Θέλω να γράψω δυο λόγια με αφορμή τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς. Του κοριτσιού που γεννήθηκε και μεγάλωσε λίγα σπίτια πιο κάτω από το δικό μου στο Βέλο Κορινθίας.

Τη Γαρυφαλλιά που αποχαιρέτησε τους δικούς της για να πάει λίγες μέρες διακοπές και δεν ξαναγύρισε.

Τη Γαρυφαλλιά που από προχθές «κοιμάται» αγκαλιά με τον παππού της στον οικογενειακό τάφο στο νεκροταφείο του χωριού.
Του χωριού που «πάγωσε» και σιώπησε ανήμερα της γιορτής του. Της Αγιά Μαρίνας…

Του χωριού που για δεύτερη φορά χτυπήθηκε από ένα τέτοιο κακό. Ήταν 27 Ιουνίου του 1983 όταν ένα άλλο δικό μας παιδί, η 20χρονη Χαρίκλεια Κολιοπούλου, ξεψυχούσε στα χέρια του «Δράκου της παραλιακής», Σπύρου Μπέσκου.

Τη Γαρυφαλλιά, όμως, δεν την σκότωσε ένας άγνωστος «Δράκος». Τη Γαρυφαλλιά την σκότωσε το αγόρι της που γνώριζε, που εμπιστευόταν, που αγαπούσε και που διάλεξε να περάσει μαζί του λίγες όμορφες στιγμές. Για να χτίσουν αναμνήσεις, για να δεθούν περισσότερο, για να τις μοιραστούν με τους φίλους τους και να τις αναπολούν αργότερα αγκαλιά.

Όπως κάνουν τα ζευγάρια, όπως κάνουν οι ερωτευμένοι, όπως κάνουν οι νέοι…

Αλίμονο, όμως, «η φάση χάλασε» και τις καλοκαιρινές στιγμές τις μαύρισε «η κακιά η ώρα» που μεταμόρφωσε μεμιάς τον όμορφο πρίγκιπα σε άσχημο δράκο που δάγκωσε τη γλυκιά πριγκίπισσα ρίχνοντάς την σε αιώνιο ύπνο στην αγκαλιά της θάλασσας.

Μα τα παραμύθια δεν έχουν τέτοιο τέλος και οι πριγκίπισσες καταλήγουν πάντα σε όμορφα κάστρα και όχι στην άβυσσο. Και ζουν αυτές καλά για να μπορέσουμε ύστερα κι εμείς να ζήσουμε καλύτερα…

Ποιος χαλάει, λοιπόν, τα παραμύθια; Ποιος μετατρέπει τους πρίγκιπες σε δράκους και εξοντώνει με βίαιο και αποτρόπαιο τρόπο όλες τις πριγκιποπούλες; Ποιος κλείνει σπίτια αντί να χτίζει παλάτια και ποιος ντύνει στα μαύρα τις πολιτείες που θα έπρεπε να γιορτάζουν και να καμαρώνουν για τα παιδιά τους;

Ποιος έφερε τα πάνω κάτω χώνοντας στο χώμα νέα παιδιά ξεριζώνοντας τα σπλάχνα των χαροκαμένων γονιών τους;
Πού ήμαστε εμείς όλοι όταν γίνονταν αυτά; Πού κοιτούσαμε; Ή μάλλον γιατί δεν κοιτούσαμε; Γιατί δεν ακούσαμε; Γιατί δεν καταλάβαμε; Γιατί δεν προλάβαμε;

Εμείς οι μανάδες, οι πατεράδες, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι δάσκαλοι, οι συγχωριανοί, οι γείτονες, οι πολιτικοί, ΟΛΟΙ!
Πού είμαστε όταν τα κορίτσια μας είναι τόσο ανασφαλή και αδύναμα που αποδέχονται και υπομένουν ως φυσιολογικές απαράδεκτες και προσβλητικές συμπεριφορές;

Πού είμαστε όταν τα αγόρια μας αναδεικνύουν και αποδεικνύουν τον ανδρισμό τους και την ικανότητά τους κακοποιώντας ψυχικά ή/και σωματικά τις συντρόφους τους;

Πού είμαστε όταν τα κορίτσια μας μεγαλώνουν με το Instagram πιστεύοντας πως ότι αξίζει στη ζωή είναι μονάχα η εικόνα;
Πού είμαστε όταν τα αγόρια μας μαθαίνουν τον έρωτα μέσα από το σκληρό πορνό του διαδικτύου;

«Φταίνε οι γονείς», είπανε όλοι. Μόνο που ξεχνάνε. Ξεχνάνε πως στην εποχή της πολύτροπης ανοιχτής επικοινωνίας τα σπίτια δεν έχουν πια στεγανά.

Οι τοίχοι έπεσαν βάζοντας μέσα κάθε λογής «σειρήνα» που ανεξάρτητα από τις επιθυμίες και τις προσδοκίες του γονιού, θα στρογγυλοκαθίσουν στο τραπέζι μαζί του και θα διεκδικήσουν το ρόλο τους στην ανατροφή του παιδιού τους.

Κι ύστερα είναι και «ο κόσμος» που όσο κι αν τον χλευάζουμε και τάχα μου τον αγνοούμε, εκείνος είναι πανταχού παρών και τα πάντα (κατά)κρίνων. Είναι αυτός που με τον δικό του παρανοϊκό τρόπο ενδυναμώνει τις συμπεριφορές που στη συνέχεια κατακρίνει.

Είναι ο κόσμος που λέει: «Είδες πως η Μαρία σέρνει το Γιώργο από τη μύτη;». Ακούει ο Γιώργος και τα βάζει με τη Μαρία που τον έκανε ρεζίλι στη γειτονιά και αρχίζει να την χτυπάει. Και τότε ο κόσμος τα βάζει με το Γιώργο:

«Είδες ο παλιάνθρωπος ο Γιώργος; Το σκοτώνει το κορίτσι». Αλλά δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό γιατί «κοιτάει τη δουλειά του». Κάποια μέρα ο Γιώργος σκοτώνει τη Μαρία κι ο κόσμος τρέχει στην κηδεία οδυρόμενος για το κακό και το φονικό, βρίζοντας και φτύνοντας το Γιώργο.

Κι ύστερα είναι η Πολιτεία. Που μένει πάντα στα ευχολόγια και ποτέ δεν τολμά να κάνει κάτι ουσιαστικό. Οι πολιτικές πρόληψης και καταστολής της οικογενειακής βίας μένουν πάντα στα χαρτιά.

Κι έχεις και κάποιους τύπους σαν τον Μπαλάσκα που βγαίνουν στα κανάλια, παραδίδοντας μαθήματα σε επίδοξους γυναικοκτόνους πώς να τη γλιτώσουν με «4-5 χρόνια φυλακή» με αφορμή τη δολοφονία της Καρολάιν.

Είμαι μητέρα και έχω δυο κόρες, 20 και 16 ετών. Η μεγαλύτερη γνώριζε τη Γαρυφαλλιά. Όταν έμαθε για τη δολοφονία της αντέδρασε με τον αναμενόμενο τρόπο. Έκλαψε, θύμωσε, ξέσπασε. Όταν ηρέμησε λίγο, με κοίταξε και με ρώτησε:

«Δηλαδή, βρε μαμά, τώρα θα φοβόμαστε πώς να ντυθούμε, πώς να μιλήσουμε, πώς να συμπεριφερθούμε, μην τυχόν και μας σκοτώσει ο φίλος μας; Θα αμφισβητούμε και θα αναρωτιόμαστε κάθε στιγμή ποιον έχουμε δίπλα μας;».

Της χάιδεψα τα μαλλιά και δεν απάντησα. Τι να της απαντήσω, άλλωστε;

Αναρωτιέμαι μόνο πόσες Γαρυφαλλιές και πόσες Καρολάιν θα χάσουμε ακόμα μέχρι να βρούμε την απάντηση…