Το 1788 οι πρώτοι Ευρωπαίοι, που ήταν στην πλειοψηφία τους κατάδικοι της Αγγλίας, εγκαθίστανται μόνιμα στην Αυστραλία. Ολλανδοί και Πορτογάλοι θαλασσοπόροι ανακάλυψαν αρκετά νωρίς την Αυστραλία, αλλά δεν τη βρήκαν ιδιαίτερα ελκυστική. Όμως, τον Απρίλιο του 1770, ο Ουαλός θαλασσοπόρος Κάπταιν Κουκ τη διεκδίκησε για το αγγλικό στέμμα.

Μετά την αμερικανική επανάσταση του 1776, η Μεγάλη Βρετανία, αφού είχε χάσει πλέον το δικαίωμα να εξάγει τους καταδίκους της στην Αμερική, «θυμήθηκε» τη νέα αποικία της, ανακαλύπτοντας πλέον νέο προορισμό για αυτούς. Έτσι, τον Μάρτιο του 1787, μπαίνει σε εφαρμογή η πρόταση για αποστολή καταδίκων στην Αυστραλία και στις 26 Ιανουαρίου του 1788, μετά από ένα οκτάμηνο ταξίδι, φθάνουν στο Μπότανι Μπέι, 11 πλοία, με 1.487 άτομα, εκ των οποίων οι 778 ήταν κατάδικοι (192 γυναίκες) και οι υπόλοιποι ήταν φρουροί και στρατιώτες με τις οικογένειες τους. Όταν έφτασαν, αντιμετώπισαν λειψυδρία και τρομερή ξηρασία και έτσι ο επικεφαλής της αποστολής κάπτεν Άρθουρ Φίλιπ τους οδήγησε 12 χιλιόμετρα βορειότερα όπου ανακάλυψαν ένα μεγάλο φιλόξενο λιμάνι και εγκαταστάθηκαν, εκτοπίζοντας σιγά σιγά τους ιθαγενείς στην ενδοχώρα. Ο πρώτος αυτός οικισμός ονομάστηκε Σίδνεϊ, από το όνομα του τότε Υπουργού Στρατιωτικών και Αποικιών της Αγγλίας. Η μέρα που εποίκησαν για πρώτη φορά Ευρωπαίοι την «νέα» αυτή ήπειρο, γιορτάζεται μέχρι σήμερα ως «Η Ημέρα της Αυστραλίας».

Οι στρατιωτικοί δημιούργησαν αγροκτήματα, οικήματα και δρόμους, χρησιμοποιώντας τους κατάδικους. Όσοι έδειχναν καλή διαγωγή για ένα διάστημα απελευθερώνονταν με όρους και τους παραχωρούνταν έκταση γης για καλλιέργεια και ανάπτυξη. Από το 1788 μέχρι τη λήξη της μεταφοράς καταδίκων το 1868, περίπου 160.000 άνδρες και γυναίκες μεταφέρθηκαν στην Αυστραλία ως κατάδικοι. Η Αυστραλία αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς, ειδικά μετά το 1851 που ανακαλύφθηκε χρυσός, ο πληθυσμός της τριπλασιάστηκε σε 1,7 εκατομμύρια, καθώς κατέφθαναν πλοία με επίδοξους χρυσοθήρες από όλο τον κόσμο. Το 1901, γίνεται ομοσπονδιακό κράτος και κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων φθάνουν στο λιμάνι της ορδές μεταναστών από όλο τον κόσμο. Σήμερα, η Αυστραλία έχει έναν πληθυσμό 22 εκατομμυρίων ανθρώπων, το 43% των οποίων είτε έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό είτε έχουν ένα γονέα που γεννήθηκε στο εξωτερικό.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Κατάδικος ήταν και ο πρώτος Έλληνας που βρέθηκε στην Αυστραλία, το 1802. Ο Δαμιανός Γκίκας, ήταν Υδραίος καπετάνιος και συνελήφθη άδικα για πειρατεία από ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο και καταδικάστηκε σε εξορία στο Σίδνεϊ. Δεν γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία για την τύχη του, καθώς δεν είναι καταγεγραμμένα τα στοιχεία του στα αρχεία της Αυστραλίας ή της Ελλάδας.

Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του Γιώργου Παππά, που βρέθηκε σε αυστραλιανό έδαφος το 1814, ως μέλος βρετανικού πληρώματος εποικισμού. Παντρεύτηκε μια ιθαγενή (Αβορίγινα), εγκατέλειψε το πλοίο του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σίδνεϊ.

Παλιές αυστραλιανές εφημερίδες του 1900, αναφέρουν ότι υπήρχαν και άλλοι Έλληνες που φέρεται να έφτασαν στην πέμπτη Ήπειρο μεταξύ του 1803 και του 1820.
Στα Αρχεία του αυστραλιανού κράτους, φιγουράρουν τα ονόματα επτά Ελλήνων ναυτικών που κατέφθασαν στις 27 Αυγούστου 1829 στις ακτές της Αυστραλίας ως βαρυποινίτες, που εξορίστηκαν μόνιμα από τις βρετανικές Αρχές, γλιτώνοντας έτσι τα χειρότερα, δηλαδή την εκτέλεση. Ήταν το πλήρωμα της σκούνας «Ηρακλής», με πλοίαρχο τον Αθηναίο Αντώνη Μανώλη, και έξι νεαρούς ναυτικούς από την Ύδρα, τον Δαμιανό Νινή, τον Γκίκα Βούλγαρη, τον Γεώργιο Βασιλάκη, τον Κωνσταντίνο Στρόμπολη, τον Γεώργιο Λαρίτσο και τον Νικόλαο Παπανδρέα.

Είχαν κουρσέψει το βρετανικό εμπορικό μπρίκι «Άλκηστη», χωρίς να πειράξουν τους Βρετανούς ναυτικούς, στις 29 Ιουλίου 1827, έξω από τη Μάλτα. Η λεία τους δεν ήταν πολύτιμη, επρόκειτο για είδη πρώτης ανάγκης, θειάφι, σκοινιά, σκεύη και πιπέρι. Δύο μέρες αργότερα, τους έπιασε το βρετανικό πλοίο “Gannet” που εκτελούσε περιπολίες στα νότια της Κρήτης, οδηγώντας τους στο δικαστήριο.

Τραγική ειρωνεία είναι ότι στο δικαστήριο προέδρευε ο αντιναύαρχος Έντουαρντ Κόνδριγκτον, γνωστός από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Αν και τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε σώσει την ελληνική επανάσταση, δεν έκανε το ίδιο και για τους ναυτικούς. Ο Κόνδριγκτον, δεν συμπαθούσε τους πειρατές. Είχε στείλει πέντε φορές έγγραφες διαμαρτυρίες προς την ελληνική επαναστατική ηγεσία ζητώντας την περιστολή της πειρατείας, απειλώντας να πάρει μέτρα. Έτσι τους καταδίκασε σε θάνατο.
Όμως, γλίτωσαν στο παρά πέντε την εκτέλεση, καθώς το Λονδίνο αποφάσισε ότι θα ήταν πιο χρήσιμοι στο βρετανικό κράτος αν εξορίζονταν μόνιμα στην Αυστραλία για καταναγκαστικά έργα.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥΣ

Όταν έφτασαν στο Σίδνεϊ, τέθηκαν στις υπηρεσίες των αποικιακών Αρχών και, απ’ ό,τι φαίνεται, γρήγορα αξιοποιήθηκαν οι ιδιαίτερες γνώσεις τους στην οινοποιία.
Μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, το 1834, κινητοποιήθηκε η ελληνική διπλωματία για τον επαναπατρισμό τους μετά και από παρότρυνση των συγγενών τους. Την υπόθεση ανέλαβε προσωπικά ο Σπυρίδων Τρικούπης και τελικά οι Βρετανοί συμφώνησαν να απαλλαγούν πλήρως και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε μόνο να καταβάλει τα έξοδα της μεταφοράς τους, 4.921 δραχμές, που ήταν αρκετά για την εποχή. Από τους επτά οι πέντε επέλεξαν να επιστρέψουν.
Ο πρώην πλοίαρχος του πληρώματος, Αντώνης Μανώλης αποφάσισε να μείνει μόνιμα στο Σίδνεϊ και σε ηλικία 50 ετών (το 1854), έγινε ο πρώτος Αυστραλός υπήκοος ελληνικής καταγωγής. Εργάστηκε εκεί ως κηπουρός και πέθανε σε ηλικία 76 ετών, στις 22 Σεπτεμβρίου 1880, στο Πίκτον (γεννήθηκε στην Αθήνα το 1804).

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΔΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Η Αικατερίνη Πλέσσου, γεννήθηκε στο χωριό Πλεσιβίτσα (σημερινό Πλαίσιο) της Θεσπρωτίας το 1809 ή το 1810. Ο πατέρας της Γιώργος, που ήταν έμπορος από τις Σέρρες, ταξίδευε συχνά και έτσι η δεκατετράχρονη μητέρα της Βασιλική, μεγάλωνε μόνη τα δύο νήπια παιδιά της, την Αικατερίνη και τον Κωστούλα. Η Βασιλική ήταν πανέμορφη και την πολιορκούσαν πολλοί άνδρες. Την είδε ο γιος του Αλή Πασά, Μουχτάρ, την ερωτεύτηκε και την πήγε στο χαρέμι του. Απείλησε, μάλιστα, τον σύζυγό της να μην την ξαναπλησιάσει γιατί θα τον σκότωνε. Η Κατερίνα όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφη. Ο γιος του Αλή Πασά άρχισε να γλυκοκοιτάζει και αυτή με αποτέλεσμα η μάνα της να αρραβωνιάσει εσπευσμένα την δωδεκάχρονη κόρη της με τον γιατρό του Αλή Πασά που δεν ήταν άλλος από τον Ιωάννη Κωλέττη, μετέπειτα πρωθυπουργό της Ελλάδας. Ο αρραβώνας διαλύθηκε όταν πέθανε ο Αλή Πασάς και ο γιος του και η Κατερίνα βρέθηκαν στο Μεσολόγγι. Εκεί γνώρισε τον λόρδο Βύρωνα και έκαναν στενή παρέα, μάλιστα ήταν από τους τελευταίους ανθρώπους που τον είδαν εν ζωή. Μετά την έξοδο του Μεσολογγίου, η νεαρή κοπέλα περιπλανήθηκε αρκετά και βρέθηκε στο νησάκι της Καλάμου, κοντά στις ακτές της Αιτωλοακαρνανίας. Εκεί, γνώρισε και παντρεύτηκε το 1827, τον διοικητή της βρετανικής φρουράς του νησιού και βετεράνο της μάχης του Βατερλό, Τζέημς Χένρυ Κράμερ.

Το ζευγάρι ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές λόγω του επαγγέλματος του Βρετανού αξιωματικού, ώσπου η χώρα του τον έστειλε να υπηρετήσει στην Αυστραλία. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1835, η Αικατερίνη Πλέσσου, φθάνει στο Σίδνεϊ με ένα πλοίο που μεταφέρει 300 κατάδικους και γίνεται η πρώτη Ελληνίδα έποικος στο Νιουκάστλ. Στην Αυστραλία θα γεννηθεί το έκτο παιδί τους. Απέκτησαν συνολικά έντεκα παιδιά, εκ των οποίων έζησαν πέρα από τα παιδικά τους χρόνια, μόνο τα έξι. Από αυτούς μόνο ο γιος της Ρόμπερτ απέκτησε απόγονους και έτσι συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, η οικογένεια των Κράμερ – Πλέσσου.

Η Κατερίνα Πλέσσου έζησε ήρεμα αλλά σχετικά φτωχικά στην Αυστραλία, αφού στην κατοχή της η οικογένεια είχε μόνο ένα μικρό αγρόκτημα και τον στρατιωτικό μισθό του συζύγου. Μετά το θάνατό του, το 1864, η Αικατερίνη μετακόμισε στο Σίδνεϊ όπου ήδη είχε εγκατασταθεί ο γιος της Χένρυ. Μαζί έμειναν μέχρι το θάνατό της, στις 8 Αυγούστου του 1907, σε ηλικία περίπου 98 ετών. Η τελευταία της οικία στο προάστιο Darlinghurst στο ανατολικό Σίδνεϊ δεν υπάρχει πια, αφού κατεδαφίστηκε τη δεκαετία του 1970 για την διαπλάτυνση λεωφόρου.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ

Το 1880 υπήρχαν στην Αυστραλία περίπου 150 Έλληνες. Στην πρώτη επίσημη απογραφή του 1891, βρέθηκε ότι ζούσαν εκεί 482. Αυτοί οι μετανάστες κατάγονταν κυρίως από τα Κύθηρα, την Ιθάκη, το Καστελόριζο και τη Μακεδονία.

Είκοσι χρόνια μετά, το 1911, ο αριθμός τους ξεπερνάει τους 2.500 και μετά τη μικρασιατική καταστροφή καταφθάνουν ορδές μεταναστών στην Αυστραλία. Το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα σημειώθηκε την δεκαετία του ’50.
Η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1897, είναι γηραιότερη και από την Αυστραλιανή Συνομοσπονδία.