Μπορεί η κυβέρνηση Abbott να έχει γίνει διεθνώς παράδειγμα προς αποφυγή ανάμεσα στις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, για την πολιτική της σχετικά με την κλιματική αλλαγή, αυτό όμως θα χρειαστεί να αλλάξει πολύ συντομότερα από ό,τι περίμενε κανείς, καθώς η οικονομία της Αυστραλίας θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις δραματικές επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη. 

Αυτό προκύπτει από την έκθεση “Appetite for Change”, την οποία ετοίμασαν ερευνητές του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, εκθέτοντας τις σοβαρές προκλήσεις που πρόκειται να αντιμετωπίσει στο μέλλον ο αυστραλιανός αγροτικός τομέας. Σύμφωνα με την έκθεση, η άνοδος της θερμοκρασίας και οι αλλαγές στη συχνότητα των βροχοπτώσεων θα επηρεάσει την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή στις επόμενες δεκαετίες. Κάποιες καλλιέργειες θα χρειαστεί να μεταφερθούν σε άλλες περιοχές, άλλες να εγκαταλειφθούν πλήρως ή να προσαρμοστούν σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια. 

Η έκθεση κάνει λόγο για αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στην Αυστραλία κατά 0,9 βαθμούς Κελσίου στη διάρκεια του αιώνα, κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. 

Σύμφωνα με τους ειδικούς, αν η υπερθέρμανση του πλανήτη συνεχίσει με το σημερινό ρυθμό, μέχρι το 2030, η μέση θερμοκρασία θα σημειώσει αύξηση από 0,6 έως 1,3 σε σχέση με την αντίστοιχη της περιόδου 1986-2005, ενώ μέχρι το 2090 εκτιμάται ότι η 

αύξηση θα φτάσει τους 5,1 βαθμούς. Ήδη, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ο λόγος των θερμών ημερών προς τις ψυχρές έχει αλλάξει από πέντε προς μία σε τρεις προς μία, σύμφωνα με την μετεωρολογική υπηρεσία, κάτι που σημαίνει ότι η Αυστραλία θα είναι αντιμέτωποι με εντονότερους, συχνότερους και μεγαλύτερης διάρκειας καύσωνες. 

Παράλληλα, η μακροπρόθεσμη μείωση των βροχοπτώσεων στην διάρκεια του χειμώνα, αλλά και το φαινόμενο των κυκλώνων, οι οποίοι θα είναι μεν σπανιότεροι αλλά πιο έντονοι, αναγκάζει τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους να κάνουν ριζικές αλλαγές. Οι κυκλώνες, για παράδειγμα, θα επηρεάσουν τις φυτείες μπανάνας στο νοτιοανατολικό Κουίνσλαντ, ενώ οι περισσότερες αγροτικές περιοχές της Αυστραλίας θα χρειαστεί να προσαρμοστούν σε συνθήκες εξαιρετικά θερμού και ξηρού κλίματος, οι οποίες αναμένεται να αποβούν κρίσιμες για καλλιέργειες όπως το αβοκάντο, τα πατζάρια, τα καρότα, ο αρακάς, οι πατάτες, τα κολοκύθια, τα λεμόνια, τα αμύγδαλα, τα ροδάκινα, τα βατόμουρα, τα σμέουρα και τα ζαχαροκάλαμα, ενώ θα επηρεάσει σημαντικά την μελισσοκομία, την κτηνοτροφία και ειδικότερα την παραγωγή γαλακτοκομικών. Μεγάλες θα είναι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και στην αμπελοκαλλιέργεια, καθώς προβλέπεται ότι μέχρι το 2050 το 70% των οινοπαραγωγικών περιοχών θα πληγεί σημαντικά από την άνοδο της θερμοκρασίας, ειδικότερα δε η κοιλάδα Barossa στην Νότια Αυστραλία και η Sunraysia της Βικτώριας, επηρεάζοντας την καλλιέργεια ποικιλιών όπως το σιράζ και το μερλό. 

Αντιθέτως, η άνοδος της θερμοκρασίας θα επιτρέψει την ευρύτερη καλλιέργεια της ελιάς. Η παραγωγή καρπών που χρειάζονται ψυχρότερο κλίμα, όπως τα ροδάκινα, θα μειωθεί σημαντικά, ενώ πολλές καλλιέργειες που επηρεάζονται περισσότερο από την ζέστη, όπως τα βατόμουρα, τα σμέουρα, το μάνγκο και οι μελιτζάνες, θα μεταφερθούν σε δροσερότερες περιοχές, όπως η Βικτώρια ή οι νοτιότερες περιοχές της Νέας Νότιας Ουαλίας. Η περιοχή που προβλέπεται να επηρεαστεί λιγότερο είναι η Τασμανία. 

Οι υψηλές θερμοκρασίες έχουν κρίσιμες επιπτώσεις και στην κτηνοτροφία. Αφ’ ενός, γιατί η ξηρασία και η σποραδικότητα των βροχοπτώσεων επηρεάζει σημαντικά τους βοσκοτόπους, αφ’ ετέρου, γιατί η ζέστη αλλάζει και την συμπεριφορά των ζώων, ειδικά αυτών που είναι ευαίσθητα στην θερμότητα, όπως οι χοίροι. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα βοοειδή αναπτύσσονται με βραδύτερους ρυθμούς σε περίοδο ζέστης, καθώς εγκαταλείπουν την τροφή τους αναζητώντας προστασία σε σκιερό και δροσερό περιβάλλον, ενώ σημειώνεται μείωση και στην παραγωγή γάλακτος. 

Παρά τις προειδοποιήσεις της επιστημονικής κοινότητας και παρά το γεγονός ότι η αγροτική παραγωγή είναι ένας από τους πυλώνες της αυστραλιανής οικονομίας, ως υπεύθυνη για έναν κύκλο εργασιών 48 δισεκατομμυρίων δολαρίων την περίοδο 2012-13, η πολιτική για την ανταγωνιστικότητα της αγροτικής οικονομίας που εξήγγειλε τον Δεκέμβριο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν κάνει καμία αναφορά στην κλιματική αλλαγή.