Υπό άλλες συνθήκες, το να χορηγεί η κυβέρνηση 75 δολάρια σε συνταξιούχους -ούτε καν, καθώς για τα ζευγάρια συνταξιούχων η πρόβλεψη είναι $125- θα χαρακτηριζόταν επιεικώς «φιλοδώρημα». Κι όμως αυτό το χαμηλό ποσό, ο Νικ Ξενοφών επιχειρεί να το παρουσιάσει ως περήφανη νίκη και η κυβέρνηση ως σημαντικό συμβιβασμό. 

Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα, οι ίδιες οι συντάξεις αποκτούν χαρακτήρα φιλοδωρήματος. Εδώ και μήνες παρακολουθούμε την χορογραφία των διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και των ‘θεσμών’, οι οποίες εν πολλοίς παρουσιάζονται ως προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να περισώσει τις συντάξεις από τις περικοπές που επιδιώκουν οι δανειστές. Τελευταίο θύμα των περικοπών είναι οι συντάξεις χηρείας. 

Σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου, θεσπίζεται το 55ο έτος ως όριο ηλικίας του επιζώντος συζύγου για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου. Εάν ο επιζών σύζυγος δεν έχει συμπληρώσει τα 55, η σύνταξη (μειωμένη κατά 50%) χορηγείται για μία τριετία. Πρακτικά, αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι μία χήρα ηλικίας 46 ετών θα πάρει σύνταξη χηρείας ως τα 49 και μετά θα κληθεί να βγει στην αγορά εργασίας. Και όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς δουλειά σ’ αυτήν την ηλικία, όχι μόνο σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου τα επίσημα στοιχεία θέλουν έναν στους τέσσερις να μην έχει δουλειά (τα πραγματικά ποσοστά είναι πολύ υψηλότερα), αλλά διεθνώς. 

Η Αυστραλία, πρόσφατα θέσπισε κίνητρα για επιχειρήσεις, ώστε να προσλαμβάνουν ανθρώπους άνω των 50 ετών, αλλά ακόμη δεν έχουν δημοσιευτεί στοιχεία που να δείχνουν το κατά πόσον αυτή η νομοθεσία πέτυχε τον στόχο της. O κόσμος δεν είναι εύκολος για τους ανθρώπους που βρίσκονται στην δύση της «παραγωγικής ηλικίας» και τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο όσον αφορά την στιγμή που θα βγουν από την αγορά εργασίας. 

Η περίοδος της ζωής του ανθρώπου που θα έπρεπε επιτέλους κάποιος να μπορεί να ξεκουραστεί, ύστερα από δεκαετίες παραγωγικής προσφοράς στην κοινωνία, να δρέψει τους καρπούς της εργασίας του και να απολαύσει το τελευταίο στάδιο της ζωής του με τους φίλους, την οικογένεια, τις αγαπημένες του ασχολίες, μετατρέπεται σταδιακά σε περίοδο ακόμη μεγαλύτερου άγχους. 

Οι κοινωνιολόγοι και οι δημογράφοι προειδοποιούν εδώ και χρόνια ότι ο ανεπτυγμένος κόσμος βρίσκεται ενώπιον μίας μεγάλης κρίσης και η φετινή χρονιά θεωρείται ως ένα κομβικό σημείο: θα σηματοδοτήσει την πρώτη φορά που η αναλογία εργαζομένων προς μη εργαζομένων θα ανατραπεί εις βάρος των πρώτων. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο του προσδόκιμου ζωής, το οποίο είναι ασφαλώς θετική εξέλιξη, αλλά οι κυβερνήσεις του κόσμου το βλέπουν ταυτόχρονα ως πρόβλημα. Αποτέλεσμα αυτής της γήρανσης του πληθυσμού είναι η σχεδόν υστερική προσπάθεια διεθνώς για την μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Η ηλικία συνταξιοδότησης αυξάνεται και οι κυβερνήσεις καλούν τους πολίτες να βρουν ‘εναλλακτικούς τρόπους’ χρηματοδότησης της ‘χρυσής’ περιόδου της ζωής τους. 

Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που προβλέπουν ότι σύντομα, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, η συνταξιοδότηση θα είναι ένα είδος πολυτέλειας. Στην Αυστραλία, η πρόσφατη αναμόρφωση του συστήματος βρέθηκε στο επίκεντρο μιας μακράς κι επίπονης δημόσιας διαβούλευσης. Από τον Ιανουάριο, 88 χιλιάδες Αυστραλοί έχασαν το δικαίωμα κρατικής σύνταξης, 225 χιλιάδες είδαν την σύνταξή τους να περικόπτεται – ενώ υπήρξαν και 16 χιλιάδες που είδαν το ποσό της σύνταξής τους να αυξάνεται. 

Στο πλαίσιο αυτής της δημόσιας διαβούλευσης, στην οποία συμμετείχαν συνδικάτα, κόμματα, πλήθος κοινωνικών φορέων, υπήρξε μία φωνή με ιδιαίτερη σημασία, αυτή του ανεξάρτητου γερουσιαστή David Leyonhjelm, ο οποίος δήλωσε: «Η σύνταξη δεν είναι κάτι στο οποίο θα πρέπει κανείς να προσβλέπει, αλλά κάτι που θα πρέπει να προσπαθεί να αποφύγει, γιατί σηματοδοτεί την υπαγωγή σε μία ομάδα χαμηλού εισοδήματος – με άλλα λόγια ότι είσαι φτωχός, ή στο όριο της φτώχειας». Αυτή η δήλωση δεν εξέπληξε κανέναν, προερχόμενη από τον συγκεκριμένο πολιτικό. Αν την θεωρούμε σημαντική είναι γιατί ξεκαθαρίζει με τον πιο απλό τρόπο αυτό που συμβαίνει παντού στον κόσμο. Πίσω από όλες τις συζητήσεις για την ‘βιωσιμότητα’ του ασφαλιστικού και προνοιακού συστήματος και τις υπερβολές στα δικαιώματα των συνταξιούχων, πίσω από όλες τις διαπραγματεύσεις για το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και το ποσοστό που η σύνταξη θα πρέπει να χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση, από τους εργοδότες ή από τους ίδιους τους συνταξιούχους, αυτό που κρύβεται είναι ένας ιδεολογικός πόλεμος. 

Αυτό που ο γερουσιαστής Leyonhjelm εξέφρασε με ωμότητα και κυνισμό, είναι η άποψη της μιας πλευράς, αυτής που βλέπει την σύνταξη ως προνοιακό επίδομα και δη ως κάτι για το οποίο ο δικαιούχος θα πρέπει να ντρέπεται. Η άλλη πλευρά βλέπει την σύνταξη ως βασικό συστατικό του κοινωνικού ιστού, ως έναν τρόπο με τον οποίο η κοινωνία εκφράζει την ευγνωμοσύνη και τον σεβασμό της προς τους ηλικιωμένους, μια ανταμοιβή για τους φορολογουμένους οι οποίοι συμβάλλουν στην κοινότητα και χρηματοδοτούν το σύστημα. Το επιχείρημα ότι το κόστος της συνταξιοδότησης είναι βάρος για τους φορολογούμενους και τις κυβερνήσεις μπορεί να ακούγεται λογικοφανές, αλλά είναι αμφιλεγόμενο. Η άνοδος του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, για παράδειγμα, σημαίνει ότι άνθρωποι ηλικιωμένοι θα πρέπει να υποβάλλονται σε όλες τις συνθήκες πίεσης και άγχους που συνοδεύουν κάθε είδος εργασίας, με όλες τις πιθανές επιπτώσεις στην σωματική και ψυχική τους υγεία, κάτι που σημαίνει μεγαλύτερα ιατροφαρμακευτικά έξοδα – την ίδια στιγμή που διεθνείς έρευνες συνηγορούν ότι η συνταξιοδότηση λειτουργεί ευεργετικά στην υγεία των ηλικιωμένων. Ειδικά στην Ελλάδα, μια χώρα που ο σεβασμός προς τους ηλικιωμένους είναι μέρος ενός πολιτισμού αιώνων -σε βαθμό υπερβολής συχνά- η συμπεριφορά προς τους συνταξιούχους κρύβει και κάτι ακόμη. Σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα που εξέδωσε το Ινστιτούτο Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, το 49,2% των ελληνικών νοικοκυριών εξαρτώνται από τις συντάξεις, ως βασική πηγή εισοδήματος. Αυτό σημαίνει ότι είναι οι ηλικιωμένοι που πληρώνουν για την διατροφή, το ενοίκιο, την παιδεία και την διασκέδαση των παιδιών και των εγγονιών τους. Οι περικοπές σ’ αυτές τις ήδη χαμηλές συντάξεις θα προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση σε ένα σύστημα που έχει ήδη ξεπεράσει το όριο αντοχής του. 

Σε τελική ανάλυση, είναι θέμα προτεραιοτήτων. Οι κυβερνήσεις προτιμούν να προσφέρουν φοροαπαλλαγές και μειώσεις φόρων σε μεγάλες επιχειρήσεις και πολυεθνικούς κολοσσούς, να διασώζουν το τραπεζικό σύστημα που προκάλεσε την Παγκόσμια Οικονομική Κρίση, αντί να φροντίζουν για τους πολίτες τους. Αυτή η δαιμονοποίηση του πιο εύθραυστου κομματιού του πληθυσμού -των φτωχών, των ασθενών, των αδύναμων, των ηλικιωμένων- είναι μία ύβρις που θα έπρεπε να μας απασχολεί.