Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια και με τον συντονισμό του Κέντρου Ερευνών και Μελετών του Πανεπιστημίου Κρήτης ο συλλογικός τόμος με τίτλο «ΝΕΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ από και προς την Ελλάδα», που επιμελήθηκαν οι πανεπιστημιακοί Μιχάλης Δαμανάκης, Στέφανος Κωνσταντινίδης και Αναστάσιος Μ. Τάμης. Η ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη είναι αποτέλεσμα έρευνας και μελέτης των γεγονότων που αναδύθηκαν μέσα από τη βαθιά και δραματική οικονομική κρίση που δοκίμασε και δοκιμάζει την Ελλάδα και την Κύπρο στην περίοδο 2009-2014. Δέκα έγκριτοι πανεπιστημιακοί μελετητές καταθέτουν τις γνώσεις τους και συμβάλλουν στην παρούσα έκδοση που θίγει επίκαιρα θέματα που αφορούν στη νέα μετανάστευση και τις συνέπειές της για την Ελλάδα και την Κύπρο αλλά και τις χώρες υποδοχής των μεταναστών

Συγκεκριμένα, μετά το εισαγωγικό, θεωρητικό κεφάλαιο των επιμελητών, ακολουθούν τα κεφάλαια 2-7 τα οποία αφορούν στην πρώτη πτυχή (η Ελλάδα ως χώρα αποστολής) που μπορεί , με τη σειρά της, να θεωρηθεί από δύο οπτικές , του Κέντρου και της Διασποράς. Το κεφάλαιο 8 αναλύει ένα γενικότερο ζήτημα, αυτό της παράνομης μετανάστευσης, εστιάζει ωστόσο στην παράνομη εισόδου μεταναστών στην Ελλάδα και με αυτή την έννοια γεφυρώνει το πρώτο μέρος του τόμου με το δεύτερο που αναφέρεται στη δεύτερη πτυχή (η Ελλάδα ως χώρα υποδοχής), κεφάλαια 9 -11.

Αναλυτικότερα, στο κεφάλαιο 2 ο Αναστάσιος Τάμης πραγματεύεται τις εισροές Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία, μετά το 2009, τις οποίες κατατάσσει σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Από τη μια, οι δεκάδες χιλιάδες Ελληνοαυστραλοί που μετά από μία σύντομη ή μακροχρόνια παραμονή στην Ελλάδα παλιννοστούν στην Αυστραλία, κάνοντας χρήση του αυστραλιανού διαβατηρίου τους. Και από την άλλη, οι Έλληνες νεομετανάστες οι οποίοι, λόγω της κρίσης στην Ελλάδα, αναζητούν μια καλύτερη τύχη στη μακρινή Αυστραλία, αξιοποιώντας τα συγγενικά δίκτυα ή άλλα άτυπα δίκτυα καθώς και τη φοιτητική και τουριστική visa ως πρώτο σκαλοπάτι. 

Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης (κεφάλαιο 3) μελετά την ελληνική μετανάστευση προς τον Καναδά, μετά το 2009, με φόντο την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, από τη μία, και τη μακροχρόνια παρουσία των ελληνικών μεταναστευτικών κοινοτήτων και των δικτύων τους στον Καναδά, από την άλλη. Οι διαδικασίες μετακίνησης/εισόδου, πρώτης εγκατάστασης και ένταξης στον Καναδά θεωρούνται σε άμεση συνάρτηση με την καναδική μεταναστευτική πολιτική, η οποία αποτελεί και τη βάση για την κατάταξη των μεταναστών σε διάφορες κατηγορίες.

Ο Άρης Μιχόπουλος κάνει μία ιστορική αναδρομή στη μακροχρόνια παρουσία των Ελλήνων στις ΗΠΑ και στη συνέχεια βάσει αυτής και με φόντο τις ελληνικές παροικιακές οργανώσεις εξετάζει τη μετανάστευση κατά την περίοδο 1965-2000, καθώς και τη μετανάστευση στη νέα χιλιετία με έμφαση στη μετανάστευση μετά το 2009, η οποία επηρεάζεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, από όσο σε άλλες χώρες, από την ισχύουσα νομοθεσία και εν γένει την περιοροστική, μεταναστευτική πολιτική και πρακτική των αμερικανικών κυβερνήσεων. Όμως, η αύξηση των Ελλήνων φοιτητών και προπάντων η αύξηση των Ελλήνων τουριστών, εν μέσω κρίσης, επιτρέπουν τουλάχιστον τη διατύπωση της υπόθεσης, ότι πρόκειται για μια «συγκαλυμμένη νεομετανάστευση» προς τις ΗΠΑ. 

Ο Μιχάλης Δαμανάκης (κεφάλαιο 5) αναλύει τη νεομετανάστευση των Ελλήνων προς Γερμανία, εστιάζοντας: στους λόγους και τρόπους μετακίνησης, στο προφίλ των νεομεταναστών, στις διαδικασίες εγκατάστασης και ένταξης στην αγορά εργασίας, στην οργάνωση και στους μελλοντικούς προσανατολισμούς των νεομεταναστών. Έμφαση δίδεται επίσης στις επιπτώσεις της νεομετανάστευσης στην ελληνόγλωσση εκπαίδευση, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε Αγγλία και Βέλγιο. Μέσα από τις αφηγήσεις των ίδιων των νεομεταναστών και των επικεφαλής φορέων και οργανώσεων αναδύεται με περαστικό τρόπο ο ρόλος των διαφόρων άτυπων κοινωνικών δικτύων.

Ο Λόης Λαμπριανίδης (κεφάλαιο 6) εστιάζει στην αποδημία του επιστημονικού δυναμικού από την Ελλάδα, αναλύοντας τα βασικά χαρακτηριστικά της διεθνούς μετανάστευσης επιστημόνων, τα δομικά αίτια και τις θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις για την Ελλάδα, καθώς και την ενδεχομενικότητα έντασης του φαινομένου, λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Θεωρώντας το φαινόμενο της διαρροής και απασχόλησης του επιστημονικού τόσο από την οπτική των ίδιων των επιστημόνων και του τόπου εργασίας τους (διασπορά) όσο και από την οπτική της Ελλάδας (κέντρο) καταλήγει στη θέση, ότι το εν λόγω φαινόμενο «είναι δυνατόν να επιφέρει και κάποια θετικά αποτελέσματα για τις χώρες αποστολής».

Με το άρθρο του Αθανάσιου Γκότοβου (κεφάλαιο 7) κλείνει το πρώτο μέρος του συλλογικού τόμου. Ο συγγραφέας αναλύει ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις σε συνάρτηση με το φαινόμενο της μετανάστευσης. Το παράδειγμά του, ωστόσο, αναφέρεται άμεσα στην εικόνα της «Ελλάδας της κρίσης» και εν γένει στο αρνητικό κλίμα που επικρατεί κυρίως σε ευρωπαϊκές χώρες και το οποίο έμμεσα ή άμεσα καλούνται να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν οι νέοι, αλλά και οι παλαιοί, μετανάστες. Μετά την ανάλυση των διαφόρων «τύπων ανθελληνισμού» ο συγγραφέας θέτει καίρια ερωτήματα αναφορικά με τη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς σε περιόδους κρίσης.

Η κρίση στην Ελλάδα και η συνακόλουθη ελληνική νεομετανάστευση αποτελούν αντανάκλαση και έκφανση μιας γενικότερης, σχεδόν παγκόσμιας, κρίσης και μιας «διεθνούς μετανάστευσης». Η ρευστότητα που χαρακτηρίζει τον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, σε συνδυασμό με το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, καθώς και τις περιφερειακές συρράξεις, οδηγούν σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών έξω από διακρατικές συμφωνίες και θεσμοθετημένες διαδικασίες, δηλαδή σε παράνομες μετακινήσεις.

Το φαινόμενο της «παράνομης μετανάστευσης» αποτελεί αντικείμενο μελέτης της συμβολής των: Παναγιώτη Τσάκωνα, Δημήτρη Ξενάκη και Τριαντάφυλλου Καρατράντου (κεφάλαιο 8). Αναλύοντας το παράδειγμα της παράνομης μετανάστευσης στη Μεσόγειο και την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να χαράξει μια κοινή μεταναστευτική πολιτική, οι συγγραφείς φωτίζουν τόσο το σχετικό ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο όσο και πτυχές της παράνομης εισόδου μεταναστών στην Ελλάδα. Η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική μεταναστευτική πολιτική, και πολιτική ασύλου, σε συνδυασμό με τη γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας στη Μεσόγειο, αφήνουν να διαφανεί, ότι το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης θα συνεχίσει να απασχολεί την Ελλάδα και στο μέλλον και ότι η εισροή και εγκατάσταση μεταναστών στη χώρα είναι σ’ ένα βαθμό αναπόφευκτη.

Η Ελλάδα ως χώρα εισόδου/υποδοχής, εγκατάστασης και ένταξης μεταναστών αποτελεί το αντικείμενο της εποπτικής εργασίας του Αντώνη Κόντη (κεφάλαιο 9), ο οποίος θεματοποιεί και σκιαγραφεί το φαινόμενο της διεθνούς μετανάστευσης και αναλύει τη «μεταναστευτική μετάβαση» στην Ελλάδα και τη μεταναστευτική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων. Ο συγγραφέας επικεντρώνει στις επιδράσεις της μετανάστευσης και στην ελληνική μεταναστευτική πολιτική, θεωρώντας την σε συνδυασμό με υπερ-εθνικούς παράγοντες και την ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική. Η μετακίνηση της Ελλάδας- κατά το συγγραφέα- από το στάδιο της «μεταναστευτικής πρόκλησης» (1989/90-1997) στο στάδιο της «μεταναστευτικής προσαρμογής και ωρίμανσης» (1997-2013) σηματοδοτεί μια κατάσταση αποδοχής της μόνιμης εγκατάστασης μεταναστών στην Ελλάδα.

Η μόνιμη εγκατάσταση των μεταναστών, κυρίως εκείνων που εισέρρευσαν τη δεκαετία του 1990, στην Ελλάδα, η (αυτό)οργάνωσή τους και η ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία αποτελούν το πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται οι δύο τελευταίες συμβολές του παρόντος τόμου.

Η Χριστίνα Μαλιγκούδη (κεφάλαιο 10) σε μια μεταδιδακτορική έρευνα κατέγραψε και ανέλυσε εκείνες τις συλλογικές οργανώσεις μεταναστών, οι οποίες επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην οργάνωση απογευματινών ή/και Σαββατιανών Τμημάτων διδασκαλίας της γλώσσας και πολιτισμικών στοιχείων των χωρών προέλευσης. Πρόκειται για μορφές εκπαίδευσης ανάλογες προς τα Τμήματα Ελληνικής Γλώσσας (ΤΕΓ) στη διασπορά, όπως και τα δίκτυα των μεταναστών στην Ελλάδα θυμίζουν τα δίκτυα των Ελλήνων στη Διασπορά. Η συστηματική καταγραφή των «Τμημάτων Διδασκαλίας Εθνοτικών Γλωσσών» και οι αναλύσεις που αφορούν στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους, στη στοιχειοθεσία και στο περιεχόμενό τους, στο μαθητικό δυναμικό, στο εκπαιδευτικό προσωπικό και στη σχέση τους με τις χώρες προέλευσης, καθώς και με φορείς στην Ελλάδα φωτίζουν πτυχές ενός εκπαιδευτικού ζητήματος που αναπόφευκτα θα απασχολήσει την ελληνική εκπαιδευτική πολιτική στο άμεσο μέλλον.

Στο χώρο της εκπαίδευσης, και μάλιστα της τριτοβάθμιας, επικεντρώνει η πρώτη στο είδος της μελέτη των Διονυσίας Κοντογιάννη, Θεοδοσίας Μιχελακάκη, και Ευθυμίας Παπαλεξοπούλου (κεφάλαιο 11). Παίρνοντας ως παράδειγμα το Πανεπιστήμιο Κρήτης, οι ερευνήτριες καταγράφουν τους φοιτητές/τριες με μεταναστευτικό υπόβαθρο και αναλύουν ποιοτικά τη μεταναστευτική τους και προπάντων την εκπαιδευτική τους πορεία από το ελληνικό Δημοτικό Σχολείο ή Γυμνάσιο μέχρι την είσοδο και φοίτησή τους στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στις αφηγήσεις των φοιτητών/τριών ως προς την εθνοπολιτισμική τους ταυτότητα και εν γένει την αίσθηση του «ανήκειν».

Παρόλο που πρόκειται για «επιτυχείς πορείες» (success stories), από τις αφηγήσεις των φοιτητών/τριών αναφορικά με την αίσθηση του «ανήκειν» καθώς και τους μελλοντικούς προσανατολισμούς και ανησυχίες τους, αναδύονται παραστατικά οι αδυναμίες και τα κενά του θεσμικού πλαισίου χορήγησης ιθαγένειας σε άτομα που διήνυσαν επιτυχώς το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και έγιναν κοινωνοί του ελληνικού πολιτισμού.

ΠΟΤΕ ΘΑ ΛΑΒΟΥΝ ΧΩΡΑ ΟΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

Η παρουσίαση του συλλογικού αυτού τόμου θα γίνει μετά τη διάλεξη του καθηγητή Μ. Δαμανάκη στην Αδελαΐδα, την Τρίτη, 3 Μαρτίου 2015, από τον καθηγητή Μ. Τσιανίκα, του Πανεπιστημίου Φλίντερς παρουσία και του καθηγητή και συνεπιμελητή του τόμου καθηγητή Α. Μ. Τάμη. 

Στη Μελβούρνη θα παρουσιαστεί την Παρασκευή, 6 Μαρτίου, στην αίθουσα διαλέξεων της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας, μετά την ομιλία του κ. Δαμανάκη και σύντομη εισαγωγή του καθηγητή Α. Μ. Τάμη. 

Τέλος, στο Σίδνεϊ θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα, 9 Μαρτίου στην αίθουσα διαλέξεων του πολιτιστικού Κέντρου «Κωστής Παλαμάς».