FOR THE life of me, δεν θα καταλάβω ποτέ γιατί η ΝΔ πέταξε τα γάντια του ρινγκ και πήγε στα αποδυτήρια ενώ κέρδιζε για πρώτη φορά στη ζωή της. Θέλω να πω, honestly now, guys (ρίχνω κι ένα αγγλικό μπας κι αφυπνίσω το λίμπιντο των #menoume_Europi).

Δηλαδή give me a break. Είστε μονίμως στο κανναβάτσο, δαρμένοι κι αιμόφυρτοι. Τώρα λοιπόν -τώρα με τις οφσόρ- έχετε, for once in your life, την ευκαιρία να τους κάνετε τη μούρη κρέας. Τους στριμώχνετε, τους πλακώνετε, χάνουν. Πέφτουν.

Ήττα. Πίκρα. Damn. Shit. Fuck.

Κι εκεί που ο διαιτητής αρχίζει το final countdown, 10-9-8-7, και νικάτε, στο παρά πέντε, πετάτε τα γάντια του μποξ, βγάζετε το σουργελέ σωβρακάκι και πάτε αποδυτήρια.

Θα μου πεις, τι σε κόφτει εσένα; Ποσώς. Στις παλιές μου τις γοβίτσες – καθότι μόνο ΝΔτισσα δεν με λες. Αλλά έλεος κάπου. Μιλάμε, God have mercy on your souls. Πώς καταφέρατε από νικητές να γίνετε σάκοι του μποξ, μπράβο, εύγε, υποκλίνομαι, respect.

Αλλά βρίσκουν και τα κάνουν, αγάπη μου. Βρίσκουν και τα κάνουν. Φέρνουν οι άλλοι για ψήφιση τη διάταξη για τις οφσόρ – βούτυρο στο ψωμί των στελεχών τους που προέρχονται από άλλα κόμματα. Μετά τις αντιδράσεις τα μαζεύουν. Κάνουν τροπολογία που ακυρώνει τη διάταξη (κι ας αίρεται already το αξιόποινο για τους συμμετέχοντες). Κι αφού τα κάνετε όλα αυτά, σηκώνεστε και φεύγετε. Όπως μόνο εσείς ξέρετε.

Κι όλα αυτά, πότε; Πότε, το timing μου μέσα; Με το που μπαίνει ο Ιούνιος. Ο Ιούνιος μας έρχεται, εμπρός βήμα ταχύ να τον προϋπαντήσουμε, παιδάκια, στη Βουλή. Ακριβαίνουν τα πάντα, κλείνουν τα πάντα, βάζουν λουκέτο στα πάντα, ο ΦΠΑ βουλιάζει τα νησιά και…

Και -needless to say- όποιος κάπνισε, κάπνισε. Όποιος ήπιε καφέ, ήπιε. Τώρα κάτσε περίμενε ποιος θα πεθάνει, να πιεις κάνα καραβίσιο στου μακαρίτη την κηδεία. May his soul rest in peace, κυρά Καλλιόπη μου. May his memory be eternal, κυρ Παντελή μου. Χους είμαστε, χους, ένα τίποτα, υγεία. Υγεία, υγεία, υγεία αχ.

Κι ενώ συμβαίνουν αυτά τα χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ, εμείς ασχολούμαστε μόνο με τις οφσόρ. Ποιες είναι, ποιες δεν είναι, ποιες πιάνονται, ποιες δεν πιάνονται, από Λειανοκλάδι και δώθε νόμιμες, από Δομοκό και κείθε παράνομες. Κι η Αξιωματική λάμπει διά της απουσίας της. Φεύγω, σου λέει, εγώ τώρα. Φεύγω, αποχωρώ, αναχωρώ, σου θύμωσα, σου κάκιωσα, δεν μιλιόμαστε, κόψε, να μάθεις εσύ.

I’m too old for this shit. Σοβαρά τώρα. Πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου, γιατί; Για να ζω τη ζωή μιας άλλης ξανθιάς. Μιας αλλούτερης, μιας άγνωστης. Μιας κυρίας που ούτε την ήξερα ούτε θα ήθελα να τη γνωρίσω ποτέ. Μιας μισότρελης που πληρώνεται έναντι και πληρώνει τοις μετρητοίς. Που έχει κατάθλιψη και τη μούρη στο πάτωμα.

Δεν μας φταίνε οι άλλοι και ξεσπάμε πάνω τους. Δεν φταίμε στους άλλους και ξεσπάνε πάνω μας. Πιανόμαστε μαλλί με μαλλί και τσόκαρο με τσόκαρο. Άλλοι ευθύνονται, μεταξύ μας βριζόμαστε. Άλλοι φταίνε, εμείς σκοτωνόμαστε. Σαν τις παλιές slapstick κωμωδίες. Σε βαράει ο διπλανός σου, χαστουκίζεις τον πισινό σου.

Η ουσία είναι, άκου τώρα ποια είναι η ουσία. Στο Μπρόντγουεϊ ανεβαίνουν οι mainstream παραστάσεις. Οι κλασικές. Οι παραδοσιακές. Πιο πέρα στους πέρα κάμπους που είναι οι ελιές, έχουμε το οφ Μπρόντγουεϊ θέατρο. Το οφ με τις πειραματικές, να σου δώσω να καταλάβεις. Πειραματίζονται οι σκηνοθέτες με το έργο, με την παράσταση, με τους ηθοποιούς, με τον Γκροτόφσκι, με τον Στράζμπεργκ, με ό,τι γουστάρουν κι αγαπάνε.

Πάμε άλλη μία: πειραματίζονται οι σκηνοθέτες με τους ηθοποιούς. Όχι οι κυβερνήσεις με τους λαούς. Κι εμείς, συγγνώμη κιόλας, αγωνιζόμαστε να σταματήσουν τα πειράματα στα ζώα. Όχι ν’ αρχίσουν τα πειράματα στους ανθρώπους.

I rest my case.