Σας είχα μιλήσει παλαιότερα για έναν φίλο, δεξιοτέχνη της κιθάρας, λάτρη του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού, που μια κάποια στιγμή παράτησε όλους και όλα και πήγε να ζήσει σε άλλη Πολιτεία, μόνος του, μακριά από συγγενείς, γνωστούς και φίλους. Πήγαινε κάθε πρωί στα στέκια που είχε σταμπάρει και τραγουδούσε, με τη γλυκιά, κουρασμένη του φωνή, παίζοντας με ξεχωριστή δεξιοτεχνία την κιθάρα του, για μερικές ώρες. 

Συναντούσε, σχεδόν πάντα, τους ίδιους περαστικούς, τους ιδιοκτήτες των γύρω καταστημάτων και το υπαλληλικό προσωπικό. Τον γνώριζαν και σχεδόν τον περίμεναν τα συγκεκριμένα πρωινά που διάλεγε το στέκι της περιοχής τους, την αγορά τους. Είχε την ιδιαιτερότητά του το τραγούδι του. 

Τραγουδούσε συνοδεύοντας τη φωνή του με την κιθάρα του πολλά τραγούδια. Παλιά ελληνικά και λίγα γνωστά παλιά αγγλικά. Είχα την τύχη να τον ακούσω, χωρίς να με βλέπει. Απολιθωμένος σε κάποια γωνιά, μια κάποια ημέρα που βρέθηκα στην πόλη που έμενε και που είχαμε κανονίσει να βρεθούμε, σαν έπεφτε η νύχτα, στο μικρό διαμέρισμά του. Ήταν λίγο πριν το μεσημέρι που έφτασα στην πρωτεύουσα της Πολιτείας. Πήρα τους δρόμους εξερευνώντας την όμορφη πόλη και κατευθύνθηκα στην περιοχή των καλών, των πολυτελών καταστημάτων μόδας, καλλυντικών και κοσμημάτων. 

Γνώρισα τη φωνή του, το τραγούδι που το είχαμε τραγουδήσει μαζί και τον διέκρινα μόλις έστριψα τη γωνία. «Αχ Αννούλα του χιονιά /δεν θα είμαι πια μαζί σου/στου Δεκέμβρη τις εννιά / που έχεις Άννα τη γιορτή σου/…»

Είχε παλέψει στη ζωή του. Δεν τού «βγήκε» που λένε. 

Ήρθε τη δεκαετία του ’70. Δούλεψε στο εργοστάσιο και άνοιξε, κάποια στιγμή, σε κάποια γωνιά μιας καλής γειτονιάς, ένα μικρό καφέζαχαροπλαστείο. Μεροδούλι-μεροφάι. Αγάπησε, αγαπήθηκε και παντρεύτηκε την γλυκιά, όμορφη, καλή κοπέλα που ταρακούνησε το είναι του, σαν την πρωτοείδε στο σπίτι κάποιων συγγενών. 

Δεν τής στέρησε τίποτε και ζούσε ευτυχισμένος κοντά της, χωρίς να τής ζητήσει να δουλέψει στο… μαγαζί ούτε μια ώρα. Περισσότερο το έκανε για να μη δει την πραγματική οικονομική τους κατάσταση. Εύρισκε κάθε λογής δικαιολογίες για να μην την φέρει στο… μαγαζί και ξαφνικά τον έσωσε το ευτυχές γεγονός ότι η… Μαρία έμεινε έγκυος. 

Τα χρόνια περνούσαν και η κατάσταση δεν άλλαζε. Αγωνιζόταν να πληρώσει τα δάνεια και πάλευε να εξοφλήσει δεκάδες μικρότερα χρέη. Ούτε σκέψη να τούς εκθέσει την κατάσταση. Ούτε κατά διάνοια να σταματήσει ο γιος να πηγαίνει στο πανάκριβο σχολείο, καμία αναφορά στις δυσκολίες και τα προβλήματα. Ο καιρός περνάει, η κατάσταση χειροτερεύει και έχει πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας. Ένα παιδί μοναδικό, καλό παιδί, φιλομαθές μπήκε στο Πανεπιστήμιο με υποτροφία και μιλάει με τη μητέρα του, θαυμάσια ελληνικά, κάθε ημέρα, κάθε μήνα και όχι μόνο το Μάρτη. Μόνη χαρά για τον τροβαδούρο η πρόοδος του γιου του και η ελπίδα του η μοναδική, ένα θαύμα. 

Αρρώστησε. Η καρδιά του στάθηκε η αιτία να πηγαινοέρχεται στο νοσοκομείο περίπου τρεις μήνες. Όλα βγήκαν στην επιφάνεια και οι σχέσεις του ζευγαριού έσπασαν ή, μάλλον, κομματιάστηκαν. 

«Δύο και μοναδικές οι ευκαιρίες της ζωής μου. Να διαλέξω αυτό το σπίτι η μία και η άλλη να το πουλήσω την κατάλληλη στιγμή» έλεγε. Το πούλησε. Αγόρασε ένα μικρότερο σπίτι, κάπου πιο μακριά και το έδωσε της γυναίκας του. Της έφτιαξε και ένα μικρό μαγαζί σε μία βιομηχανική περιοχή να φτιάχνει καφέδες και σάντουιτς μέχρι τις τρεις το απόγευμα. Το πιο αστείο της ιστορίας είναι ότι αυτό το μαγαζί πήγε καλά και δουλεύει ακόμη. Για να ξεκουραστεί, μια για πάντα, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ούτε και εκεί στάθηκε… τυχερός. Γύρισε ξαφνικά ο γιος του και τον έσωσε στο παρά ένα. Χώρισε και εξαφανίστηκε. Έχασα την όμορφη μουσική της κιθάρας του και της φωνής του. Έχασα έναν αληθινό φίλο. 

Ξαφνικά μού τηλεφώνησε. Μού έδωσε το κινητό του και αρχίσαμε να επικοινωνούμε κάθε εβδομάδα. 

«Θα γυρίσω λυπημένη Παναγιά/ έχε γεια/μη κλαις/ το μαράζι φυλαχτό να μην κρατάς/ Να λες δεν πειράζει/θά ‘ρθει άσπρη μέρα και για μας». Λες και ήξερε ότι ήμουν κοντά του, λες και γνώριζε ότι τον άκουγα. Είπαμε και τι δεν είπαμε σαν βρεθήκαμε. Τραγουδήσαμε πριν πιούμε κι όταν ήπιαμε. «Χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου/ τι σου είναι το μυαλό/ μπήκαν λέει περιστέρια στο στρατώνα/ Κι όπως το έφερε η κουβέντα, / είπαν, όνειρο κι αυτό/ άντε πήγαινε στην Άννα του χειμώνα». Η «Αννούλα του χιονιά» ήταν το τελευταίο τραγούδι που είπαμε γελώντας και πίνοντας. 

Πριν φύγω μου είχε τονίσει ότι τον αριθμό τηλεφώνου του τον είχε μόνο ο γιος του κι εγώ. Δύο μέρες προσπαθούσα να τον βρω για να του πω ότι σκεφτόμουν να πάω να τον δω στις διακοπές του Καθολικού Πάσχα. Τηλεφώνησα στον γιο του. «Είναι πέντε ημέρες, κύριε Κώστα που η καρδιά του σταμάτησε να… του κάνει σεγκόντο».

Αντίο φίλε μου. Σ’ αποχαιρετώ.