Από τη στήλη αυτή στο πρόσφατο παρελθόν αναφέρθηκα στους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού, οι οποίοι εισηγούνται την απορρύθμιση της οικονομίας, την οποία ευφημιστικά αποκαλούν «ευελιξία», για την αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας σε εθνικό, αλλά και διεθνές, επίπεδο.

Λέω ευφημιστικά, γιατί με τον όρο «ευελιξία» εννοούν την κατάργηση των νόμων και διατάξεων στόχος, των οποίων είναι η διασφάλιση λογικών ημερομισθίων και εργασιακής προστασίας. Το επιχείρημα των υπέρμαχων της «ελεύθερης» αγοράς είναι πως μόνο όταν τα ημερομίσθια είναι χαμηλά, και οι εργασιακές συνθήκες «ευέλικτες», μπορεί να αυξηθεί η παραγωγή, και να μειωθεί η ανεργία. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων έχουν αποδείξει πως αυτοί οι ισχυρισμοί είναι ένα νεοφιλελεύθερο κατασκεύασμα, που στόχο έχει την αύξηση του κέρδους του κεφαλαίου, και όχι την εξασφάλιση της παραγωγικότητας και τη μείωση της ανεργίας.

Τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχθεί, πέραν κάθε αμφιβολίας, πως τα μέτρα λιτότητας που αναγκάσθηκαν να εφαρμόσουν διάφορες κυβερνήσεις για να βγάλουν τις χώρες τους από την οικονομική κρίση που τις είχε πλήξει, έχουν φέρει όχι μόνο τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αλλά παράλληλα με τη μείωση των μισθών των εργαζομένων και των συντάξεων των συνταξιούχων, έχουν συμβάλει στην αύξηση της ανεργίας.
Με τη μείωση των μισθών και των συντάξεων οπωσδήποτε περιορίζονται οι δαπάνες των επιχειρήσεων και των δημόσιων υπηρεσιών, όμως παράλληλα μειώνεται και η ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες από τους πολίτες, με αποτέλεσμα την πτώση στην οικονομική δραστηριότητα, η οποία σταδιακά οδηγεί στην ύφεση και στην άνοδο της ανεργίας.

Με εξαίρεση την Κίνα, η οικονομία της οποίας σε μεγάλο βαθμό ρυθμίζεται από την κεντρική κυβέρνηση, οι ΗΠΑ και οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πληρώνουν ακριβά την εφαρμογή των επιταγών του νεοφιλελευθερισμού. Στην Ευρώπη εξαίρεση αποτελεί η Γερμανία, λόγω των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας που εξάγει σε άλλες χώρες.

Μελέτες διακεκριμένων οικονομολόγων έχουν αποδείξει πως με τις μειώσεις των μισθών και των συντάξεων αυξάνεται κατακόρυφα η εισοδηματική ανισότητα, με ολέθριες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Ως παράδειγμα οι οικονομολόγοι παίρνουν τις ΗΠΑ, στις οποίες λίγο πριν από τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις του 1929 και 2008 η εισοδηματική ανισότητα βρισκόταν σε πολύ υψηλά επίπεδα.

ΟΙ ΛΟΓΙΚΟΙ ΜΙΣΘΟΙ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΟΥΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΚΕΡΔΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Η κοινή αντίληψη είναι πως τις θέσεις εργασίας τις δημιουργούν οι επιχειρήσεις με τις επενδύσεις τους στους διάφορους τομείς της οικονομίας. Βέβαια οι επενδύσεις αποτελούν την σπονδυλική στήλη μιας οικονομίας, γι’ αυτό εξάλλου και οι κυβερνήσεις δημιουργούν τις προϋποθέσεις και τα έργα υποδομής που θα συμβάλουν στην προσέλκυση κεφαλαίου.

Δεν πρέπει όμως να παραβλέπεται η βιωσιμότητα της εργατικής τάξης, με την εξασφάλιση του κατώτατου βασικού μισθού, για να μην μετατρέπονται οι εργαζόμενοι σε πιόνια στα χέρια των καιροσκόπων επιχειρηματιών. Οι ικανοποιητικοί μισθοί των εργαζομένων δεν πρέπει να εκλαμβάνονται από τους εργοδότες ως απλό κόστος, αλλά και ως απαραίτητη προϋπόθεση για τα κέρδη τους, από τη ζήτηση των προϊόντων που παράγουν και των υπηρεσιών που προσφέρουν.
Μισθοί που καθηλώνουν μεγάλο αριθμό πολιτών σε επίπεδα φτώχειας προδικάζουν την πτώχευση και πολλών επιχειρήσεων, καθώς και την ύφεση της οικονομίας της χώρας, η οποία με τη σειρά της μειώνει τα δημόσια έσοδα από τη φορολογία, με τελικό αποτέλεσμα τα συνεχή δάνεια για να καλύπτεται το δημοσιονομικό έλλειμμα, όπως συνέβη στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες τα τελευταία χρόνια.

Ενδιαφέρον, αναφορικά με τα παραπάνω, παρουσιάζει άρθρο του νομπελίστα Αμερικανού Καθηγητή Οικονομικών, Paul Krugman, το οποίο δημοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα «Έθνος» στις 17/10/13 με τίτλο «Η αυστηρή λιτότητα… διώχνει τις επενδύσεις». Ακολουθεί απόσπασμα από το εν λόγω άρθρο.
«Καμπανάκι» για τη μεγάλη… παγίδα που κρύβει η αυστηρή λιτότητα χτυπά ο γνωστός νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, ο οποίος επισημαίνει – φέρνοντας ως παράδειγμα την Ελλάδα – πως οι σκληρές περικοπές δεν πρόκειται να προσελκύσουν ποτέ επενδύσεις.
Σε άρθρο του στους «New York Times» ο Κρούγκμαν τονίζει, αναφερόμενος και στη δεινή οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ, πως «εάν οι πολίτες ή η κυβέρνηση κάνουν περικοπές, τότε η οικονομία συρρικνώνεται και η συρρίκνωση της οικονομίας μειώνει τη βούληση για επενδύσεις, με αποτέλεσμα να συρρικνώνονται και αυτές».

ΟΛΟΙ, ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ, ΑΠΕΙΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

Πρόσφατα στις ΗΠΑ γυρίσθηκε μια ταινία με κύριο θέμα τα αίτια της οικονομικής κρίσης. Κύριος αφηγητής είναι ο Ρόμπερτ Ράιχ, Καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας Μπέρκλεϋ και πρώην Υπουργός στις κυβερνήσεις των Προέδρων Φορντ, Κάρτερ και Κλίντον.

Σε ερώτηση δημοσιογράφου της αθηναϊκής εφημερίδας «Το Βήμα» για ποιον λόγο πιστεύει πως ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί πια αποτελεσματικά, ο Ρόμπερτ Ράιχ απάντησε ως ακολούθως:
«Επειδή η τεράστια μεσαία τάξη, η εργατική τάξη, και οι φτωχοί δεν έχουν αρκετή αγοραστική δύναμη για να αναπτυχθεί η οικονομία. Στο φιλμ περιγράφουμε πώς από τη δεκαετία του 1970 και μετά η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων κατέληξε με ένα όλο και πιο μικρό κομμάτι της οικονομικής πίτας. Και πως, εφόσον το 70% της οικονομίας βασίζεται στη δική τους αγοραστική δύναμη, αν δεν έχουν χρήματα, δεν υπάρχει ανάπτυξη, μόνο φτώχεια και ανεργία».

Όταν ρωτήθηκε να εξηγήσει ποιο είναι το μεγάλο ψέμα του σύγχρονου καπιταλισμού, ο Ρόμπερτ Ράιχ έδωσε την ακόλουθη απάντηση:
«Ότι τις θέσεις εργασίας τις δημιουργούν οι πλούσιοι και οι επιχειρήσεις. Η αλήθεια είναι ότι τις δημιουργεί η εργατική και η μεσαία τάξη και όσοι ελπίζουν να μπουν στη μεσαία τάξη. Η αγοραστική δύναμή τους είναι που ανοίγει τις δουλειές. Αν αυτοί οι άνθρωποι, οι πολλοί, δεν έχουν λεφτά να ξοδέψουν, δεν θα υπάρχουν δουλειές. Και αν ένα κράτος δεν επενδύει χρήματα στη δημόσια Παιδεία, στην Υγεία, στις υποδομές, δεν θα έχουμε ευημερία για όλους.
{…} Οι πλούσιοι θα είχαν περισσότερα κέρδη αν μεγάλωνε γρήγορα η πίτα της οικονομίας παρά με ένα μεγαλύτερο κομμάτι μιας πίτας που δεν μεγαλώνει. Θα τα πήγαιναν καλύτερα σε μια κοινωνία όπου θα υπήρχε πολιτική συνεργασία για να λύσουμε τα προβλήματά μας παρά σε μια κοινωνία σε πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο. Για αυτό ονομάζουμε το φιλμ ‘Ανισότητα για όλους’. Όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, απειλούνται από την ανισότητα που μεγαλώνει».

ΚΩΔΩΝΑΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΕΘΝΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Είναι αξιοπαρατήρητο πως και η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), σε πρόσφατη έκθεσή της αναφέρει ότι η συνεχής αύξηση της οικονομικής ανισότητας, και η εκτίναξη της ανεργίας σε νέα ύψη, αποτελούν μια σημαντική παγκόσμια πρόκληση για τα επόμενα χρόνια.

«Η ραγδαία αύξηση των χρηματιστηριακών αγορών και η υψηλότερη κερδοφορία των επιχειρήσεων έχουν αυξήσει τις αμοιβές των στελεχών αλλά έχουν αποτύχει να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας για εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς εργασία», σύμφωνα με την ΔΟΕ.
Η έκθεση προβλέπει ότι τα ποσοστά απασχόλησης στις προηγμένες οικονομίες δεν θα επιστρέψουν στα προ της κρίσης επίπεδα πριν από το 2017, περισσότερα από 10 χρόνια μετά την έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης.

«Σχεδόν παντού, οι νέοι και οι γυναίκες δυσκολεύονται να αποκτήσουν θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν στα προσόντα και τις φιλοδοξίες τους», σύμφωνα με αντιπρόσωπο της ΔΟΕ.

Αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα μεγάλη βαρύτητα έχουν και οι πρόσφατες παρατηρήσεις του Γερμανού Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος είναι υποψήφιος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατικών στις διαπραγματεύσεις με την Άντζελα Μέρκελ για κυβέρνηση συνασπισμού στην Γερμανία.

«Κυρίως στην Ελλάδα», παρατήρησε ο κ. Σουλτς, «είδαμε πως η θέση, ότι η μονομερής δημοσιονομική πειθαρχία θα οδηγήσει στη δημοσιονομική εξυγίανση και στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, είναι λάθος… Οι Έλληνες έχουν καταβάλει τεράστιες θυσίες. Σήμερα δεν πρέπει να μιλάμε πλέον για περικοπές, αλλά με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να αναζωογονήσουμε την οικονομία. Χρειαζόμαστε στρατηγικές επενδύσεις στη χώρα».
Ας ελπίσουμε πως οι θυσίες στις οποίες πρόσφατα έχουν υποβληθεί πολλοί λαοί, μεταξύ των οποίων είναι και ο ελληνικός, θα δώσουν το έναυσμα στην αναθεώρηση των ζημιογόνων θέσεων του νεοφιλελευθερισμού, και στην υιοθέτηση μιας οικονομικής πολιτικής με στόχο την κοινωνική δικαιοσύνη και την προάσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.