχυση της ετοιμότητας για μία πανδημία στο μέλλον, η ευημερία των κρατών, η ανάπτυξη που στηρίζεται σε επιχειρηματική δραστηριότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη στο εμπόριο, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η προστασία του πλανήτη, η υποστήριξη της ανοιχτής κοινωνίας και οικονομίας καθώς και η διεθνής τάξη που βασίζεται στον σεβασμό στους κανόνες.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο πρωθυπουργός στην «περιφερειακή ασφάλεια» στον Ινδοειρηνικό, που όπως είπε, θα βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεών μας.

Ως γνωστό υπάρχει μία τεταμένη σχέση με την Κίνα σε αυτήν την συγκυρία.

Μετά από τη συμμετοχή του στην G7 ο κ. Morrison, θα έχει διμερείς συζητήσεις με τον κ. Johnson και άλλους αξιωματούχους της βρετανικής κυβέρνησης, των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας, καθώς και επιχειρηματίες.

Επίσης θα επισκεφτεί το Παρίσι, όπου θα έχει συνάντηση με τον πρόεδρο της Γαλλίας, Emmanuel Macron, όπου θα συζητηθεί η ενδυνάμωση της αμυντικής και της οικονομίας συνεργασίας των δύο χωρών στον Ινδοειρηνικό, σε σχέση με τις «στρατηγικές προκλήσεις» που υπάρχουν στην περιοχή, όπως ανέφερε το επίσημο ανακοινωθέν.

Στη γαλλική πρωτεύουσα, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας θα επισκεφτεί και τα κεντρικά γραφεία του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων του Οργανισμού.

Επικεφαλής του ΟΟΣΑ, σημειώνεται, έχει αναλάβει από την 1η Ιουνίου, ο πρώην υπουργός Οικονομίας της Αυστραλίας, Mathias Cormann.

Κατά την απουσία του κ. Morrison, από τις 10 έως τις 17 Ιουνίου, καθήκοντα ομοσπονδιακού πρωθυπουργού θα ασκεί ο αναπληρωτής του, Michael McCormack.