Αρχίζω από τα τυπικά: η παρουσία του δεξιοτέχνη του μπουζουκιού και συνθέτη και το υλικό του κλείνουν φέτος πέντε δεκαετίες και μια μεγάλη γιορτή (δύο συναυλιών, με την υποστήριξη του Βήμα FM) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών θα δώσει την ευκαιρία να ανακεφαλαιωθεί μια μεγάλη και περιπετειώδης πορεία στο ελληνικό τραγούδι. Υπάρχει όμως κάτι πιο βαθύ σ’ αυτό: ο τρόπος που ενηλικιώθηκε ο Νικολόπουλος, ζυμωμένος στη νεότερη ιστορία των πάλκων, της δισκογραφίας, των ηχογραφήσεων, είναι και ο τρόπος με τον οποίο ενηλικιώθηκε (στο μέτρο που του αναλογούσε και αναλογεί) όλο το λαϊκό ρεύμα. Από την ταραχώδη σχέση του με τον κορυφαίο Έλληνα τραγουδιστή Στέλιο Καζαντζίδη μέχρι τις πιο σύγχρονες συμπράξεις του.

Δίνω μερικούς αριθμούς: 1.600 δικά του τραγούδια σε πρώτη εκτέλεση (μαζί με επανεκτελέσεις φθάνουν τα 1.840) από τον αφρό των μεγάλων μας τραγουδιστών με εξαίρεση τον Μπιθικώτση, ανεκπλήρωτο όνειρο για τον συνθέτη. Εκτελεστής ο ίδιος σε πάνω από 20.000 ηχογραφήσεις τραγουδιών. Και πολλές ώρες στα πάλκα και στις συναυλίες. 

Μια συνέντευξη μαζί του μοιάζει με φλας μπακ σε μια εποχή με σταθμούς και στιγμές. Βγάζει όμως και ειδήσεις: «Ο Στέλιος Καζαντζίδης, υπήρξε μια τεράστια φυσιογνωμία. Αυτός ήταν ένας ελέφαντας και εγώ ήμουν ένα μυρμήγκι. Ο λαός αγάπησε πιο πολύ απ’ όλους εκείνον» λέει ο Χρήστος Νικολόπουλος σε σχέση με την αντιδικία του με τον τραγουδιστή. Και κάτι άγνωστο: «Μας έδωσε ανέκδοτους στίχους του Άκη Πάνου από τη φυλακή η αδελφή του Μίνα, σ’ εμένα και στον Νταλάρα. 

έγραψα μουσικές πάνω τους (24 τραγούδια) σε τρεις ημέρες. Μοιάζουν λες και είναι γραμμένοι για το σήμερα. Μας έστειλε όμως εξώδικο η οικογένεια του Ακη, να μην προχωρήσουμε σε ηχογράφηση. Σταματήσαμε». 

ΜΝΗΜΕΣ…

1. «Γεννήθηκα στο Καψοχώρι του Νομού Ημαθίας σε σπίτι με πλίνθους. Από την πρώτη στιγμή έμαθα να αγαπάω οτιδήποτε μουσικό. Άκουγα πολύ ράδιο. Θυμάμαι τα «Κύματα του Δουνάβεως» και το «Σκαλί, καλέ μου, σκαλί» που άρχισα να γρατζουνάω στο μπουζούκι, όντας αυτοδίδακτος. Και τότε ακόμη το όργανο ήταν κακόφημο. Αμέσως πήγα σε μουσική σχολή στον Γιδά της Ημαθίας και άρχισα να παίζω στα πρώτα πάλκα των χωριών της περιοχής. Στην Κοζάνη θυμάμαι την πρώτη μου εμφάνιση, στο κέντρο Ερμιόνιο. Έρχονταν διάφοροι εκεί, γνωστοί τότε, και βρέθηκα να συνοδεύω τη Μάγια Μελάγια. Ήταν ήδη 1962, με ζητούσαν από διάφορες πόλεις και το 1963 αποφάσισα να κατέβω Αθήνα με το λεωφορείο της γραμμής. Πρώτη μου δουλειά στην πρωτεύουσα ήταν στην ταβέρνα Μανωλιάς, στην Ακαδημία Πλάτωνος, δίπλα στον ρεμπέτη Γιάννη Κυριαζή.

2. Μετά τα πρώτα μου παιξίματα σε μικρές εταιρείες, ο μπασίστας και κιθαρίστας Πάνος Ιατρού, που έπαιζε τότε στην Τριάνα του Χειλά με τον Καζαντζίδη, μου είπε πως ο τραγουδιστής έψαχνε μπουζούκια. Πήγα εκεί. Οταν άνοιξε η πόρτα έπαθα πλάκα. Ο Καζαντζίδης έλεγε το «Αναστενάζω, βγαίνει φωτιά», κόσμος χαμός και θυμάμαι τον ήχο του ηλεκτρικού ακορντεόν του Γιώργου Καραθανάση. Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Γιάννης Παπαϊωάννου και άλλοι στο πάλκο. Στο καμαρίνι έπαιξα στον Στέλιο μερικά κομμάτια. «Πάρ’ τον και θα με θυμηθείς» του είπε ο Παπαϊωάννου. Σε μια εβδομάδα είχα πιάσει δουλειά ως ντουέτο μπουζούκια με τον Σπύρο Ευσταθίου με μεροκάματο 70 δραχμές.

3. Όταν πρωτοδούλεψα με Καζαντζίδη – Μαρινέλλα άρχισα να γράφω μελωδίες. Τις έπαιξα στη Μαρινέλλα, το είπε τον Στέλιο, του άρεσαν και εκείνου και τις έδωσε ο ίδιος στον Κώστα Βίρβο για να βάλει στίχους. Το 1968 έχουμε λοιπόν τα «Νυχτερίδες και αράχνες» και στην άλλη πλευρά τον «Επισκέπτη». Λίγο μετά έρχεται το «Νύχτα στάσου» (σε λόγια Πυθαγόρα) που ερμήνευσε η Λίτσα Διαμάντη. Δούλευα τότε με τον Γιώργο Κατσαρό και πείσμωσα όταν μου είπε πως εμείς οι λαϊκοί δεν μπορούσαμε να γράψουμε κάτι σε μπαλάντα.

4. Τον χειμώνα 1968-69 έπαιξα στο Ακροπόλ δίπλα στον Μανώλη Χιώτη με τους Πόλυ Πάνου, Πίτσα Παπαδοπούλου, Μάριο Κώστογλου, Γιώργο Κυράνο. Ο Χιώτης μάς έκανε τραπέζια στο σπίτι του, εξαιρετικός μάγκας, ευγενής, ο κορυφαίος μπουζουξής που είχαμε. Ήταν μάλιστα επιχειρηματίας ο ίδιος τότε και μετά, όταν έφυγε η Πόλυ – και κόπηκε η δουλειά μαχαίρι -, μας πλήρωνε κάθε βράδυ κανονικά και ενώ παίζαμε για κάνα δυο παρέες. Όταν πρωτόγραφα τραγούδια, ο Χιώτης ήταν πολύ γενναιόδωρος και μου είπε τα καλύτερα λόγια. Μεγάλη προσωπικότητα. 

5. Γρήγορα έγινα και μόνιμος εκτελεστής στην Minos ως ντουέτο με διάφορους, όπως τον Κώστα Μαυρομιχάλη, τον Θύμιο Στουραΐτη και άλλους. Εκτός από τον δίσκο «Ο Σταθμός» παίζω σε όλα του Μάνου Λοΐζου. Ο Μάνος έβρισκε ήχους, έβαζε κιθαρίστες να παίζουν με πένα από κομμένες χορδές, έβαζε τζουράδες, ήταν πολύ ψαγμένος.

6. Το 1975 έχουμε το «Υπάρχω», τον πρώτο ολοκληρωμένο μου δίσκο στις 33 στροφές. Είχα στείλει αρχικά τις μελωδίες στην Polygram και στον Σπύρο Ράλλη για τον Δημήτρη Μητροπάνο. Δεν μου απάντησαν ποτέ. Ενδιάμεσα τα έδωσα στον Στέλιο. «Ρε συ Χρήστο, ροκ θα τραγουδήσω; Θα μας κυνηγήσουν». «Λαϊκή μπαλάντα είναι, ρε Στέλιο» του είπα και μου πρότεινε να τα δώσω στον Πυθαγόρα να βάλει στίχους. Το βράδυ της παρουσίασης των τραγουδιών στην τότε κρατική τηλεόραση – σκηνοθεσία Φώτη Μεσθεναίου – στον δρόμο δεν υπήρχε ούτε ταξί.

7. Στη Θεσσαλονίκη με τον Νταλάρα όταν μπορούσαμε πηγαίναμε στα κέντρα. Τελειώναμε νωρίς συχνά αφού τότε αρχές του 1980 δουλεύαμε σε μπουάτ. Μας είπαν για έναν καλό τραγουδιστή στην Καλύβα, παρυφές Πανοράματος. Ήταν γυψαδόρος. Τον άκουσα, μου άρεσε πολύ. Του λέω θα σε βοηθήσω. Μου απαντά: «Πόσοι πέρασαν από ‘δώ και μου είπαν το ίδιο». Τότε κάναμε τον πρώτο του δίσκο μαζί στην εταιρεία Salonica στη Θεσσαλονίκη. Ηταν το «Λέω» με 12 τραγούδια, το 1981. Χάλασε ο κόσμος αλλά μέχρι την Λάρισα. Δύο χρόνια αργότερα κάναμε και τον δεύτερο δίσκο («Μίλα μου στον ενικό» και μετά τον πήγα στην Minos. Ήταν ο Πασχάλης Τερζής που ώς τότε πάντως γέμιζε μαγαζιά χωρίς δικό του δίσκο». (Σ.σ.: αυτές τις ημέρες κυκλοφορεί και ο νέος δίσκος του Πασχάλη Τερζή «Τα φώτα άναψαν» σε live εκτελέσεις τραγουδιών του Νικολόπουλου από συναυλία στην Πάτρα).