ΟΤΑΝ ήμουν μικρός, η ζωοπανήγυρις της Τεγέας, ήταν το κορυφαίο «Φεστιβάλ» της Πελοποννήσου – και όχι μόνο.

ΠΩΣ και πώς περίμενα να έλθει ο Δεκαπενταύγουστος, να πάω στο πανηγύρι, να δω «το γύρο του θανάτου» και την καθιερωμένη ιπποδρομία, που γινόταν την τελευταία μέρα του… Φεστιβάλ.

ΣΤΟ πανηγύρι της Τεγέας, λοιπόν, στο άλογο του παππού μου, τον Ντορή, και στο «γύρο του θανάτου», έχει τις ρίζες της η αγάπη μου για τις μοτοσυκλέτες, τα άλογα και τις ιπποδρομίες.

ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ εδώ, καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, δεν άργησα να καταλάβω ότι είχα έλθει στον… παράδεισο των μοτοσικλετιστών και των αλόγων…

ΣΤΗ Μελβούρνη διαπίστωσα, επίσης, ότι εδώ δεν γίνονται ιπποδρομίες μόνο κάθε Δεκαπενταύγουστο, αλλά σχεδόν καθημερινά… 

ΚΑΙ αυτοί που πήγαιναν, δεν πήγαιναν τόσο, για να δουν τα άλογα να τρέχουν, αλλά για να στοιχηματίσουν ποιο άλογο θα κερδίσει και να κερδίσουν, μάλιστα, πολλά λεφτά…

ΑΛΛΟΣ κόσμος, άλλες συνήθειες. Ναι μεν, πιο πρακτικές, αλλά και πολύ πιο δαπανηρές…

ΓΙΑΤΙ έτσι και δεν κέρδιζε το άλογο που σου άρεσε και επέλεξες να στοιχηματίσεις, θα την πλήρωνες ακριβά τη… λόξα σου για τα άλογα και τις ιπποδρομίες.

ΤΟ πόσο ακριβά, το πληροφορήθηκα μετά από λίγες εβδομάδες, όταν παρακολούθησα «ζωντανά» το δράμα δύο συμπατριωτών μου τζογαδόρων και, μάλιστα, σε σκυλοδρομία…

ΟΤΙ στην Αυστραλία γίνονται σκυλοδρομίες, το πληροφορήθηκα πριν ακούσω οτιδήποτε για ιπποδρομίες, από τον θείο μου τον Ζαχαρία… 

Ο θείος είχε περίεργα γούστα. Αντί να αγαπά τον Ντορή, που ήταν το μεταφορικό (και όχι μόνο…) μέσο του σπιτιού και το καμάρι της οικογένειας, μιας και τραβούσε και τη σούστα, αγαπούσε τη Λίζα…

ΛΙΖΑ έλεγαν την κυνηγετική του σκύλα, την οποία και μετέφερε παντού όπου πήγαινε με το ποδήλατο και, αργότερα, με τη μοτοσυκλέτα που αγόρασε…

ΑΠΟ την μητέρα μου (την αδελφή του) με την οποία αλληλογραφούσε, είχε πληροφορηθεί για τις σκυλοδρομίες και από έναν συγχωριανό μας, που ήξερε τη σκύλα του, ότι αν η Λίζα έτρεχε στις σκυλοδρομίες της Αυστραλίας θα κέρδιζε πολλά λεφτά…

ΠΡΙΝ φύγω, λοιπόν, με είχε παρακαλέσει, να πάω να δω μια σκυλοδρομία και να του γράψω πώς γίνονται και, προπαντός, πώς μαθαίνουν τα σκυλιά να τρέχουν μόνα τους για να κερδίσουν.

ΕΤΣΙ, μια βδομάδα μετά την άφιξή μου εδώ, όταν δύο συμπατριώτες μου που πληροφορήθηκαν ότι ενδιαφέρομαι να δω μια σκυλοδρομία, μου πρότειναν -αν ήθελα- να πάω μαζί τους, δέχθηκα χωρίς δεύτερη κουβέντα…

ΕΝΑΣ από αυτούς, ο Νίκος, λάτρευε τις ιπποδρομίες και ήταν γνωστός τότε στο Όκλι με το παρατσούκλι «αλογάκιας», ενώ ο Γιάννης, πόνταρε συνήθως στις σκυλοδρομίες…

ΕΠΕΙΔΗ και οι δύο ήταν επαγγελματίες τζογαδόροι και είχαν καλές διασυνδέεις με το υπόλοιπο σινάφι, είχαν πάντα πληροφορίες «από μέσα» για τα σκυλιά που επρόκειτο να κερδίσουν τις κούρσες της βραδιάς. 

ΕΤΣΙ, πόνταραν όσα είχαν και δεν είχαν στις τρεις πρώτες «ρέσες» και δεν τους είχε μείνει ούτε σεντ να ποντάρουν σε αυτή που ακολουθούσε, για την οποία και οι δύο είχαν το ίδιο «tip» που δεν έχανε με τίποτα… 

ΕΓΩ καθόμουν και παρακολουθούσα τη διαδικασία των στοιχημάτων στους bookmakers και τα σκυλιά τα οποία περιέφεραν μπροστά στη μεγάλη εξέδρα, που κάθονταν οι… φίλαθλοι των σκυλοδρομιών.

ΣΕ κάποια στιγμή με πλησιάζει ο Νίκος και με ρωτά αν έχω να τους δανείσω από 10 δολάρια για να ποντάρουν το… τιπ που ήταν σίγουρο… 

ΝΑ τονίσω εδώ, ότι εγώ είχα κερδίσει ήδη $65, όταν κέρδισε τη δεύτερη κούρσα ένα σκυλί που είχαν επιλέξει οι ίδιοι για μένα, έτσι για ενθύμιο… 

ΤΟΥΣ έδωσα λοιπόν δανεικά τα $20 και επιπλέον ένα δεκαδόλαρο από τα κέρδη μου, επειδή είχαν πληρώσει $1 για το πρώτο μου bet…

ΤΟ «σίγουρο» δεν κέρδισε και αμέσως ήλθαν να τους δανείσω και άλλα, προκειμένου να πάρουν πίσω, έστω και τα μισά από αυτά που τους δάνεισα, για να αγοράσουν ψωμί και… γάλα για τα παιδιά…

ΤΕΛΙΚΑ, μέχρι να τελειώσουν όλες οι σκυλοδρομίες, τους έδωσα όχι μόνο τα κέρδη του… ενθυμίου, αλλά και ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου: δύο εικοσαδόλαρα, όλα και όλα, που είχα φέρει μαζί μου από την Ελλάδα…

ΟΙ ίδιοι δεν ποντάριζαν μόνο σε άλογα και σκυλιά, αλλά και σε όλα τα φύλλα της τράπουλας όταν έπαιζαν μανίλα στο καφενείο του Μιχάλη του «μπότζη» στο Όκλι.

Ο Νίκος με τον Γιάννη ήταν οι πρώτοι τζογαδόροι που γνώρισα στην Αυστραλία. Αργότερα, γνώρισα και πολλούς άλλους, το ίδιο παθιασμένους και οικονομικά εξαντλημένους… 

ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι τα τρία τέταρτα του συνόλου των χρημάτων που έχανε ο Νίκος στον τζόγο ήταν δανεικά από συγγενείς, συγχωριανούς, και φίλους του…

ΝΑ όμως και μια άλλη αξέχαστη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Νικόλα, με τον οποίο και παραμείναμε φίλοι μέχρι στις αρχές της δεκαετίας του 1980, που έφυγε οικογενειακώς για την πατρίδα και πέθανε εκεί λίγο αργότερα, σε σχετικά νεαρή ηλικία.

ΑΝ τα χρήματα που κέρδιζε από τις ιπποδρομίες ο Νικόλας, δεν προλάβαινε να τα χάσει στοιχηματίζοντας σε άλογα και σκυλιά στο ΤΑΒ, τα έχανε στα μαραθώνια ξενύχτια στα ελληνικά καφενεία παίζοντας μανίλα.

ΕΤΣΙ η σύζυγος και τα παιδιά του σπάνια τον έβλεπαν στο σπίτι, μιας και ο Νίκος τις λίγες ώρες που του περίσσευαν μεταξύ ιπποδρόμου, σκυλοδρομιών, ΤΑΒ και μανίλας, κοιμόταν μέσα σε ένα παλιό Holden…

ΚΑΙ αυτό το έκανε για να γλιτώσει από την γκρίνια της έρμης της γυναίκας του που δεν τον έβλεπε στο σπίτι…

ΜΙΑ μέρα, λοιπόν, σαν την προχθεσινή, στο Melbourne Cup, μπήκε στο καφενείο του Μιχάλη ο συγχωριανός του ο Γιώργος και με ρώτησε αν έχω δει τον Νικόλα.

«ΟΧΙ», του λέω, «δεν τον έχω δει, ίσως έχει πάει στο Flemington να δει τη μεγάλη ιπποδρομία».

«ΜΠΑ», μου λέει αυτός, «στο Flemington δεν πηγαίνει και στο σπίτι του δεν είναι. Κάπου εδώ γύρω στο Όκλι θα πρέπει να βρίσκεται και θέλω οπωσδήποτε να τον βρω…»

ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος, που άκουσε τη συζήτηση είπε ότι «πριν καμιά ώρα, τον είδα να κοιμάται μέσα στο αυτοκίνητό του, σε έναν δρόμο πιο πάνω κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό».

«ΔΕΝ πάμε μέχρι εκεί ρε Μπάμπη», μου λέει ο Γιώργος, «μήπως και τον πετύχουμε…».

ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ και τον βρήκαμε να κοιμάται στο πίσω κάθισμα του Holden, φορώντας το αιώνιο παλτό του και σκεπασμένα τα πόδια του με μια παλιά κουβέρτα, που χρησιμοποιούσε για υπνόσακο… 

ΧΤΥΠΗΣΕ ο Γιώργος το τζάμι, ξύπνησε ο Νίκος και αφού μας καλημέρισε, μας ρώτησε χαμογελώντας, «γιατί με ξυπνήσατε, τι θέλετε…».

«ΡΕ συ Νικόλα»,του απαντά ο Γιώργος, «έξι μήνες τώρα μου λες, ότι θα μου δώσεις τα δύο χιλιάρικα που μου χρωστάς εδώ και τρία χρόνια. Σε παρακαλώ πολύ δώσε μου ό,τι έχεις να συμπληρώσω την προκαταβολή να αγοράσω ένα παλιόσπιτο…».

ΚΑΙ η κλασική απάντηση του Νίκου: «Σου έχω ξαναπεί Γιώργη, να τα πάρεις δεν τα παίρνεις αυτή την εποχή, γιατί είμαι στεγνός… Να τα χάσεις δεν τα χάνεις! Είναι σαν να τα έχεις σε ελβετική τράπεζα, μη φοβάσαι…»

ΔΕΝ είπε τίποτα ο άνθρωπος. Κούνησε το κεφάλι του με μια γκριμάτσα απογοήτευσης, έκανε μεταβολή και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι…

ΚΑΜΙΑ δεκαριά χρόνια αργότερα και λίγο καιρό πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, ο Νίκος έπιασε μια κουαντρέλα και κέρδισε πάνω από $25.000!

ΛΙΓΕΣ μέρες αργότερα τον συνάντησα τυχαία στο σπίτι της μητέρας μου και πριν προλάβω να τον συγχαρώ για τη «νίκη» και να του ευχηθώ «σε καλή μεριά», μου λέει: 

«ΛΕΩ να ξοφλήσω τα χρέη μου, να δώσω και εσένα τα $500 που σου χρωστάω, και να ησυχάσω…».

«ΝΙΚΟΛΑ», του λέω, «εγώ σου χαρίσω αυτά που μου χρωστάς και θα σε συμβούλευα, να μην επιστρέψεις δανεικά σε κανέναν. Όλοι, μετά από τόσα χρόνια τα έχουν ξεχάσει και ξεγράψει. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις, πριν τα παίξεις και τα χάσεις, είναι να αγοράσεις ένα σπιτάκι…» 

ΜΕΣΑ σε λίγους μήνες, ο Νικόλας τα έπαιξε, τα έχασε και άρχισε πάλι να κοιμάται στο Holden, μέχρι που έφυγε για την πατρίδα, όπου και πέθανε στο χωριό του…