ΑΥΤΟ που έπαθε ο Γουόρεν Μπίτι με τα Όσκαρ, εγώ το ‘χω πάθει με κυβερνήσεις. Μου δίνουν τον φάκελο, τον ανοίγω και χαίρομαι. Λαλαλάντ, λελελεφτά υπάρχουν, λιλιλιτότητα τέλος. Κι ενώ, ως λαλαλάβαρο ανεμίζω το χαρτάκι, έρχεται ο κυριούλης, μού το αρπάζει το απ’ τα χέρια και φτύνει στο μικρόφωνο:

«Το Μουνλάιτ είναι, γράψε λαλαλάθος».

«Γράψε λάθος». Έτσι ξερά, στεγνά, χωρίς μια υποψία συγγνώμης. Λάθος. Θα μου πεις, τα λάθη είναι για τους ανθρώπους. Πέσαμε λίγο έξω, υποσχεθήκαμε κάτι παραπάνω, δώσαμε κάτι λιγότερο, κι απ’ το λιγότερο ακόμα πιο λίγο κι απ’ το λίγο σου δώσαμε το τίποτα, λαλαλαέ ενωμένε ποτέ νικημένε. ΟΚ, δεν τα υπολογίσαμε σωστά, μη μας κρεμάσετε κιόλας. Καλή καρδιά κι αν σας τάξαμε και καμιά μαλακία, νερό κι αλάτι.

Σωστό. Συμβαίνουν αυτά. Ουδείς άσφαλτος. Κι εμένα το σπίτι μου έχει μετατραπεί σε παλάτι της Μπάρμπι, γιατί όποτε βάζω πλυντήριο όλα ροζ βγαίνουν. Θα μου πεις δεν έχει την ίδια βαρύτητα. Έχει για την Μπάρμπι. Που, εκτός από την αισθητική της, μου μεταγγίζει και τη νοημοσύνη της.

Ίσως γι’ αυτό δεν καταλαβαίνω αν έχουμε λιτότητα ή αν δεν έχουμε λιτότητα. Κατά τον Τσίπρα δεν έχουμε λιτότητα. Κατά τον Τσακαλώτο έχουμε λιτότητα. Αυτό το πράμα το «λιτότητα» είναι σαν τις καρέκλες τις πλιάν, τις απλώνουν, τις διπλώνουν, ό,τι θέλουν τις κάνουν – μόνο μην κάτσεις πάνω τους, γιατί είναι σπασμένες.

Λογικά ο Τσίπρας κι ο Τσακαλώτος δεν μιλιούνται. Ή μιλιούνται και δεν καταλαβαίνονται. Γιατί δεν μπορεί και οι δυο ν’ αναφέρονται στην ίδια διαπραγμάτευση, στους ίδιους όρους, στην ίδια τρόικα και στον ίδιο Σόιμπλε και κάποιος απ’ τους δυο να μην κάνει λάθος.

Βγαίνουν οι βουλευτές της κυβέρνησης και το βλέπεις αγάπη μου το ανέμελο στη γλώσσα του σώματος. Αυτό το νωθρό, το αραχτό, το πιάσε έναν πολλά βαρύ και όχι. Τέλος η λιτότητα, αφού στο λέει ο άνθρωπος ο έγκυρος και στο επιβεβαιώνει η Αυλωνίτου, εσύ τι δεν καταλαβαίνεις;

Κι ας μας τα ‘πε αλλιώς ο Τσακαλώτος τα μαντάτα. Κι ας διαχώρισε τη θέση του από το γλέντι στου Μαξίμου: 

«Εμείς δεν λέμε ότι τελείωσε η λιτότητα».

Αχ, θα σας μαλώσω, κύριε υπουργέ μου. Δεν λέγονται αυτά, γιατί χαλάει το κέφι της παρέας. Κι αυτό σας το λέμε εμείς που τα πιο ωραία λαϊκά σε σπίτια με μωσαϊκά τα είχαμε χορέψει κι όσο να πεις από ξενύχτια ξέρουμε.

Κι είπατε κι άλλες βαριές κουβέντες, μανούλα μου. Πως τα μέτρα θα είναι υφεσιακά και τα αντίμετρα θα προκύψουν μόνο εάν κι εφόσον πετύχουμε κάναν στόχο, έτσι πάνω στο κέφι του τρελού καρναβαλιού. Κι ολοκληρώσατε την ευτυχία μας:

«Μέχρι τον Μάρτιο ούτε ξέρω πώς θα κλείσει αυτή η συμφωνία».

Ούτε που ξέρει. Και γιατί να ξέρει; Υπουργός Οικονομικών είναι για να ξέρει; Μόνο οι ταξιτζήδες τα ξέρουν όλα.

Αναφερόμενος δε στη διαπραγμάτευση είπε:

«Κανένας δεν θέλει να δώσει κάτι αν δεν ξέρει ποιο είναι όλο το πακέτο, πόσο αναπτυξιακό είναι, πόσο υφεσιακό είναι, πόσο δύσκολο είναι, τι προοπτικές δημιουργεί».

Συνεπώς; Ούτε αυτοί εκεί στα ξένα ξέρουν; Κανένας δεν ξέρει; Αυτό που ζούμε είναι λιτότητα; Δεν είναι λιτότητα; Είναι κάτι άλλο; Κάτι αφηρημένο, μια ιδέα, ένα όραμα, ένα άπιαστο όνειρο; Τι μέλλει γενέσθαι με τα μέτρα, τα αντίμετρα, τα ημίμετρα; Τι μας ξημερώνει Παναγία μου, τι θα μας συμβεί;

Τέλος πάντων, ας βγει κάποιος να μιλήσει υπεύθυνα. Είτε ταξιτζής είτε η κυρία Αυλωνίτου. Διότι ναι μεν άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε, αλλά στο Λαλαλάντ την πλήρωσε μια ταινία. Ενώ στο (υποτιθέμενο) λαλαλάθος την πληρώνει μια χώρα.

Εκτός αν για τα χάλια μας φταίει ο Γουόρεν Μπίτι.