Διάβασα με ιδιαίτερη προσοχή το άρθρο (Μέρος Α’ και Β’) των εκλεκτών συμπαροίκων, Δρ.Τούλας Νικολακοπούλου και Δρ. Γιώργου Βασιλακόπουλου («Ν.Κ.» 5-12/7/2021). Τους συγχαίρω θερμά που καταπιάστηκαν με το ακανθώδες θέμα «αρχιεπισκοπισμός/ενοριασμός» (όροι νεοφανείς και άπαξ εδώ λεγόμενοι).

Η ιεροκρατία (όρος δόκιμος) είναι η άσκηση της εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας από εκπροσώπους της Εκκλησίας. Ως προς τα καθ’ ημάς, ιεροκρατία είναι η υποταγή των αυτόνομων δημοκρατικών (ή αυτοκαθοριζόμενων) κοινοτήτων στην ετερόνομη (ή «ουρανόθεν» ετεροκαθοριζόμενη) εξουσία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής.

Το ερώτημα των αρθρογράφων «Ανοιχτές παροικίες ή Αρχιεπισκοπισμός;» είναι, μεν, καίριας σημασίας, αλλά όχι σύγκαιρο. Και τούτο διότι η εισόρμηση ή «εισπήδηση» (κατά τον μακαριστό Στυλιανό) της Αρχιεπισκοπής στον χώρο των παντοίων δραστηριοτήτων των Κοινοτήτων και ο στραγγαλισμός του Κοινοτικού ΘΙεσμού (ή κοινοτισμού) άρχισε προ πολλού και έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Δήλον ότι η συζήτηση αυτή έπρεπε να είχε γίνει δεκαετίες πριν.

Παρότι κινδυνεύω από τον χαρακτηρισμό του «περιαυτολόγου», εντούτοις δεν θα διστάσω να επαναφέρω στη μνήμη του αναγνώστη τα όσα πριν από ένα τέταρτο του αιώνα η άτεχνη γραφίδα μου κατέγραψε γύρω από το θέμα «ιεροκρατία vs κοινοτισμός» και που ακωλύτως δημοσιεύτηκαν στις σελίδες του «Νέου Κόσμου».

Πριν, λοιπόν, από 26 χρόνια, επέκρινα τον πνευματικό κόσμο της ελληνικής παροικίας για τη στάση «ανέχου και απέχου» που τηρούσε απέναντι στην επερχόμενη ιεροκρατία. Παράλληλα, κατέκρινα και κάποιους ευλύγιστους οσφυοκάμπτες προέδρους κοινοτήτων, που μετά χαράς δέχονταν να υποσκάψουν τα θεμέλια του κοινοτισμού, κατ’ εντολή του τότε αρχιεπισκόπου (βλ. «Η Ιεροκρατία και πώς φτάσαμε σ’ αυτή» [«Ν.Κ.» 6/4/1995]).

Ακολούθησε δεύτερο άρθρο, με τίτλο: «Ιεροκρατία: Μια επανεπίσκεψη» («Ν.Κ.» 7/12/1995), με αφορμή τη δήλωση του τότε υφυπουργού Εξωτερικών, Γρηγόρη Νιώτη, ο οποίος ανερυθρίαστα έδωσε ηχηρό ράπισμα στο πρόσωπο του κοινοτικού θεσμού, λέγοντας:

«Είναι δεδομένο ότι η Εκκλησία της Διασποράς δεν καλύπτει μόνο θρησκευτικά τους Απόδημους, αλλά πρωταγωνιστεί στη διοργάνωση των εκπαιδευτικών και πολιτιστικών θεμάτων που είναι καθοριστικά για τη συνοχή και την πρόοδο των Αποδήμων» («Νέα Ελλάδα» 2/12/1995).

Την επόμενη χρονιά (1996) δέχτηκα την αναμενόμενη επίθεση του επισκόπου Δέρβης κ. Ιεζεκιήλ, ο οποίος, με επιστολή του προς τα «Αδελφά Σωματεία» των εν Αυστραλία Παμμακεδόνων, περιέλουσε την άσοφη κεφαλήν μου με το ύδωρ της «υψίστης τιμής», λέγοντας ότι εγώ, «ο ταλαίπωρος άνθρωπος» (και «κακότροπος», θα πρόσθετα εγώ), «εξήμεσα» πολλά εναντίον του «του όλου θεσμού της εκκλησίας μας, εναντίον του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, και γενικότερα εναντίον του κλήρου και του πιστού λαού».

Ως προς την Εκκλησία τουλάχιστον, η επίθεση του επισκόπου ήταν παντελώς άδικη, αφού είχα ήδη ξεκαθαρίσει τη θέση μου, γράφοντας: «Όταν κρίνω το ιερατείο, δεν τα βάζω με την Εκκλησία, την ευεργετική αποστολή της οποίας σέβομαι και αναγνωρίζω» («Ν.Κ.» 6/4/1995).

Αλλά ο συμπαθής λευκοπώγων άγιος (πολλοί μου λένε ότι, πέραν του προσώπου, του μοιάζω και ως προς το οξύχολον της γλώσσας!) είχε προχωρήσει πιο πέρα, εκτοξεύοντας εναντίον μου την ακόλουθη χαριτωμένη απειλή:

«Λυπούμαι πολύ, αλλά είμαι υποχρεωμένος, ως εκ της θέσεώς μου, να καταγγείλω την ενέργειαν αυτήν [δημόσια ομιλία μου στο πλαίσιο των «Δημητρίων ’96»] στα Αδελφά Σωματεία των άλλων Πολιτειών, καθώς και στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Μακεδονίας και Θράκης, ακόμα και εις αυτόν τον Υπουργόν, ο οποίος πρόκειται να επισκεφθεί εντός των ημερών την Αυστραλίαν, αποστέλλοντας ταυτοχρόνως και τα αποκόμματα των δημοσιευμάτων του κ. Βίτκου δια να ίδουν οι αρμόδιοι περί τίνος πρόκειται».

Πραγματικά, οι «καλοί καγαθοί» μιτροφόροι επίσκοποι, με ωμή παρέμβασή τους, πέτυχαν να ματαιώσουν δημόσια ομιλία μου στο Σίδνεϋ, με θέμα «Η θρησκεία των αρχαίων Μακεδόνων»!

Στις 28 του Απρίλη 1997, έριξα τον σπόρο για ένα συνέδριο, με αφορμή τον πρόδηλο κίνδυνο στραγγαλισμού του κοινοτικού θεσμού από τα στιβαρά χέρια του τότε αρχιεπισκόπου. Το σχετικό άρθρο μου είχε τίτλο: «Εκείνος έχει όραμα, εσείς;».

(Ο «εκείνος» ήταν ο μακαριστός Στυλιανός, το «όραμα» ήταν η ιεροκρατία, γυμνή επί των βλεφάρων αυτού ορχουμένη, και το «εσείς» ήσαν οι κοινοτάρχες, οι μακράν της πραγματικότητας κεκοιμημένοι.)

Το εν λόγω άρθρο κατέληγε με την παρότρυνση: «Είναι καιρός ο πνευματικός, δημοκρατικός και επιχειρηματικός κόσμος της Παροικίας μας ν’ ανασκουμπωθεί και ν’ αρχίσει να βάζει στα σκαριά το παροικιακό συνέδριο που ανάφερα πιο πάνω. Κάτι πρέπει να γίνει. Κάπου πρέπει να βρούμε κάποιες λύσεις. Ακόμη δεν χάθηκε όλο το φως . . .» («Ν.Κ.» 28/4/1997).

Την επόμενη χρονιά, απογοητευμένος από την όλη κατάσταση, γράφω: «Κακά τα ψέματα. Ο Κοινοτισμός πνέει τα λοίσθια, δηλ. ψυχορραγεί» («Ν.Κ.» 14/5/1998).

Αυτά έγραφα τότε και ζητώ συγνώμη για την προφανέστατη περιαυτολογία. Αλλ’ ανάγκη αδήριτη μ’ έσπρωξε να το κάνω ενόψει της φιλότιμης προσπάθειας των εκλεκτών πανεπιστημιακών συμπαροίκων, Τούλας και Γιώργου (ας μου επιτραπεί η οικειότητα), να επαναφέρουν το θέμα της ιεροκρατίας στο προσκήνιο της ανοιχτής δημόσιας συζήτησης.

Αναφορικά με τη λύση που προτείνουν οι αρθρογράφοι, δηλ. «οι γνήσιες παροικιακές δυνάμεις να απαιτήσουν την άνευ όρων καταδίκη του αρχιεπισκοπισμού», πιστεύω πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Ο νυν αρχιεπίσκοπος δεν χρειάζεται άλλο την «προκρούστεια κλίνη».

Η πρώτη γενιά των μαχόμενων κοινοταρχών, με το μεγάλο δημοκρατικό ανάστημα, «μετήλλαξε τον βίον», αφήνοντας πίσω της ακίνητη και κινητή περιουσία, που με αυτή ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος «μακαρίως και ευδαιμόνως ζην δύναται».

Η δεύτερη και τρίτη γενιά Ελληνοαυστραλών δεν διαθέτει το αναγκαίο από το λαιμό και πάνω ανάστημα: διαθέτει μόνο από το λαιμό και κάτω μπόι. Εν ενί λόγω, μόνο πιστούς δορυφόρους του αρχιεπισκόπου βλέπω, όχι υπέρ του κοινοτικού θεσμού θερμούς αγωνιστές.

Συνεπώς, συμφωνώ («μάλ’ ακόντως») με τη διαπίστωση του νυν αρχιεπισκόπου, ότι δηλ. από τη στιγμή που έφτασε εδώ στην αντίχθονα Αυστραλία, «οι Κοινοτάρχες σβήνουν καθημερινά και μαραίνονται . . . χάνοντας το έδαφος της εξουσίας κάτω από τα πόδια τους».

Όντως, το έδαφος της κοσμικής εξουσίας των κοινοταρχών έχει προ πολλού υποστεί μεγάλη κατολίσθηση και τώρα βρίσκεται σωρευμένο «υπό των ιερών ποδών» της Αυτού Μακαριότητος.

Μακάρι η προσπάθεια των συμπαροίκων πανεπιστημιακών να μην πάει στράφι, όπως πήγε η δική μου, και ο «αρχιεπισκοπισμός/ενοριασμός» ως θέμα ανοιχτής συζήτησης ν’ αναθερμανθεί – όπερ αδύνατόν εστιν, ως εμοί δοκεί…