Τo milk bar, η επιχείρηση που έθρεψε γενιές και γενιές ομογενών, κατάφερε να γίνει σήμα κατατεθέν της αστικής κουλτούρας στην Αυστραλία. Αυτό, όμως, που δεν γνωρίζουμε αρκετά είναι ότι η ελληνική διασπορά ευθύνεται για τη δημιουργία των πρώτων γαλακτοπωλείων!
Όλα ξεκίνησαν το 1932, όταν ο Έλληνας μετανάστης Joachin Tavlaridis, ανοίγοντας το πρώτο milk bar στην Αυστραλία, άνοιξε και το δρόμο σε μια μακροχρόνια παράδοση που σημάδεψε την εμπειρία της ομογένειας και όχι μόνο.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Macquarie, Leonard Janiszewski και Effy Alexakis, ήταν αυτοί που αμφισβήτησαν πρόσφατα την κοινή πεποίθηση ότι ιδρυτές του milk bar ήταν τα αδέρφια Burt στο Σίδνεϊ το 1934. Η αληθινή ιστορία του «γαλακτοπωλείου» ανάγεται, σύμφωνα με τους δύο ακαδημαϊκούς, «στις ελληνικές και αμερικανικές ρίζες του, στη διεθνή κατανομή και στο τοπικό αρχιτεκτονικό στυλ». Σύμφωνα με την έρευνά τους, το πρώτο milk bar γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1932 στο κέντρο του Σίδνεϊ από τον επιχειρηματία Joachin Tavlaridis, και έφερε το όνομα «Black and White 4d. Milk Bar».
Ο Tavlaridis -ο οποίος αργότερα ήταν γνωστός ως Mick Adams- μετανάστευσε από την Ελλάδα όταν ήταν μόλις 14 ετών. Στην προσπάθειά του να μαζέψει χρήματα για να στήσει τη δική του επιχείρηση, πέρασε από διάφορες δουλειές, σε εστιατόρια, χασάπικα και μαγαζιά take-away. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, οι χώροι εστίασης αντιπροσώπευαν για τους νεοαφιχθέντες Έλληνες μια εύκολη και βιώσιμη επιχειρηματική κίνηση.
Η βιομηχανία του φαγητού ήταν μια ασφαλής επιλογή για εργασία, έδινε στους μετανάστες την ευκαιρία να ενσωματωθούν στη νέα χώρα και έναν τρόπο σύνδεσης και επικοινωνίας με τον τόπο που τους υποδέχτηκε. Μέσω αυτών των επιχειρήσεων, οι Έλληνες μετανάστες θα μάθαιναν νέες λέξεις, θα αποκτούσαν δεξιότητες και εμπειρίες που θα βοηθούσαν να αναπτυχθεί όχι μόνο η κοινωνική τους κατάσταση, αλλά και μια μικρή κοινότητα για όλους. Ο 14χρονος τότε Tavlaridis δεν ήξερε, βέβαια, ότι θα συνέβαλλε με τον τρόπο του στο να δημιουργηθεί ένα σημαδιακό στοιχείο της αυστραλιανής κουλτούρας.
Η ιστορία του milk bar δεν αφηγείται απλώς την ελληνική και αμερικανική επιρροή στην κοινωνία της Αυστραλίας, αλλά και την έννοια του να ανήκεις κάπου. Τα «γαλακτοπωλεία», που ήταν συχνά οικογενειακές επιχειρήσεις, προσέφεραν ευκαιρίες για εργασία σε πολλούς κατοίκους από την τοπική κοινότητα. Μετά τον αντίκτυπο που είχε στην Αυστραλία, ο όρος του milk bar έκανε αισθητή την παρουσία του και στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς επεκτάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Τα milk bars και τα άλλα ελληνικά καφέ και εστιατόρια ήταν σταθμοί ανάπαυσης, μέρη όπου άνθρωποι βρίσκονταν για δουλειά, αλλά και μέρη συνάντησης για εραστές» αναφέρει ο κ. Janiszewski. Η μικρότερη κόρη του Mick Adams, Lilian Keldoulis, ήταν μόλις ενός χρόνου όταν ο πατέρας της άνοιξε το πρώτο αυστραλέζικο milk bar και μερικές από τις πιο έντονες παιδικές της αναμνήσεις πηγάζουν από εκεί. Θυμάται να επιστρέφει σπίτι από το σχολείο και να κάθεται στο μπαρ με ένα milkshake, προκαλώντας πολύ πιθανόν τη ζήλια των συνομηλίκων της.
«Η αγαπημένη μου [γεύση] ήταν, μάλλον, η σοκολάτα. Μου άρεσε πολύ να κάθομαι και να βλέπω ανθρώπους να περνούνε από έξω και να έρχονται» εξομολογείται η Lilian Keldoulis.
Αυτό που έκανε το milk bar του Adams ξεχωριστό δεν ήταν μόνο ότι πουλούσε αποκλειστικά milkshakes ή, ακόμη, το ότι είχε μια μηχανική αγελάδα μπροστά από το μαγαζί που προσέλκυε τον κόσμο, αλλά το γεγονός ότι κατέληξε να είναι ένα κέντρο για την κοινότητα. Η Lilian Keldoulis εξηγεί πώς κατέληξε να είναι σημείο συνάντησης για τους κατοίκους του Σίδνεϊ, αλλά και ένα αναπόσπαστο κομμάτι των ελληνικών και τοπικών κοινοτήτων. Κάθε χρόνο μάλιστα ο Adam διέθετε τα κέρδη μιας μέρας στο καταφύγιο για παιδιά του Dellwood.
Η Keldoulis περιγράφει τον πατέρα της ως «Αυστραλό πρώτα και Έλληνα μετά». «Ήταν πολύ ευγνώμων για τη χώρα. Έλεγε λοιπόν ‘Ο κόσμος είναι η πατρίδα μου και το να κάνω καλό είναι η θρησκεία μου’».
Γυρνώντας σε εκείνα τα χρόνια, θυμάται μάλιστα ότι η επιχείρηση του πατέρα της έπαιρνε ακόμη και τους πελάτες της παμπ στον απέναντι δρόμο. «Ήταν τα χρόνια της οικονομικής ύφεσης. Τελικά, οι θαμώνες της παμπ προτιμούσαν να έρθουν εδώ και να πιουν ένα milkshake αντί για μια μπύρα, επειδή ήταν πιο θρεπτικό και κόστιζε μόλις τέσσερα σεντς. Ο Mick Adams δεν ήταν ο πρώτος που άρχισε να πουλάει milkshake στην Αυστραλία, αλλά υπήρχαν παρόμοια μαγαζιά εστίασης γνωστά ως «American bars».
Ωστόσο, πέρα από το όνομα και το μενού που πρόσφερε αποκλειστικά milkshakes αρχικά, ο κ. Janiszewski επισημαίνει ότι το milk bar ήταν διαφορετικό, επειδή ξέφευγε από το καθιστικό στυλ άλλων ελληνικών επιχειρήσεων της εποχής, όπως τα oyster saloons και τα καφέ. «Οι Adams είχαν την ιδέα να ξεφύγουν από την καθιστική εξυπηρέτηση. Ήθελαν να κάνουν την επιχείρηση όσο πιο αποτελεσματική ώστε να έχουν πολλούς πελάτες» εξηγεί ο κ. Janiszewski. Και αυτό ακριβώς κατάφεραν να κάνουν οι Adams. Το κύριο χαρακτηριστικό του «Black and White 4d. Milk Bar» ήταν η μπάρα, καθαρά επηρεασμένη από τα soda ‘parlors’ της Αμερικής της δεκαετίας του ’30, με λίγες θέσεις στη μια πλευρά και μηχανές milkshake στην άλλη.
Το milk bar, υπήρξε για τον Adams, όπως και για άλλους Έλληνες επιχειρηματίες, το μέσο για να μπορέσουν οι μελλοντικές γενιές, τα παιδιά τους, να εκπληρώσουν τα όνειρά τους. Για τις ευρύτερες κοινότητες υπήρξε ένα σήμα κατατεθέν της αυστραλιανής κουλτούρας, ένα μείγμα αμερικανικών και ελληνικών συστατικών που ήρθε στις γειτονιές μας και έμεινε… στις καρδιές μας!