Χαιρετούρες και ευχές, χαμόγελα και φιλιά, φιλοφρονήσεις ένα σωρό.  Οι μέρες το καλούν κι’ έτσι γίνεται κάθε χρόνο.  Κάθε χρόνο τα ίδια.  Μέρα με τη μέρα, Μεγάλη Εβδομάδα, τα Πάθη του Χριστού και ο προγραμματισμός που θα περάσουμε ανήμερα.  Πολλές φορές  είναι από καιρό προγραμματισμένο και οικογενειακά καθιερωμένο.

-Πως περάσατε;

-Πώς να περάσουμε, κύριε Κώστα,  δεν βαριέσαι μια μέρα ήταν.  Θα φας, θα πιείς, θα ευχηθείς και τα τοιαύτα.  Καλά ήταν.  Οικογενειακά.  Τι οικογενειακά που είχε μαζέψει και την κουτσή Μαριώ.  Οικογενειακά είπε ο αδελφός μου και περίμενα να δω κάπου δώδεκα άτομα.  Τόσοι είμαστε αν μαζευτούμε όλοι.  Σας  πληροφορώ πως μαζευτήκαν σαράντα και βάλε.  Συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, σου λέει.  Μα εμένα κύριε μου είπες: «Θα μαζευτούμε η οικογένεια», γιατί μου το χαλάς;  Με ρώτησες αν έχω διάθεση για γνωστούς και φίλους;  Το φαγητό;  Μα όταν κύριε αφήνεις τη γυναίκα σου να πάει να ψωνίσει κρέας τι περιμένεις;  Η κοπέλα ήταν κόρη ψαρά, μόνο από ψάρια ξέρει και όταν μιλάμε για ψάρια, από μαρίδα και κάτω.  Βγάζει για μεζεδάκι κάτι λουκάνικα, σαν τον αντίχειρα του γιού μας.  Να μας ζήσει το κουκλί μας έγινε κιόλας εφτά χρονών.  Του λες να φέρει ένα ουζάκι και σου λέει: «Πιες μια μπύρα κάνει ζέστη.»   Το χταπόδι έπρεπε να του ρίξεις έξη χτυπήματα στο αμόνι με βαριοπούλα, για να μπορέσεις να το δαγκώσεις.  Και υποτίθεται πως η γυναίκα σου ξέρει από ψάρια και θαλασσινά.  Δεν μας αφήνεις.  Και τους κεφτέδες που «τους είχε φτιάξει με τα χεράκια της.»  Από το Brunswick τους πήρε.  Ίδιοι και απαράλλαχτοι ο ένας με τον άλλο σαν τους φαντάρους της Κορέας.  Έτσι είναι οι σπιτίσιοι κεφτέδες;   Το κρέας που αγόρασε η δικιά του ήταν για σκύλους.  Με εξαίρεση τα μπριζολάκια.  Δεν μπορώ να πω τίποτα γι’ αυτά.   Αλλά λίγα ρε παιδί μου.  Σαράντα άτομα έχεις καλέσει κύριε και αγοράζεις είκοσι παϊδάκια;  Τι θα φάμε από μισό;  Καλά περάσαμε.  Και αυτά που λέω είναι γιατί με πνίγει το παράπονο.  Έχει έλθει σπίτι μου και κάθε φορά που φεύγει κι’ αυτός και η γυναίκα του, φεύγουν ξετρελαμένοι.  «Μπράβο αδελφέ όλα ήταν τέλεια.»  Εσύ κύριε γιατί δεν με προσέχεις;  Εγώ δεν ήλθα σπίτι σου να φάω, ούτε να σχολιάσω, αδελφός μου είσαι.  Αίμα μου είσαι κι’ ήλθα να σε δω και να σου ευχηθώ Χριστός Ανέστη.  Έτσι δεν είναι κύριε Κώστα;

-Γεια σας παιδιά, Χριστός Ανέστη.  Πως είστε;  Πως είναι οι γονείς σου Βασίλη; Πως περάσατε το Πάσχα;

-Αληθώς Ανέστη.  Καλά κ. Κώστα.  Οι γονείς μου είναι στο Σύδνεϋ, στον αδελφό του πατέρα μου.  Μία χρονιά πηγαίνουμε εμείς και μία χρονιά έρχονται στη Μελβούρνη ο θείος με τη θεία και τα παιδιά.  Εμείς δεν μπορέσαμε να πάμε μαζί με τον μπαμπά,  έχουμε το παιδί μας στο Νοσοκομείο των Παίδων.  Έχει πρόβλημα με την καρδούλα του.  Ευτυχώς όλα πάνε καλά.  Δόξα τω Θεώ.  Περάσαμε το Πάσχα στο Νοσοκομείο.  Η Γυναίκα μου έβαψε αυγά,  κι’ εγώ αγόρασα κουλούρια, τσουρέκια και σοκολατένια αυγά και κουνελάκια.  Τα πήγαμε στο Νοσοκομείο, τα δώσαμε στην προϊσταμένη και λέγοντάς ότι είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, προσπάθησα να της εξηγήσω τα περί κόκκινων αυγών.  Την παρακάλεσα να τα μοιράσει σε άρρωστα παιδιά, που τους επέτρεπε το διαιτολόγιο και τους  γονείς και συγγενείς τους.  Ευτυχώς, δεν χρειάστηκαν πολλές εξηγήσεις για τη θρησκεία και τα έθιμα μας  γιατί η προϊσταμένη είχε καταγωγή γονέων από…Θεσσαλονίκη μεριά.  Τα μοιράσαμε, μαζί με την προϊσταμένη, σε όλα τα παιδάκια και τους γονείς των θαλάμων του ορόφου που είναι το αγόρι μας.  Έφαγε και το παιδί  μας σοκολατάκι και το μισό κουλούρι.   Έτσι περάσαμε το Πάσχα κ. Κώστα και φάγαμε πολύ ωραία.  Τι φάγαμε Σοφία;

– Δύο κουλούρια, ένα αυγό και από ένα σοκολατένιο αβγουλάκι ο καθένας μας, Βασίλη μου. 
Του χρόνου θα πάνε  και  θα είναι όλα… καλύτερα.
Χριστός Ανέστη και  Χρόνια Πολλά.