Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκατά τα κάναμε – για να βεβηλώσουμε τον Ελύτη. Η δε Σκόπελος που ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα στη γειτονιά, βρέθηκε πρώτη είδηση στα κανάλια.

«Δύο ώρες, κυρία μου» βόγκηξε ο ταξιτζής. «Περιστέρι-Χαλάνδρι, δύο ώρες μες στο νερό. Το οποίο νερό δύο σταγόνες μιλάμε. Δύο. Μετρημένες. Μία στην Ηλιούπολη, μία στο Χαλάνδρι. Δύο σταγόνες, δύο ώρες. Ώρα και σταγόνα!».

Νέα Ιωνία. Κασταμονής και Αλαμάνας γωνία. Κάθομαι. Κάθομαι. Κάθομαι. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Ώρες τώρα αυτό. Σταθεροί και αμετακίνητοι έξω από τον Σκλαβενίτη. Ρώτα με ό,τι θέλεις για τις προσφορές αυτής της εβδομάδας. Πόσο το λάδι, πόσο το ξίδι, πόσο το λαδόξιδο. Στο παρμπρίζ κάτι συμπλεγματικές ψιχάλες. Ένα κλάτσα-κλάτσα, ένας καιρός άστατος, αναξιόπιστος σαν προεκλογική δημοσκόπηση.

Γιατί την κίνηση τη λέμε κίνηση; Η κίνηση προϋποθέτει κίνηση. Κάτι κινείται. Κάτι ξεκινάει από εδώ και καταλήγει εκεί. Από το σημείο άλφα στο σημείο βήτα. Από το άλφα στο άλφα δεν είναι κίνηση. Ακινησία είναι.

«Κίνηση επικρατεί στην Πατησίων;».

«Ακινησία επικρατεί στην Πατησίων».

Να καταλαβαινόμαστε. Να έχουμε έναν στοιχειώδη κώδικα επικοινωνίας. Να ξέρουμε πού πάμε και – κυρίως – πού ΔΕΝ πάμε. 

«Πού σκοπεύεις να ΜΗΝ πας σήμερα;».

«Λέω πρώτα να ΜΗΝ πάω Αμπελοκήπους και μετά, αν προφτάσω, ΔΕΝ θα πάω και Χαριλάου Τρικούπη».

Ο ταξιτζής άπλωσε το χέρι του δίπλα στο «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ» και έπιασε το πακέτο με τα τσιγάρα:

«Δύο ώρες Περιστέρι-Χαλάνδρι, ανάψανε οι μηχανές. Την Ευελπίδων ξέχνα τη. Κατεχάκη ούτε για πλάκα. Περιφερειακό, μην τον πιάσεις στο στόμα σου. Αλάλιασα, μαντάμ, πάνω – κάτω ένας τρελός, έχασα αβγά και πασχάλια. Ξέχασα από πού ξεκίνησα και πού πάω».

«Και πού πηγαίνατε, μάθαμε;».

«Θυμόμουνα ότι ξεκίνησα από Περιστέρι αλλά για πού; Κάπου προς βόρεια προάστια μου ‘ρχόταν, έτσι στο φλου. Μαρούσι, Μελίσσια, Βριλήσσια, θα σας γελάσω. Λάλησα, ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι. Πήρα τη γυναίκα μου στο κινητό. Δέσποινα, της λέω, μήπως θυμάσαι όταν ξεκίνησα για πού ξεκίνησα; Χαλάνδρι, μου λέει η Δέσποινα. Να πάρεις πελάτισσα για Νέα Ερυθραία, μου λέει. Τέρας. Τέρας μνήμης αυτή η γυναίκα. Καλά που την παντρεύτηκα. Χωρίς τη Δέσποινα, κούρσα δεν θα σταύρωνα».

«Μήπως να αλλάζατε επάγγελμα;».

«Μήπως να αλλάζαμε νοοτροπία; Μήπως να μην είμαστε αλλού ο παπάς, αλλού τα ράσα του; Μήπως με ΔΥΟ σταγόνες να μην παρέλυε μια Αθήνα ολόκληρη; ΔΥΟ. Μια Ηλιούπολη, μια Χαλάνδρι. Διότι στον κατακλυσμό, να το καταλάβω. Και κυκλοφοριακό, και πήξιμο, και όλα τα κομφόρ. Αλλά με το κάτουρο; Δηλαδή πώς την έχουν δει αυτοί οι άνθρωποι; Φθινοπωριάζει και δεν θα βρέξει; Δεν θα πάρουν ένα μέτρο, ένα, ΕΝΑ; Να σουλουπώσουν κάνα φανάρι, να ξεβουλώσουν κάνα λούκι; Τι είναι η βροχή τον χειμώνα; Το αναπάντεχο; Το ασύλληπτο; Το αεροπλάνο στους Δίδυμους Πύργους; Για βροχούλα του Θεού μιλάμε! Πώς τους διακατέχει αυτό το άναυδο; Αυτό το σουρπρίζ από πού τους προκύπτει;». 

«Τα ίδια και τον Αύγουστο. Βγαίνουνε με το στόμα ανοιχτό, έκπληκτοι. Θα έρθει, λέει, κύμα καύσωνος».

«Αμ, αν δεν έρθει τον Αύγουστο, πότε θα έρθει; Πρωτοχρονιά να σπάσει και το ρόδι; Έχουμε τρελαθεί; Το κύμα είναι κύμα, τι δεν καταλαβαίνουν; Κύμα κακοκαιρίας τον Νοέμβρη, κύμα καύσωνος τον Αύγουστο. Κάθε κύμα στον καιρό του, κουκιά μετρημένα».

«Συγγνώμη, μήπως εσείς από κει διακρίνετε αν η φαρίνα στον Σκλαβενίτη είναι σε προσφορά;».

«Δεν αφήνετε τη φαρίνα να πεταχτείτε μέχρι μέσα να πάρετε ξηρά τροφή, γιατί δεν μας βλέπω καλά; Με την ησυχία σας. Μην το βιαστείτε. Όση ώρα και να κάνετε, μπείτε, βγείτε, εδώ θα με βρείτε. Εδώ ακούνητο. Στο φανάρι του Φάρου θα σας περιμένω. Στο φανάρι θα μείνουμε, εδώ θα ξημερωθούμε».

«Να ‘χουμε, τουλάχιστον, κάτι να μασουλάμε».

«Αχ, κυρία μου, οχτώ χρονών παιδί έχω. Οχτώ χρονών παιδάκι κι έτσι που πάμε θα το ξαναδώ στην Κόρινθο».

«Γιατί ειδικά στην Κόρινθο;». 

«Φαντάρο, μαντάμ. Φαντάρο!».