“Θα φτάσω μέχρι την Κίνα για τον Καζαντζάκη”

Επτά χρόνια μετά το «El Greco» και μόλις δύο μετά το «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι», ο Γιάννης Σμαραγδής δρομολογεί την υλοποίηση της βιογραφίας του Ν. Καζαντζάκη

Το Άγιον Όρος, το Όρος Σινά, το Πεκίνο, το Παρίσι, η Βιέννη, η Μόσχα και το Βερολίνο είναι μέρη που επισκέφθηκε ο συγγραφέας και τώρα επιδιώκει να αναδείξει η παραγωγή με επιτόπου γυρίσματα καθώς το σενάριο, σύμφωνα με τη σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Σμαραγδή, θέλει να αναδείξει το εσωτερικό ταξίδι του Καζαντζάκη που αναζητά «να κατανοήσει βιωματικά τον Χριστό, τον Βούδα, τον Λένιν, τον Ζορμπά…». Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο σκηνοθέτης μιλάει στο «Εθνος» για το νέο του φιλόδοξο φιλμ και τη σύνδεσή του με τον Ελ Γκρέκο (τα 400 χρόνια από τον θάνατο του οποίου γιορτάζουν φέτος Ελλάδα και Ισπανία) και τον κορυφαίο Έλληνα συγγραφέα.


Σε ποιο στάδιο βρίσκεται η παραγωγή του «Νίκου Καζαντζάκη»;

Θέλουμε η ταινία να είναι μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας και Κίνας. Αρα έχουμε γυρίσματα και στις πέντε αυτές χώρες, στην ουσία επτά, με λίγα γυρίσματα στη Ρωσία και στην έρημο της Μονής Σινά. Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, δύο πράγματα καθόρισαν την ύπαρξή του: τα ταξίδια και τα όνειρα. Η ταινία αυτή θα έχει και ταξίδια και όνειρα. Κινούμαστε τώρα για να συγκεντρώσουμε τα χρήματα από τις συμπαραγωγές χώρες και θα προσπαθήσουμε να ενεργοποιήσουμε την Ελλάδα παίρνοντας τα τυπικά χρήματα που παίρνει μια οποιαδήποτε ελληνική ταινία από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Δεν πρόκειται να ζητήσω κανενός είδος επιπλέον κρατική χρηματοδότηση. Ούτε ένα ευρώ παραπάνω. Και απευθύνομαι σε ιδιώτες χρηματοδότες στην Ελλάδα και το εξωτερικό αλλά και στους Κρήτες που βοήθησαν να γίνει ο «El Greco». Θέλουμε να ξεκινήσουμε τα γυρίσματα σε έναν χρόνο από τώρα, το επόμενο φθινόπωρο.

Έχετε καταλήξει στα πρόσωπα;
Είχα ξεκινήσει να κάνω την ταινία στα ελληνικά, ώστε αυτήν τη φορά να είναι κυρίαρχη η ελληνική γλώσσα με Έλληνες ηθοποιούς. Έχω κάνει το κάστινγκ. Προέκυψε όμως κάτι άλλο. Το σενάριο βρέθηκε στα χέρια ενός ανθρώπου που έχει σχέση με την υπερατλαντική κινηματογραφική κοινότητα και επειδή του άρεσε πρότεινε ο πρωταγωνιστής να είναι διεθνές πρόσωπο και να γυριστεί στα αγγλικά, αλλά να υπάρχει και η ελληνική γλώσσα, κάτι που επιθυμώ σφόδρα για να ακουστεί ο ελληνικός ήχος του Καζαντζάκη.

Δύσκολο το εγχείρημά σας. Απαιτούνται γυρίσματα σε ξένες χώρες και η οικονομική συγκυρία δεν είναι η καλύτερη.
Θα σας ξαφνιάσω. Πιο εύκολη ταινία είναι αυτή από τις προηγούμενες. Ποτέ δεν ξέρουμε αν τα έργα τα επιλέγουμε εμείς ή αν μας επιλέγουν εκείνα. Μάλλον εκείνα μας επιλέγουν. Υπάρχει ένα απροσδιόριστο στοιχείο. Έχω γεννηθεί στο Ηράκλειο της Κρήτης, στην Παλιά Πόλη. Το σπίτι μου με το σπίτι του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου και με το σπίτι του Καζαντζάκη δημιουργεί ένα ισοσκελές τρίγωνο. Το πιο παράξενο απ’ όλα είναι πως σε επίπεδο τριγώνου από το Πανάνειο Νοσοκομείο όπου γεννήθηκα κι έχει καταπέσει πια είναι ο τάφος του Καζαντζάκη. Άρα, κάτι συμβαίνει. Το σενάριο του «El Greco» γράφτηκε μέσα σε εννιά χρόνια 27 φορές. Το «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» μέσα σε τέσσερα χρόνια γράφτηκε 33 φορές. Τούτο το σενάριο γράφτηκε σε 21 μέρες, μια κι έξω. Στα προηγούμενα σενάρια είχαν βοηθήσει και ξένοι, αυτό το έγραψα μόνος μου. Μέχρι τα 16 μου που έφυγα από το Ηράκλειο όταν πέθανε ο πατέρας μου, είχα διαβάσει όλον τον Καζαντζάκη. Τον ήξερα απέξω. Μια σειρά από συμπτώσεις με κάνουν να πιστεύω ότι ίσως «δύναμαι» να υπηρετήσω αυτή την ταινία.


Γιατί ασχολείστε μόνο με προσωπογραφίες-αγιογραφίες;

Κι άλλοι καλλιτέχνες, μεγαλύτεροι του δικού μου μεγέθους, κάνουν προσωπογραφίες. Όλο το έργο του Γκρέκο είναι προσωπογραφίες ανθρώπων που αγαπούσε ή τον πλήρωναν για να τους ζωγραφίσει. Και το επόμενο φιλμ, αν μου το δώσει η ζωή, προσωπογραφία θα είναι. Είναι ένα είδος στο οποίο αισθάνομαι μεγαλύτερη ασφάλεια. Μοιάζει να είμαι φτιαγμένος για να κάνω αυτές τις ταινίες. Μικρές ή μεγάλες, σημαντικές ή ασήμαντες, δεν το ξέρω. Μου δίνει μεγάλη χαρά να προσπαθώ να καταλάβω ποια είναι η σχέση αυτών των μεγάλων προσωπικοτήτων με το κεντρικό φως και ο τρόπος κατανόησης της ψυχής σε σχέση με την κεντρική πηγή. Έλεγε ο Πλάτωνας ότι η ψυχή φεύγει από την κεντρική πηγή με όλες τις γνώσεις, μετενσαρκώνεται διάφορες ζωές, και η επιθυμία της να επανασυγκολληθεί με την κεντρική πηγή, δηλαδή με τον Θεό, είναι έρωτας που γεννάει αγάπη. Οι μεγάλοι δημιουργοί με τον ίδιο τρόπο διεκδικούσαν να καταλάβουν τι είναι το μέσα μας.


Έχετε κατοχυρώσει τα δικαιώματα της «Αναφοράς στον Γκρέκο» από τις εκδόσεις Καζαντζάκη. Πώς θα χειριστείτε τη ζωή του συγγραφέα;

Η «Αναφορά στον Γκρέκο» σαν αυτοβιογραφία του Καζαντζάκη περιγράφει τα περιστατικά που τον διαμόρφωσαν, αλλά συγχρόνως περιγράφει και τη διαδρομή της ψυχής του. Μέσα από την ταινία, πατώντας στην «Αναφορά στον Γκρέκο», θα φανούν τα διάφορα στάδια της εξέλιξής του για να καταλήξει στην προσωπική του ματιά, την κρητική ματιά, η οποία λέει ότι η ζωή είναι ανήφορος, όλοι θα την ανέβουμε με φόρα και πρέπει να έχουμε αξιοπρέπεια και ανδρεία ανεξάρτητα αν στην κορυφή αυτού του αγώνα υπάρχει μια ανώτερη δύναμη για να μας επιδοκιμάσει ή να μας αποδοκιμάσει. Ο άνθρωπος έχει ένα χρέος να ανέλθει, γιατί αν το καταφέρει ως μονάδα μπορεί να αναβαθμιστεί το ανθρώπινο γένος μέσα στη συμπαντική αρμονία. Η βαθμίδα της ποιότητας του ανθρωπίνου γένους είναι μάλλον ένα κολαστήριο παρά ένας παράδεισος. Το στάδιο της δοκιμασίας, δηλαδή, μια εμμονή που έχω σε όλα μου τα έργα. Πώς παλεύουν το καλό και το κακό.

Πολλοί θα αναζητήσουν πώς αναδεικνύει η ταινία το λογοτεχνικό έργο του Καζαντζάκη.
Το τι θα αναζητήσει ο θεατής εξαρτάται από το πώς θα τον βάλεις στο παραμύθι που φτιάχνεις. Κάθε φορά που παίρνεις ένα πρόσωπο για να πεις μια ιστορία είναι σαν να θες να περιγράψεις τον ωκεανό. Παίρνεις λοιπόν αυτόν που θέλεις εσύ γιατί ο ωκεανός δεν περιγράφεται. Εγώ περιγράφω τον άνθρωπο που γνώρισε και έκανε το μεγάλο του έργο «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» γιατί τον μετακίνησε από την περιοχή του Βούδα, που έλεγε ότι η ανώτερη αξία του ανθρώπου είναι να φτάσει στο τίποτα, να εγκαταλείψει δηλαδή την υλική του διάσταση και να φτάσει στην πνευματική. Ο Ζορμπάς έδωσε μια τελείως διαφορετική εκδοχή. Ότι μπορείς να ζεις τη ζωή και να κάνεις την κάθε στιγμή αιώνια. Αυτή η μετακίνηση από το τίποτα του Βούδα στον φιλοζωισμό έγινε από αυτό το πρόσωπο, άρα έχει σημασία για τον Καζαντζάκη η μετεξέλιξή του. Έλεγε: ”Χαιρόμουν που ήμουν άνθρωπος και Ελληνας”. Ανέδειξε τις ελληνικές αξίες οι οποίες θεωρούσε ότι είναι συμπαντικές και χρήσιμες για τους ανθρώπους του μέλλοντος. Πιστεύω οτι θα φύγουμε από τη νεοβαρβαρότητα που ζούμε, θα καταφύγουμε στις ανώτερες αξίες. Αυτός είναι ο ελληνικός πολιτισμός από τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη μέχρι τους καιρούς μας, γι’ αυτό πολύ γρήγορα ο ελληνικός πολιτισμός θηλυκώθηκε με τον χριστιανισμό.

Ο Καζαντζάκης κυνηγήθηκε πολύ από την Εκκλησία. Πώς θα το χειριστείτε αυτό;
Ολα υπάρχουν στο σενάριο. Δεν πρόκειται να πω ψέματα, θα πω αυτά τα οποία συνέβησαν. Δεν αδικήθηκε; O Καζαντζάκης ζούσε στην εποχή του ενώ έβλεπε το μέλλον. Τότε ήταν αριστερός και περιέγραψε τη μετεξέλιξη του σοβιέτ σε μια γραφειοκρατία του οποίου οι αξίες θα κατέπεφταν. Προσπάθησε να κάνει ένα κόμμα μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, να πάρουν τα ηνία της τύχης της χώρας μετά το ’45, γιατί έβλεπε ότι οι ξένοι θα κατάφερναν να ενεργοποιήσουν το βασικό ελληνικό ελάττωμα που είναι ο διχασμός. Διέβλεπε τον εμφύλιο. Το κόμμα τους δεν κατάφερε να λειτουργήσει και έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη, κάτι σαν τη σημερινή κυβέρνηση Σαμαρά. Έπεσαν πάνω του οι αριστεροί με αγριότητα και τον λάσπωσαν. Δεν πρόσεξαν ότι η κίνησή του ήταν για να μην οδηγηθεί η Ελλάδα στην καταστροφή. Τον θεώρησαν καιροσκόπο και όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα στη χώρα οδηγούνται στον εμφύλιο, έφυγε από την Ελλάδα, στην ουσία διωγμένος, και πήγε στη Γαλλία, όπου και πέθανε. Το ίδιο πράγμα έγινε πρόσφατα με τον μεγάλο Βαγγέλη Παπαθανασίου, που επέμενε στο εθνικό αίσθημα αλλά αυτό στις μέρες μας είναι υπό διωγμό κάτι ξέρω από αυτό.

Τον τελευταίο χρόνο βρεθήκατε συχνά στο μάτι του κυκλώνα, αρχής γενομένης πέρυσι με την περίφημη μαντινάδα προς τον πρωθυπουργό.
Στην Πύλο όπου έκανα τα γυρίσματα του «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι», έγινε μια εκδήλωση στην οποία ήρθε ο πρωθυπουργός και μου επέδωσε ένα βραβείο του δήμου που τον γέννησε αναφερόμενος στην ταινία για τον Νίκο Καζαντζάκη. Με τίμησε ο πρώτος πολίτης της χώρας που είναι απόγονος της Πηνελόπης Δέλτα και του Εμμανουήλ Μπενάκη -και οι δύο πατριώτες- εγώ του απάντησα με μια αυτοσχέδια μαντινάδα. Πού είναι το κακό και βγήκε όλη αυτή η αρνητικότητα; Δεν απάντησα τότε, ούτε θα το κάνω τώρα. Αυτοί που είπαν ό,τι είπαν έχουν τους λόγους τους. Με το κακό εάν απαντήσεις αντιστοίχως μπαίνεις κι εσύ στη διαδικασία του αρνητικού.
Το άλλο μέτωπο ήταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου πολλά ακούστηκαν για την κόντρα σας με τον διευθυντή, Δημήτρη Εϊπίδη.
Ήμουν αντιπρόεδρος και μετά έγινα πρόεδρος. Ο διορισμός ήταν για έξι μήνες, έως ότου εμφανιστεί ένα πρόσωπο για να αναλάβει. Είμαι μεταβατικός πρόεδρος. Στο διάστημα αυτό προσπάθησα να βάλω σε κίνηση ό,τι και όταν ήμουν αντιπρόεδρος. Μέσα σε ένα ισχυρό διεθνές να υπάρχει ένα λαμπρό τμήμα για τον ελληνικό κινηματογράφο. Και τις δύο φορές υπήρξε μεγάλη αντίδραση μέσα από το φεστιβάλ. Εμφανίστηκε εντονότατα πρόσφατα, όταν πήραμε απόφαση στο Δ.Σ. να γίνει ένα πανόραμα ελληνικού κινηματογράφου και να βραβευτούν τέσσερις άξιοι άνθρωποι. Υπήρξε αρνητική αντίδραση, εντελώς αδικαιολόγητη. Οι αποφάσεις του Δ.Σ. με τη δική μου προεδρία εκτελέστηκαν. Το ελληνικό πρόγραμμα φέτος είναι κυρίαρχο. Το σινεμά που κάνω εγώ δεν έχει καμία σχέση με αυτό που κάνουν οι νέοι Έλληνες σκηνοθέτες, αλλά όταν γίνεται ένα φεστιβάλ πρέπει η παραγωγή της χώρας να είναι εκεί. Μέχρι τώρα αυτό δεν συνέβαινε, τώρα έγινε. Άρα ο ρόλος μου επιτελέστηκε. Πίσω από αυτά δεν υπάρχει ούτε προσωπικό κίνητρο, δεν πληρωνόμουν και δεν προβαλλόταν κανένα μου έργο. Το έκανα μόνο για το καλό του ελληνικού σινεμά. Έχω βάλει τελεία και περιμένω από το υπουργείο να διοριστεί καινούργιος πρόεδρος.