ΜΕΡΟΣ 2ο
Παρέκβαση: Οφείλω ένα θερμό ευχαριστώ στον αγαπητό φίλο, ποιητή και ζωγράφο Νίκο Νομικό για την ευγενική του χειρονομία να μου ταχυδρομήσει την πρόσφατη ποιητική του συλλογή, Ροδάνθημα του δειλινού (Μελβούρνη 2008). Με ιδιαίτερη χαρά είδα τον ποιητή να τιμά τη μνήμη των Μουσών. Στο ποίημά του «Ήλιε μου» (σ. 10) αναφέρει την Τερψιχόρη, και στο ποίημα «Αποκαλύψεις, γ» (σ. 17) αναφέρει την Πολύμνια. Με τέτοιους φιλάρχαιους και μουσοτραφείς ποιητές οι ελληνίδες Μούσες δεν κείτονται νεκρές στα Μουσεία! Εύγε, νικητή του λαού, Νικόλαε! Τέλος παρέκβασης. 

Η άποψη του αείμνηστου καθηγητή Ιωάννη Κακριδή, ότι το έτυμο της λέξης «Μούσα» είναι ινδοευρωπαϊκής προέλευσης (βλ. προηγούμενο άρθρο), ενισχύεται και από την εξής παρατήρηση: Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα «men» έχει δώσει την ελληνική λέξη «μνημοσύνη» («memory»), και είναι η Μνημοσύνη που γέννησε τις εννιά Μούσες. Επιπλέον, η ίδια ινδοευρωπαϊκή ρίζα έχει δώσει τη λατινική λέξη «mons» («mountain» = «όρος», «βουνό») που παραπέμπει στις «νύφες των ορέων», και όντως οι Μούσες κατοικούσαν στα όρη (Ελικών, Παρνασσός κ.α.).

ΣΗΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ

Σε κάποια αρχαία κείμενα η λέξη «μούσα» σημαίνει «τραγούδι». Σ’ ένα χορικό του Αισχύλου, διαβάζουμε: «Άγε δη και χορόν άψωμεν, επεί / μούσαν στυγεράν» (Ευμενίδες, 307-8). Δηλαδή, «Εμπρός, ας πιάσουμε χορό, αφού μας ήρθε τώρα να φωνάξουμε το στυγερό τραγούδι μας». Είναι φανερό ότι εδώ ο Αισχύλος δεν αναφέρεται στη θεά Μούσα, δεδομένου ότι καμιά Μούσα δεν είναι στυγερή. Εξάλλου, θ’ αποτελούσε βλαστήμια, αν ο ποιητής αποκαλούσε τη θεά Μούσα «στυγερή»!
Μετά τον Αισχύλο έρχεται ο Ευριπίδης και σ’ ένα δικό του χορικό θα γράψει τον στίχο, που λέει: «Τις ήδε μούσα, χώ φόβος τίνων πέρι;» (Ίων, 757). Δηλαδή: «Γιατί αυτός ο τόνος της φωνής; Για ποια πράγματα φοβάστε;». Εδώ βλέπουμε τη λέξη «μούσα» να έχει τη σημασία όχι του «τραγουδιού», αλλά αυτή του τόνου. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τον φοβισμένο τόνο που έχει η απάντηση της Κορυφαίας του χορού στην Κρέουσα. 

     
Από τη λέξη «μούσα» έχουμε τα παράγωγα «μουσική», «μουσείο», «μουσουργός» κ.ά. Εμείς θα σταθούμε στις λέξεις «μουσική» και «μουσείο». ‘Όταν οι αρχαίοι Έλληνες μιλούν για «μουσική», δεν εννοούν αυτό που εμείς σήμερα εννοούμε, δηλ. την τέχνη των ήχων. Για τους αρχαίους Έλληνες η λέξη «μουσική» είχε πιο πλατιά έννοια και κάλυπτε όλη τη διανοητική παιδεία – τα γράμματα, τη μελοποιημένη ποίηση, την αρμονία των ήχων, την ορχηστική τέχνη. Όλ’ αυτά τελούν κάτω από την επίβλεψη και προστασία των Μουσών, γι’ αυτό τα καλύπτει ο γενικός όρος «μουσική». Ο Πλάτωνας μας πληροφορεί ότι οι νόμοι της Αθήνας όριζαν ο κάθε Αθηναίος πατέρας να εκπαιδεύει τα παιδιά του με μουσική και γυμναστική: «τεταγμένοι νόμοι, παραγγέλλοντες τω πατρί . . . εν μουσική και γυμναστική παιδεύειν» (Κρίτων, 50d). Η ισορροπημένη ανάπτυξη νου και σώματος με μουσική και γυμναστική (αντίστοιχα) έφτιαχνε «καλούς και αγαθούς» πολίτες.

Σχετικά με τη λέξη «μουσείο», αυτή είχε τη σημασία του «ιερού των Μουσών». Ο Πλάτωνας βάζει τον Σωκράτη να λέει στον Φαίδρο: «και συ τε ελθών φράζε Λυσία, ότι νω καταβάντε εις το Νυμφών νάμά τε και μουσείον ηκούσαμεν λόγων» (Φαίδρος, 278b). Δηλαδή: «Και συ πηγαίνοντας εξήγησε στον Λυσία, ότι εμείς, αφού κατεβήκαμε και στην πηγή και στο ιερό των Νυμφών (Μουσών), ακούσαμε λόγους». Είναι φανερό πως εδώ η λέξη «μουσείο» σημαίνει «ιερό». Επίσης, ένας οίκος μουσικής (ένα ωδείο) μπορούσε να ονομαστεί «μουσείο». Ακόμη και μια χορωδία μπορούσε να ονομαστεί «μουσείο», όπως η φράση «αηδόνων μουσεία» (χορωδίες αηδονιών) μαρτυρεί. Τέλος, με τη λέξη «Μουσεία» οι Αθηναίοι εννοούσαν τη γιορτή προς τιμή των Μουσών.

ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ

Η λέξη «μουσείο», με τη σημερινή της σημασία, φαίνεται να ξεπετιέται δειλά (ίσως για πρώτη φορά) από μια φράση του Πλάτωνα, όπου γίνεται λόγος για «μουσεία λόγων» (ό.π. 267c), δηλ. συλλογές ειδών λόγου – επανάληψη («διπλασιολογία»), λόγος γνωμικός («γνωμολογία»), λόγος με εικόνες («εικονολογία») κ.ά.. Ο βιογράφος Διογένης Λαέρτιος μας πληροφορεί ότι ο Πλάτωνας είχε ιδρύσει Μουσείο στην Ακαδημία του: «εν τω μουσείω τω υπό Πλάτωνος εν Ακαδημεία ιδρυθέντι» (Βίοι φιλοσόφων, 4.1). Στο Μουσείο αυτό προφανώς υπήρχε συλλογή βιβλίων, καθώς και διάφορα αναθήματα, όπως αυτά των Χαρίτων που έστησε ο ανιψιός (από αδερφή) του Πλάτωνα, Σπεύσιππος, ο οποίος διαδέχθηκε τον Αθηναίο σοφό ως επικεφαλής της Ακαδημίας (πράγμα που πρέπει να εξόργισε τον Αριστοτέλη).
Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, στην Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων ιδρύεται Μουσείο, ως τμήμα των βασιλικών ανακτόρων: «των δε βασιλείων μέρος εστί και το Μουσείον» (Στράβων, 17.1.8). Το Μουσείο αυτό, εκτός από τη μεγάλη Βιβλιοθήκη, διέθετε κι έναν ευρύχωρο ξενώνα, όπου διέμειναν και συνέτρωγαν οι άνθρωποι των γραμμάτων: «και οίκον μέγαν εν ω το συσσίτιον των μετεχόντων του Μουσείου φιλολόγων ανδρών» (ό.π.). Μια άλλη «θυγατρική» Βιβλιοθήκη στεγαζόταν σε στοά της πόλης και διέθετε 700.000 χειρόγραφα (αντίγραφα των χειρογράφων της Βιβλιοθήκης του Μουσείου), τα οποία ήσαν στη διάθεση του κοινού. Η δημόσια αυτή Βιβλιοθήκη καταστράφηκε από τους χριστιανούς (ήσαν αυτοί που κατακομμάτιασαν με όστρακα τη φιλόσοφο Υπατία). Την ίδια μοίρα είχε και η Βιβλιοθήκη της Αντιόχειας (πυρπολήθηκε από χριστιανούς, σχεδόν αμέσως μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιουλιανού). 

     
Στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια υπήρχε και ο τεράστιος επιβλητικός ναός του θεού Σέραπι (το περίφημο Σεραπείον), όπου στεγαζόταν κι ένα παράρτημα της Βιβλιοθήκης του Μουσείου. Το 391 μ.Χ., ο επικεφαλής μιας συμμορίας φανατικών χριστιανών, μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι, σκαρφάλωσε στο θαυμάσιο άγαλμα του Σέραπι κι έσπασε το σαγόνι του θεού. Αμέσως τον ακολούθησε η υπόλοιπη συμμορία και με σφυριά σφυροκόπησαν το κεφάλι του θεού, καθυβρίζοντας έτσι «τα των Ελλήνων μυστήρια» (Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία, 5.16). Ολόκληρος ο ναός και η Βιβλιοθήκη παραδόθηκαν στον άκρατο βανδαλισμό των χριστιανών. 

 (Συνεχίζεται)