Συνηθίζεται, όταν γυρίζει κανείς από ταξίδι, να λέει ή να γράφει αυτά που του έκαναν μια κάποια εντύπωση και συνήθως αναφέρεται στα ασυνήθιστα, στα ευχάριστα, στα περίεργα και σ’ αυτά που κουδούνισαν ευχάριστα ή παράξενα στ’ αυτιά του.
Συνδυάζω το σημερινό κείμενο της στήλης, διανθίζοντάς το και με λίγο χιούμορ, με το πώς αντιμετωπίζουν ορισμένοι στην πατρίδα μας, την λεγόμενη και πολυσυζητημένη… κρίση.

Κάποιο μεσημέρι των διακοπών μου, καθισμένος στο, κατά το ήμισυ όμορφο παραδοσιακό ταβερνάκι και κατά το άλλο ήμισυ, μόνο το καλοκαίρι, σύγχρονη «καφετέρια», άκουσα το αφεντικό της ταβέρνας να φωνάζει τ’ όνομά μου. Σηκώθηκα σαν μαθητής που δεν ξέρει το μάθημά του και φώναξα σεμνά «παρών».
Ένας σοβαρός κύριος που είχα γνωρίσει στο Βόλο, με ζητούσε. Πριν λίγες ημέρες, είχα αρνηθεί την πρότασή του να φάμε παρέα, λέγοντάς του ότι, από την επομένη, θα βρίσκομαι στο παραλιακό χωριό «Παράδεισος» για να ξεκουραστώ και να κάνω κανένα μπάνιο.
«Θαύμα. Είναι υπέροχα εκεί. Σίγουρα θα μείνεις στο σπίτι του Γιώργου και της Φιλίτσας, είναι το μόνο σπίτι στην παραλία και θα πηγαίνεις για τσιπουράκι και για φαγητό στου Κώστα. Τους γνωρίζω και θα τηλεφωνήσω να σε προσέξουν. Μην εκπλαγείς αν με δεις κανένα απογευματάκι να σου έρχομαι για καφέ».
Είχε έλθει και με ζητούσε. Μια και δεν ήταν ώρα για καφέ, καταπολεμήσαμε τη ζέστη… αλλιώς. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων, περί πολιτικών και κρίσης, περί κάποιου αδιόρατου φωτός στο τούνελ και αποχαιρετιστήκαμε.

Σε λίγα λεπτά πλησίασε «το μικρό αφεντικό» της ταβέρνας, ο γαμπρός του ιδιοκτήτη και μου ψιθύρισε, συνωμοτικά, στο αυτί:
«Θέλει να σας δει ο Λάμπρος ο πενηνταοχτάρης. Μπορεί;»
– Μπορεί και βέβαια μπορεί. Ποιος είναι και γιατί τον λένε 58αρη; Το επώνυμό του είναι;
«Λάμπρο Πλιάτσο, τον λένε και ρωτήστε τον να σας πει για το παρατσούκλι του».
Μόλις μου είπε το επώνυμο θυμήθηκα τον παλιό συνάδελφο στην Αεροπορία. Ένα ήσυχο κι ευγενικό παλικάρι, ένα καλό παιδί και καλός συνάδελφος, με έντονο τον χαρακτηριστικό τρόπο ομιλίας της περιοχής.

Πλησίασε και τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Εκείνα τα δάκρια που έρχονται ξαφνικά, τα πηγαία και αληθινά. Τα δάκρια που μένουν για λίγο στις άκρες των ματιών, πριν τα διαδεχτεί μια αγκαλιά κι ένα χαμόγελο που μοιάζει με γκριμάτσα.

– Τι κάνεις Κώστα; Με θυμάσαι; Ήξερα ότι θα σε δω. Από την ημέρα που μου είπε η εγγονή μου ότι η κυρία Παϊβανά, η κόρη σου, της έβαλε δέκα στα Αγγλικά, ήξερα πως μια ημέρα, αργά ή γρήγορα, θα σε δω. Της είχα πει να ρωτήσει τη δασκάλα της, αν τον πατέρα της τον λένε Κώστα και αν υπηρέτησε στην Αεροπορία.
Το άθλιο πλάσμα ήλθε και μου είπε: «Ναι, παππού, τον μπαμπά της δασκάλας μου τον λένε Κώστα, υπηρέτησε στην Αεροπορία και είναι γέρος στην ηλικία σου».
– Λάμπρο μια χαρά σε βλέπω. Θα σε γνώριζα μέσα σε ένα … σμήνος.. αεροπόρων της ηλικίας μας. Λάμπρο μικροδείχνεις, γι’ αυτό σε λένε 58αρη;

«Τους έχω αποδείξει ότι αν είσαι νοικοκύρης, μόνος και ολιγαρκής, μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις την κρίση ζώντας με 58 ευρώ την εβδομάδα. Δύο τσίπουρα με μεζέ το μεσημέρι από Δευτέρα μέχρι Σάββατο, έχεις φάει και ξοδεύεις συνολικά 42 ευρώ. Καπνίζω περίπου 5 με 6 τσιγάρα την ημέρα και δύο πακέτα τσιγάρα την εβδομάδα μας κάνουν 7,60 Ευρώ και 42 τα κρατούμενα, σύνολο 49,60. Να προσθέσουμε λίγη ζάχαρη τη μία εβδομάδα, λίγο φρέσκο βούτυρο την άλλη και ένα κεράκι και το δίσκο την Κυριακή στην εκκλησία, φτάνουν και περισσεύουν τα 58 την εβδομάδα. Εδώ και δύο χρόνια με λένε ο Λάμπρος ο 58, τα παλιόμουτρα. Κώστα μου, τις Κυριακές με καλούν τα παιδιά, πότε ο γιος μου πότε η κόρη μου. Δεν πολύ-πηγαίνω να μην γίνομαι βαρετός. Το σπίτι μου το έχω. Μικρό, παλιό, αλλά είναι το σπίτι που ζω τα τελευταία 50 χρόνια. Τα ζαρζαβατικά μου και τις κοτίτσες μου τα έχω. Το στάρι μου, το λάδι μου, το φούρνο μου και τα ξύλα για το τζάκι από τώρα στοιβαγμένα. Μοναξιά το χειμώνα Κωνσταντή, αλλά περνάει κι αυτός όπως τα καλοκαίρια και τα χρόνια. Μια μικρή βαρκούλα έχω και πηγαίνω για ψάρεμα σαν ο καιρός το επιτρέπει. Πολύ πριν πάρω τη σύνταξη είχα πάρει κι ένα τρίκυκλο. Το έχω σκεπάσει να βρέχομαι και τρέχω κάπου–κάπου και στις λαϊκές αγορές. Πότε φρούτα, πότε ντομάτες, φίλοι παραγωγοί μου τα δίνουν, τα πουλάω στις αγορές, τους δίνω τα λεφτά τους και βγάζω το διάφορο. Θα έλθεις στο σπίτι Κωνσταντή δεν είναι έτσι;».
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.

«Αν έχω πιάσει τίποτα, έστω και μικρά, θα τα τηγανίσουμε έξω στην αυλή και θα πιούμε δύο-τρεις κούπες κρασί δικό μου, ψωμί ζεστό δικό μου, ξέρω και ζυμώνω, χρόνια τώρα. Βόηθαγα τη Μαρία μου, ο Θεός να την συγχωρέσει. Τι να της συγχωρήσει, δηλαδή, δεν έκανε και τίποτε η μαύρη, ψυχούλα ήτανε».
Είπε και τι δεν είπε ο παλιός καλός μου φίλος ο Λάμπρος. Είπε για τα περασμένα τα καλά και τα δύσκολα. Είπε και για τα τωρινά και μέσα στα πολλά και τα δύσκολα αναφέρθηκε και στις αντοχές της ηλικίας μας.

«Εγώ, Κωσταντή, έτσι τόσο απλά, ζω εδώ και χρόνια, ιδίως τα τελευταία δέκα που έχασα τη γυναίκα μου. Και πριν από την κρίση και αφότου μας ήλθε, δύο τσιπουράκια με μεζέ έπινα το μεσημέρι. Ένα ψαράκι ή μια ντομάτα, λίγο τυρί και μια κούπα κρασί, ήταν και είναι το πολυτελείας βραδινό μου.
Αν μου χτυπήσει την πόρτα η κρίση θα την καλωσορίσω, θα την φιλήσω σταυρωτά και θα την κεράσω ένα ρακόμελο ζεστό που είναι τώρα και της μόδας».