Είναι μία ιστορική στιγμή, όχι μόνο από νομικής, αλλά και από εμπορικής άποψης. Από νομικής άποψης, γιατί αυτή είναι η πρώτη φορά στην νομική ιστορία της χώρας που μία μαζική αγωγή (open class action) δεν έχει ακριβή αριθμό εναγόντων.
Ο λόγος για τη μαζική αγωγή που κατέθεσε η δικηγορική εταιρία Maurice Blackburn κατά των τραπεζών Citybank, ANZ και Westpac, για λογαριασμό εκατοντάδων χιλιάδων κατόχων πιστωτικών καρτών των παραπάνω τραπεζών, στην οποία οι ενάγοντες ζητούν αποζημίωση για τα τέλη που πληρώνουν για χρόνια τώρα επειδή κατά καιρούς δεν πλήρωναν τη δόση τους εμπρόθεσμα.

Αν, τελικά, οι πελάτες των παραπάνω τραπεζών καταφέρουν να πείσουν το δικαστήριο ότι τα τέλη που πλήρωναν όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι νόμιμα, οι τράπεζες αυτές θα πρέπει να πληρώσουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια αποζημίωση στους πελάτες τους, θα ακολουθήσουν και άλλες τέτοιες μαζικές μηνύσεις κατά των άλλων τραπεζών ενώ θα σημάνει και το τέλος των συγκεκριμένων τελών.

Η μαζική αγωγή κατά των τριών τραπεζών κατατέθηκε την Τρίτη στο Ανώτατο Δικαστήριο Νέας Νότιας Ουαλίας και σύμφωνα με τους δικηγόρους της Maurice Blackburn δεν θα είναι η μοναδική καθώς ετοιμάζεται και άλλη παρόμοια μήνυση κατά της National Australia Bank, της American Express αλλά και της τράπεζας Commonwealth.
Το γεγονός ότι ο αριθμός των εναγόντων οι οποίοι μπορεί να φτάσουν τις εκατοντάδες χιλιάδες παραμένει άγνωστος καθώς όλοι οι πελάτες των τραπεζών που πλήρωσαν τα τέλη μπορούν να δηλώσουν ότι συμμετέχουν στην μήνυση καθιστά επίσης άγνωστο το ποσό της αποζημίωσης που οι τρεις παραπάνω τράπεζες θα πρέπει να πληρώσουν αν τελικά δικαιωθούν οι πελάτες τους. Μία άλλη πτυχή της «ανοικτής» μαζικής αγωγής (‘open’ class action) είναι ότι δεν ορίζει το χρονικό διάστημα για το οποίο οι ενάγοντες θα ζητήσουν να αποζημιωθούν. Αναμένεται εντούτοις οι τρεις τράπεζες να ζητήσουν εντός των επομένων ημερών να οριστεί συγκεκριμένο διάστημα.
Η νέα «ανοικτή» αυτή τη φορά, μαζική μήνυση της Maurice Blackburn ακολουθεί δύο προηγούμενες μαζικές μηνύσεις κατά των τραπεζών η μία κατά της τράπεζας ANZ το 2010 και άλλη μία κατά των τραπεζών Citibank, Commonwealth, National και Westpac, και στηρίζεται πάνω σε πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού δικαστηρίου που έκρινε τα συγκεκριμένα τέλη παράνομα και άδικα.

Πιο αναλυτικά πάνω από 180,000 κάτοχοι πιστωτικών καρτών συμμετείχαν στις δύο προηγούμενες μαζικές αγωγές και το ποσό της αποζημίωσης που διεκδικούσαν έφτανε τα $223 εκατ.

Η δικαστική διαμάχη κατά της ANZ έφτασε μέχρι το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο και τον περασμένο Φεβρουάριο η δικαστής Michelle Gordon, απεφάνθη ότι τα τέλη που χρέωνε η τράπεζα στους πελάτες της τα οποία έφταναν έως και τα $35 για κάθε εκπρόθεσμη πληρωμή της δόσης στην πιστωτική τους κάρτας, ήταν υπερβολικά και αδικαιολόγητα καθώς τα έξοδά της τράπεζας δεν ξεπερνούσαν τα 50 σεντς. Στην απόφασή της η δικαστής αφαίρεσε και το όριο του χρονικού διαστήματος των τελευταίων έξι χρόνων. Με άλλα λόγια οι πελάτες της τράπεζας έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την καταβολή των τελών που πλήρωσαν στην τράπεζα από την στιγμή που άρχισε ο κύκλος των συναλλαγών τους μ’ αυτή. «Δεν γνώριζαν ότι η τράπεζα εισέπραττε τα συγκεκριμένα τέλη παράνομα» είπε χαρακτηριστικά η δικαστής του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου.

Εντούτοις και επειδή οι προηγούμενες μαζικές μηνύσεις δεν αφορούσαν μόνο τα τέλη της καθυστερημένης πληρωμής των δόσεων πιστωτικών καρτών, αλλά και τα άλλα τέλη που χρεώνουν οι τράπεζες όταν ο λογαριασμός του πελάτη τους δεν έχει αρκετά χρήματα για να πληρωθούν οι προκαθορισμένες υποχρεώσεις του, η δικαστής απεφάνθη ότι αυτά τα τέλη είναι νόμιμα.
Να προσθέσουμε ότι η τράπεζα ANZ άσκησε έφεση κατά της απόφασης του Ομοσπονδιακού δικαστηρίου τον περασμένο Φεβρουάριο, η οποία και πρόκειται να συζητηθεί την ερχόμενη Δευτέρα.

Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι οι τράπεζες τα τελευταία χρόνια εισέπραξαν από τα τέλη που χρεώνουν στους πελάτες τους το αστρονομικό ποσό των $6 δις και το 1/3 αυτού του ποσού αφορά αποκλειστικά τα τέλη που επιβαρύνουν τους κατόχους πιστωτικών καρτών που πληρώνουν την δόση τους με καθυστέρηση.

Την νέα μαζική μήνυση-«μαμούθ» χρηματοδοτεί η Bentham IMF, η οποία και αν η υπόθεση κερδηθεί θα εισπράξει το 22,5% του συνολικού ποσού της αποζημίωσης που θα καταβάλλουν οι τράπεζες.