Ίσως να μην ήταν υπερβολή αν ισχυριζόμουν ότι η ποίηση και η ποιητικότητα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής υμνογραφίας είναι η συγκλονιστικότερη σε όλη την Ελληνική Γραμματεία, από την εποχή του Βυζαντίου κι εντεύθεν. Διότι, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Π. Β. Πάσχος, «Ποιητάς και ποιητικά είδη έχει γνωρίσει πολλούς και πολλά η ελληνική γλώσσα, όπως και οι άλλες γλώσσες του κόσμου, που έχουν ο καθένας και το καθένα την αξία του. Για καμιά, όμως, ποίηση δεν έχουμε αυτή την αιώνια νεότητα, που συναντούμε στη βυζαντινή λειτουργική ποίηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας αυτή την ποίηση, που ίσως μερικοί αγνοούν την ύπαρξή της κι άλλοι τη σβήνουν με μια μονοκοντυλιά, κρίνοντάς την, με άλλα κριτήρια απ’ τα δικά της και της εποχής της, ως μονότονη, ως κηρυγματική, ως δογματική, ως απολιθωμένη κλπ. Μια ποίηση, όμως, που επί δεκαπέντε αιώνες και πλέον, παραμένει αγέραστη, συγκινεί τις καρδιές των πιστών, κατανύσσει τις ψυχές των χριστιανών, ψάλλεται σ’ όλους τους ορθόδοξους ναούς, διδάσκει τον θεολογικά υψηλό πλούτο της ορθοδόξου διδασκαλίας σε γραμματισμένους και αγράμματους, κάνει προσιτές τις αλήθειες της πίστεώς μας με τρόπο ιεροπρεπή και τερπνό, με τη βοήθεια της βυζαντινής μουσικής, συνοδεύει με τα λυρικά της δημιουργήματα τόσο τις χαρμόσυνες όσο και τις θλιβερές στιγμές των πιστών, μια τέτοια ποίηση δεν είναι μια ποίηση που έχει το δικαίωμα κανείς να την αγνοήσει με το αζημίωτο» («Θυσία αινέσεως», Αθήνα 1978).

Απόδειξη των παραπάνω ισχυρισμών είναι, βέβαια, και το γεγονός ότι η εκκλησιαστική υμνογραφία έχει εμπνεύσει κι επηρεάσει τα μέγιστα πλήθος παλαιοτέρων και νεοτέρων Ελλήνων λογοτεχνών (ποιητών και πεζογράφων) και το έργο τους. Ορισμένοι εξ αυτών μάλιστα (όπως οι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και Φώτης Κόντογλου -για να αναφέρω τους γνωστότερους- δεν εμπνέονται απλώς από την εκκλησιαστική υμνογραφία. Υπήρξαν οι ίδιοι ψάλτες (τουλάχιστον οι δύο πρώτοι) συνθέτοντας ύμνους και ιερές ακολουθίες. Είναι λοιπόν τεράστια και ανυπολόγιστη η επιρροή της εκκλησιαστικής ποίησης στην ελλληνική λογοτεχνία, γενικότερα, ανά τους αιώνες. Είναι δε κρίμα και παράλειψη μεγάλη που ακόμη δεν έχει εκπονηθεί μια σοβαρή μελέτη πάνω σ’ αυτό το τόσο ενδιαφέρον και διαχρονικό ζήτημα απ’ όσο γνωρίζω. (Θα χαιρόμουν δε να διαψευστώ αν όντως υπήρχε).

Κατ’ αρχήν, οι περισσότεροι από τους κορυφαίους ποιητές μας έχουν συγκινηθεί κι επηρεαστεί βαθύτατα από τη μαγεία της εκκλησιαστικής ποίησης. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω τους Διονύσιο Σολωμό, Κωστή Παλαμά, Άγγελο Σικελιανό, Κώστα Βάρναλη, Γιάννη Ρίτσο καθώς και τους νομπελίστες μας Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη. Αξίζει να υπενθυμιστεί και κάτι ακόμη, το οποίο συνήθως αποσιωπάται εξαιτίας διαφόρων σκοπιμοτήτων: Ότι, δηλαδή, ακόμη και ποιητές στρατευμένοι στην Αριστερά, που είτε θεωρούνταν ή υπήρξαν άθεοι, είτε δεν είχαν ιδιαίτερα καλές σχέσεις με την Εκκλησία (περίπτωση π.χ. Βάρναλη και Ρίτσου) έγραψαν ορισμένα από τα αθάνατα αριστουργήματά τους εμπνευσμένοι από πρότυπα της θρησκευτικής μας παράδοσης. Τέτοια δείγματα γραφής είναι ο «Επιτάφιος» (1936) του Ρίτσου και διάφορα θρησκευτικιά ποιήματα του Βάρναλη όπως π.χ. «Η μάνα του Χριστού», «Οι πόνοι της Παναγιάς», «Η αγωνία του Ιούδα» (βλ. «Ποιητικά», Κέδρος 2008).

Η επιρροή αυτή μάλιστα ήταν τέτοιου μεγέθους που ορισμένοι απ’ αυτούς τους μείζονες δημιουργούς όχι μόνο εμπνεύστηκαν από ιερά κείμενα της Ορθοδοξίας αλλά και μετέφρασαν εκκλησιαστικούς ύμνους (όπως λ.χ. ο Παλαμάς το τροπάριο της Κασσιανής στη δημοτική, που ψάλλεται τη Μεγάλη Τρίτη -και περιλαμβάνεται στη συλλογή του «Βωμοί»- αλλά και άλλα σημαντικότατα ιερά κείμενα, όπως «Η αποκάλυψις του Ιωάννου» (Σεφέρης κι Ελύτης). Άλλωστε, ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της ελληνικής αλλά και παγκόσμιας ποιητικής δημιουργίας, δηλαδή το «Άξιον Εστί» του Ελύτη έχει, εν πολλοίς, ως αφετηρία και πρότυπο (σε τεχνοτροπία, μορφή και περιεχόμενο) γνωστούς ύμνους (των Χαιρετισμών) και άλλα λειτουργικά κείμενα/αναγνώσματα της Ορθοδοξίας.

Δεν είναι όμως μόνο οι ποιητές μας που έχουν δεχτεί καταλυτική επίδραση από την ιερή μέθεξη της εκκλησιαστικής υμνογραφίας και ορθόδοξης πνευματικότητας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους πεζογράφους μας. Συγγραφείς όπως, για παράδειγμα, οι Φώτης Κόντογλου, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Στρατής Μυριβήλης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Γεώργιος Αθάνας, Κωστής Μπαστιάς, Πέτρος Χάρης, Χρήστος Χριστοβασίλης, και –από τους πιο χρονικά κοντινούς μας– Γιώργος Ιωάννου («Επιτάφιος Θρήνος», Κέδρος 1980) και Μένης Κουμανταρέας («Η Μαγγανεία της Μεγάλης Παρασκευής» στον τόμο Πλανόδιος Σαλπιγκτής, Κέδρος 1989) αποπνέουν και αναδεικνύουν στα κείμενά τους –άλλοτε με δοξαστικό κι άλλοτε με νοσταλγικό τρόπο– την κατανυκτική ατμόσφαιρα, την εκστατική ομορφιά των ιερών ακολουθιών, ανακαλώντας προσωπικά τους βιώματα. Ενδεικτική λ.χ. είναι η νοσταλγική αναπόληση του Στρατή Μυριβήλη στο διήγημά του «Η κεροδοσία»: «Να σταθώ μέσα στο στασίδι, από καρυδόξυλο, που το γυάλισαν με την τσόχα του αγκώνα τους οι προπαππούδες μου, οι παππούδες μου, ο πατέρας. Να ξανακούσω τα παιδιά που ψέλνουν, όπως άλλη φορά έψελνα εγώ» («Το γαλάζιο βιβλίο», Εστία 1939).

Βέβαια, το κρεσέντο αυτής της ψυχικής ανάτασης και πνευματικής πανδαισίας (για πιστούς και μη) που αναδύεται μέσα από την λατρευτική υμνογραφία, εκδηλώνεται, αναμφίβολα, τη Μεγάλη Εβδομάδα και κορυφώνεται κατά τη διάρκεια της Ακολουθίας των Παθών. Του λόγου τούτου το αληθές έρχεται να επιβεβαιώσει ο αυθεντικότερος και μεγαλύτερος ίσως μύστης των νεοελληνικών γραμμάτων Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με το δικό του μοναδικό κι ανεπανάληπτο τρόπο, το δικό του απαράμιλλο ύφος και ήθος. Αξίζει να παρακολουθήσουμε λοιπόν τη μαγγανεία της Μεγάλης Εβδομάδος μέσα από την οπτική, τη σοφία και τα βιώματα του μεγάλου Σκιαθίτη δημιουργού. Σχετικά με τα Άγια Πάθη, ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος παρατηρεί:
«Αλλά μετά προσοχής παρακολουθήσατε τους απαραμίλλους των μελωδών ύμνους ψαλλομένους εξόχως κατανυκτικά, οίτινες και ως ποίησις και ως μέλος θα παραμείνωσιν εσαεί αθάνατα μνημεία της Βυζαντίδος μούσης. Η της Μεγάλης Παρασκευής ακολουθία είνε η μόνη ήτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων αρμονικώς και μετά σπανίας χάριτος εναλλασσομένων των οκτώ ήχων, οίτινες όλοι απόψε ψάλλουσιν εκθάμβως και επηρμένως υπέρ της Βυζαντινής μουσικής τον πειστικώτερον των ρητορικών λόγων. Τα λεγόμενα Αντίφωνα σεμνοπρεπή και κατανύττοντα, αναφερόμενα δε εις τα Πάθη του Σωτήρος καθιστώσι μελωδικωτάτην και λίαν επαγωγόν την ακολουθίαν ταύτην, δεξιώτατα ποικίλλοντα εις ρυθμούς και ήχους και μεταπίπτοντα εν μαγευτική αντιθέσει από του χρωματικού εις το διατονικόν» (Αλ. Παπαδιαμάντη «Το λάβαρον». Ανέκδοτες σελίδες από το αρχείο Απόστολου Γ. Παπαδιαμάντη. Έκδοση κειμένων, σχόλια και περιγραφή από το αρχείο του Φώτη Παπαδημητρόπουλου, Αθήνα 1989).

Για την ακαταμάχητη ποιητική γοητεία και μελωδικότητα των θρηνωδιών του Επιταφίου, ο Παπαδιαμάντης επεξηγεί: «Ο Επιτάφιος Θρήνος –όρθρος του Μ. Σαββάτου– είναι ελεγειακή ούτως ειπείν εκκλησιαστική ποίησις, άπασα η ακολουθία περιπαθής λίαν και το εν τροπάριον συγκινητικώτερον του άλλου. Οποίον πάθος εις τα θρηνώδη εγκώμια, οποία λυρική δύναμις εν αυτοίς συγκινούσα μέχρι ενδομύχων τον άνθρωπο! Το “Κύματι θαλάσσης” μάλιστα το χαρακτηρίζει ως “κελάδημα ποιητικώτατον”, [… ] εν των περικαλλεστάτων της Εκκλησίας μουσουργημάτων”» (βλ. Παπαδιαμάντη «Άπαντα», κριτική έκδ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος τ. Ε΄, Αθήνα 1998). Τους ύμνους του Επιταφίου ο Παπαδιαμάντης τους περιγράφει ως «παθητικά άσματα», προφανώς επειδή βιώνει τη ρήση του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: «ο εμός έρως εσταύρωται», έτσι που όχι μόνο ο άνθρωπος αλλά η κτίση άπασα πάσχει «εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον». Γι’ αυτό και η τελευταία (η κτίση) προσωποποιούμενη, συμμετέχει εναργώς στην εξόδιο ακολουθία και περιφορά του επιταφίου του Σωτήρος ως εξής: «Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβήνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέψαλλε και αυτή “ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνο!” και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επαναλάμβανε “οίμι! Γλυκύτατε Ιησού!”» («Παιδική Πασχαλιά», Αθήνα 1999).

Κατά τον Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλο, «Οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος όπως τους θέλει η Εκκλησία και τους περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, είναι γλυκείς, χωρίς να διέπονται από οποιονδήποτε συναισθηματισμό. Είναι αβίαστοι ρυθμού και μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απαιτούν την δέουσα προσοχή από τους ψάλτες για την καλύτερη δυνατή ερμηνεία. Είναι περιπαθείς, χωρίς βέβαια να εξάπτουν τα γήινα πάθη, αλλ’ αντιθέτως διεγείρουν προς πόθον του Πάθους του Χριστού. Είναι ποιητικότατοι, αλλά πάνω απ’ όλα είναι θεόπνευστοι» («Το μέλος της Μ. Εβδομάδος κατά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», περ. «Επιστημονικά Θεολογικά Τετράδια» και ιστοσελίδα «Ιδιωτική Οδός», 4.3.2011).

Θα ολοκληρώσω αυτή τη σύντομη αναφορά, παραθέτοντας ένα σπάνιο δείγμα υψηλής ποιητικής βυζαντινής τέχνης, όπως είναι το τροπάριο της Κασσιανής –της «μόνης αξιομνημόνευτης βυζαντινής ποιήτριας», όπως τη χαρακτηρίζει ο διαπρεπής βυζαντινολόγος K. Krumbacher (1856-1909)– το οποίο και θεωρείται το σημαντικότερο από τα υμνογραφικά της έργα. Η απόδοση στη δημοτική είναι του Κωστή Παλαμά:
«Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά, / πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου. / Μα, ω Κύριε, πώς η θεότης Σου μιλά / μέσ’ στην καρδιά μου! // Κύριε, προτού Σε κρύψ’ η εντάφια γη / από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα / κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή / Σου φέρνω μύρα. // Οίστρος με σέρνει ακολασίας… Νυχτιά, / σκοτάδι αφέγγαρο, άναστρο με ζώνει, / το σκοτάδι της αμαρτίας φωτιά / με καίει, με λιώνει. // Εσύ που από τα πέλαα τα νερά / τα υψώνεις νέφη, πάρε τα, Έρωτά μου, / κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά / τα δάκρυά μου. // Γύρε σ’ εμέ. Η ψυχή πώς πονεί! / Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν / άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί / και σάρκα επήραν. // Στ’ άχραντά Σου τα πόδια, βασιλιά / θα τα σφουγγίσω, / μου Εσύ θα πέσω και θα στα φιλήσω, / και με της κεφαλής μου τα μαλλιά // Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό / της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε, / κι αλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονώ, / σώσε, έλεος κάνε. // Ψυχοσώστ’, οι αμαρτίες μου λαός, / Τα αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύση; / Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός! / Άβυσσο η κρίση».